Η πλατεία Αριστοτέλους στα πόδια του. Στο βάθος, η θάλασσα. Απέναντι το Ηλέκτρα Palace. Μπροστά του ένα υπέροχο πιάτο.
Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας έχει την καλύτερη θέα στην πόλη. Μοιάζει με «έμβια» καρτ ποστάλ, από εκείνες που μια φορά κι ένα κάποτε ο κόσμος καθόταν στον καναπέ του σπιτιού του, τις κοίταζε κι έκανε νοητά ταξίδια σε καλύτερα μέρη.
Την απολαμβάνει τη θέα- εντάξει; Ξέρουμε ότι δε φαίνεται στο βλέμμα του, αλλά φταίει το ότι μόλις βγήκε από τον παρακείμενο κινηματογράφο και ζει ακόμη στον υπερσυντέλικο της ταινίας.
Έχει μείνει ενεός. Με το -Μ κεφαλαίο, προφανώς. Ο Γούντι Άλεν βρίσκεται σε παρατεταμένο δημιουργικό πυρετό εδώ και μια 15ετία και το «Παντρεμένα Ζευγάρια»- αυτό το φιλμικό ταξίδι προς μια θελκτική, μα επώδυνη, ελευθερία- του έχει πάρει το μυαλό. Κι όχι δανεικό με οψιόν αγοράς, αλλά μιλάμε για κανονική υφαρπαγή: δεκαετές κλειστό συμβόλαιο, μακριά από το υπόλοιπο σώμα του.

Με τον σερβιτόρο να πλησιάζει, θέτει σε κοπιώδη λειτουργία τα εναπομείναντα γρανάζια του για να συγκρίνει το “Husbands and Wives” με το «Σκηνές από έναν γάμο» του Μπέργκμαν. Έτσι, καταλήγει στο εξής συμπέρασμα- ένα συμπέρασμα που θα ζήλευε και αριστούχος απόφοιτος του American Film Institute: «Κοίτα να δεις, οι δυο ταινίες μοιάζουν ρε πoύστη μου».
Θέλει όσο τίποτα ν’ αναλύσει λίγο περισσότερο αυτό το σινεφίλ «Ρε πoύστη μου», όμως η ομορφιά, όπως πάντα, επικρατεί. Με τον ήλιο να κάνει βουτιά στον Θερμαϊκό και τα φώτα ν’ ανάβουν, η Νύφη βάζει το πιο λαμπερό της φόρεμα.
Ο πρωταγωνιστής μας σκέφτεται πως κάπως έτσι μοιάζει η ευτυχία: μια εξαιρετική ταινία σε μια ιστορική αίθουσα, μία στάση στο «Ολύμπιον» και στο βάθος η Θεσσαλονίκη σε ρόλο πλανεύτρας να σου κλέβει την καρδιά μέχρι να πεις «Τότε τον Αθανάσιο Διάκο τον καλαμακώσανε!».
Τα «Παντρεμένα Ζευγάρια» βγήκαν στις αίθουσες το 1992 και υπήρξαν το δεύτερο σημαντικότερο πολιτισμικό γεγονός εκείνης της χρονιάς, μετά το τραγούδι του Σάκη Ρουβά. Αν είστε τυχεροί, μπορεί να το πετύχετε σε κάποια θεματική βραδιά στο «Ολύμπιον» στο εγγύς ή στο απώτερο μέλλον. Μπορείτε, προφανώς, να θαμπωθείτε ακόμη από την αναντίρρητη ομορφιά της, κατά τι πιο γκρίζας, πόλης. Δεν (θα) μπορείτε να την απολαύσετε τρώγοντας κάτι εκλεπτυσμένο, όμως. Θα πρέπει ν’ αρκεστείτε σε ένα τσίζπεργκερ γίγας, πατάτες και κόκα κόλα που είναι και σε προσφορά.
Το έτερο «Ολύμπιον», βλέπετε, δίνει τη θέση του σε γνωστή αλυσίδα Fast Food, της οποίας το όνομα δε θ’ αναφέρουμε έως ότου η γνωστή αλυσίδα Fast Food καταθέσει στο λογαριασμό του γράφοντος ένα ποσό για διαφήμιση που θα τον κάνει ν’ αναφωνήσει «Ω να σου!» και θα πατήσει μανιωδώς “YES” στο ερώτημα “Are you sure that you want to delete this article?”.
Το ρέκβιεμ του ιστορικού καφέ/εστιατορίου που κοσμεί- διόρθωση: κοσμούσε– την συμπρωτεύουσα από το 1951 θρυλείται πως είναι απόρροια των 40.000 ευρώ που του ζητήθηκαν ως ενοίκιο. Ένα ποσό δυσβάσταχτο για οποιαδήποτε επιχείρηση, εκτός κι αν είναι ένα τεράστιο brand name από το εξωτερικό με διασφαλισμένη a priori την «επιτυχία».
Η Θεσσαλονίκη πληρώνει, και αυτή με τη σειρά της, το γεγονός πως ο σύγχρονος Έλληνας αμφιρρέπει, ή καλύτερα ακροβατεί, μεταξύ του «Θέλω» και του «μπορώ»: θέλω να πηγαίνω σε μαγαζιά με στιλ, που ξεχωρίζουν και αποπνέουν έναν διαφορετικό αέρα αλλά δεν μπορώ. Το τέρας της ακρίβειας έχει σκορπίσει έναν ερεβώδη γνόφο απ’ άκρη σ’ άκρη και, αίφνης, το να δίνεις 30 ευρώ για φαγητό και καφέ, έστω και μια στο τόσο, φαντάζει εγχείρημα δυσκολότερο κι από το να κάνεις το τέλειο σκαληνό τρίγωνο κρατώντας στα χέρια σου έναν διαβήτη.

Στον αντίποδα τα Μακ…, εεε, η γνωστή αλυσίδα Fast Food (ακόμη 1,93 ευρώ βλέπουμε υπόλοιπο στον λογαριασμό μας, κανονίστε) προσφέρουν πολύ πιο φθηνό φαγητό, φροντίζουν να κυκλοφορεί το χρήμα στην αγορά- υπό την έννοια πως αν τρως τακτικά από κει δε θ’ αργήσει η ώρα που θα κληθείς να πληρώσεις έναν παθολόγο- έχουν ντελίβερι, ντράιβ θρου, Goin’ Through, τα βρίσκεις στο app ακόμη κι αν είσαι στα down σου, προσελκύουν τη νεολαία και ούτω καθεξής.
Ναι, προφανώς: ο κόσμος αλλάζει, προχωράει, ο καπιταλισμός τρέχει σα να θέλει να σπάσει το φράγμα του ήχου κι άπαντες κωφεύουν οικειοθελώς. Το «Ολύμπιον» δεν είναι ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο ιστορικό μαγαζί που θα μιμηθεί τον Γιόζεφ Βάντσικ σε μία από τις καλύτερες βραδιές της καριέρας του και θα κατεβάσει ρολά. Έχει συμβεί και με μαθηματική ακρίβεια, υπολογισμένη φυσικά στο ChatGPT, θα ξανασυμβεί.
Τότε προς τι η εκτενής, αχρείαστη εισαγωγή και η επακόλουθη μίρλα; Δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μία σκανδαλώδης επίκληση στο συναίσθημα; Ένας φτηνός, ετεροχρονισμένος επικήδειος, την ώρα που οι στάχτες έχουν σκορπίσει ήδη και ο Φοίνικας έχει χτυπηθεί από καρκίνο των φτερών;
Μπορεί. Ναι, μπορεί. Απλά να: είναι που δεν ταιριάζει ο Αλμοδοβάρ με τα μπέργκερ. Ο Καουρισμάκι με τα 1+1. Ο Κιούμπρικ με τις φτερούγες. Φυσικά, υπάρχει η επιλογή να μη φας ή να μην πιεις κάτι μετά το σινεμά. Εξυπακούεται. Έχεις τη δυνατότητα να μπεις καρφί στο (εκπληκτικό, είναι η αλήθεια) μετρό και να γυρίσεις στο σπίτι- πού λεφτά, άλλωστε, για κινηματογράφο και γεύμα; Να μη θαυμάσεις την πλατεία Αριστοτέλους το βράδυ. Να μην κάνεις σκέψεις περί του τι είναι η ευτυχία και αν αυτή κρύβεται σε ένα ζεύγος απλών στιγμών που θέλησαν να χορέψουν βαλς μια συνηθισμένη Τετάρτη.

Την εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης και της πλήρους έλλειψης κανονικής νοημοσύνης, ράθυμες σκέψεις μοιάζουν να στοιβάζονται σε σκονισμένα μυαλά. Το φαγητό που ξεπηδά από οθόνες κινητού έχει επικρατήσει κατά κράτος. Το γρήγορο-εύκολο-φθηνό φαντάζει ως ασύγκριτη συνταγή επιτυχίας.
Κι αν αυτές οι γραμμές σου μοιάζουν ως κακόηχες κραυγές ενός μπούμερ που έχει πάρει αγκαλιά τη νοσταλγία κι έχει ωραιοποιήσει το τότε, ας είναι. Καμία αντίρρηση.
Στο τώρα, νικά η αισθητική ομογενοποίηση. Το 1 ευρώ ο καφές και δώρο ο αριθμός του κέντρου δηλητηριάσεων. Η συντριβή του ξεχωριστού.
Η Θεσσαλονίκη, μια καλλονή γεμάτη ατέλειες, αλλάζει. Ή, ακριβέστερα, «πεθαίνει». Γίνεται ένα νεκροταφείο που σφύζει από ζωή.
Και δεν είναι ότι φοβόμαστε τον θάνατο. Απλά να, συμφωνούμε με τον Γούντι:
Δε θέλουμε να είμαστε εκεί όταν θα συμβεί.