Ήταν, για τα δεδομένα της εποχής του, ένα ψηλό γκαρντ (1.88). Ήταν ατρόμητος- εξ ου και το παρατσούκλι του «Λιοντάρι»- αψύς, οξύθυμος, μπορούσε να τα βάλει μόνος του με ολόκληρη την αντίπαλη πεντάδα και ν’ αναδειχθεί νικητής.
Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους παίκτες στην ιστορία του Ολυμπιακού, με τον οποίο κέρδισε 2 πρωταθλήματα και 4 κύπελλα Ελλάδος. Ήταν, αυτό που λέμε, «παλικάρι», όμως αυτό δεν αρκούσε για να τον κάνει… μύθο.
Όχι. «Μύθος» έγινε εξαιτίας των μνημειωδών του δηλώσεων κατά καιρούς, οι οποίες γίνονταν σε προηγμένα greeklish που ουδείς καταλάβαινε απόλυτα, όμως όλοι τα έβρισκαν διασκεδαστικά.
Διάολε, πώς να μην συμπαθήσεις έναν προπονητή ο οποίος έχει πει «Πώς να πάρουμε τον Βασίλη τον Σούλη; Εδώ δεν έχουμε λεφτά να πληρώσουμε μια βίζιτα…»; Ακόμα κι αν πολλές φορές ο Γιατζόγλου ξεπερνούσε τα όρια της ελληνοαμερικάνικης καρικατούρας, δεν μπορούσες πραγματικά να του κρατήσεις κακία.
Μέχρι που φρόντισε να μας δώσει ο ίδιος έναν αληθινά καλό λόγο: προχθές πήγε στην εκδήλωση της Χρυσής Αυγής για την συμπλήρωση των 1000 φύλλων της εφημερίδας της ακροδεξιάς οργάνωσης, όπου και είχε θερμό εναγκαλισμό με τον Νίκο Μιχαλολιάκο.
Στη συνέχεια, χθες, φρόντισε να κάνει ακόμα χειρότερη την κατάσταση, δηλώνοντας πως είναι εθνικιστής (μήπως θα ήταν προτιμότερο το «πατριώτης»;) και ότι η δολοφονία του Παύλου Φύσσα ήταν μια κακιά στιγμή.
Μόνο που ξέρεις, Στηβ, μάλλον θα έπρεπε να το είχες σκεφτεί λίγο καλύτερα το πράγμα πριν αρχίσεις τις ακροδεξιές σου κορώνες γιατί, βλέπεις…
Αν δεν ήσουν ο Γιατζόγλου και με δεδομένο πως είσαι ένας ελληνοαμερικάνος με τουρκικό επίθετο που δε μιλάει και πολύ καλά τη γλώσσα μας, οι νέοι σου φίλοι το πιθανότερο είναι να σε είχαν κάνει σκούρο μαύρο στο ξύλο, προκειμένου να έχει βάση η δήλωσή σου «Είμαι πιο μαύρος κι από τον Ομπάμα» όταν θέλησες να δικαιολογήσεις τα αδικαιολόγητα.
Πριν 15 χρόνια, τον Απρίλιο του 2001 σ’ ένα ματς με τον Ηρακλή, είχες πει «Ο Άρης διδάσκει ιστορία. Να, σήμερα αντέξαμε περισσότερο κι από το Στάλινγκραντ», όμως καλό θα ήταν να διάβαζες τι έχουν κάνει ιστορικά αυτοί των οποίων είναι θαυμαστές οι Χρυσαυγίτες.
Θυμάσαι το «Αν είναι να πεθάνει ο Άρης, καλύτερα θα ήταν να πεθάνει στα δικά μου χέρια και όχι στο δρόμο»; Ε, λοιπόν, στις 18 Σεπτεμβρίου του 2013 ο Παύλος Φύσσας πέθανε στο δρόμο και, δυστυχώς για σένα και τους ομοίους σου, δεν ήταν απλά μια κακιά στιγμή.
Μια φορά κι ένα κάποτε, θέλοντας να καταδείξεις πως έχεις άγνοια κινδύνου, είχες δηλώσει «Όποιος φοβάται τη ζέστη, δεν μπαίνει στην κουζίνα», αλλά, ξέρεις, κάποτε οι φούρνοι μιας ευρύτερης «κουζίνας»- αυτής του Άουσβιτς- κατέκαιγαν τα κορμιά απειράριθμων αθώων. Μήπως γνωρίζεις ποιοι εγκρίνουν, στις μέρες μας, τέτοιες τακτικές; Ακριβώς: εκείνοι που συμπλήρωσαν χίλια φύλλα και το γιόρτασες ασπαζόμενος τον αρχηγό τους.
Θα είναι αδύνατο να έχεις ξεχάσει το αμίμητο «Δεν ανέχομαι να βλέπω την ομάδα μου να χάνει και να τρώει ξύλο. Αν είναι να χάσουμε, τουλάχιστον ας τους δώσουμε κι εμείς δυο τρεις καλές», σωστά; Ε, λοιπόν, οι οπαδοί του κινήματος που επέλεξες τώρα στα «γεράματα» για να συμπλεύσεις μαζί τους λατρεύουν να δίνουν κάνα δυο-τρεις. Μόνο που το πρόβλημα είναι πως μιλάμε για 2-3 χιλιάδες και κυρίως κόντρα σε δύσμοιρους αλλοεθνείς που τυγχάνει να βρίσκονται στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή.
Έλεγες, τότε τον Γενάρη του 2001 μετά το παιχνίδι απέναντι στο Μίλωνα, «Δεν είμαστε Ινδιάνοι, αλλά μετά από τέτοια διαιτησία, μπορούμε να χορέψουμε πάνω από το πτώμα του πεθαμένου». Καλό θα ήταν να θυμάσαι ακόμα εκείνο τον χορό, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πότε θα βρεθεί στο μονοπάτι που διάλεξες ένας (πραγματικός) πεθαμένος. Δεν είναι, που να πάρει, και τόσο σπάνιο όσο πιθανώς νομίζεις και δε φταίει σίγουρα η διαιτησία, αλλά κάποιοι άλλοι…
Άραγε, πώς μπορεί να είσαι ικανοποιημένος με το είδωλό σου όταν θα κοιταχτείς αύριο το πρωί στον καθρέφτη, εσύ ένας άνθρωπος του μπάσκετ που στην αγαπημένη σου χώρα η πιο λαμπρή ελπίδα έχει χρώμα φωτεινού μαύρου, ακούει στο όνομα «Γιάννης Αντετοκούνμπο» και ο Νίκος Μιχαλολιάκος τον έχει χαρακτηρίσει «πίθηκο»; Δε σου προκαλεί αποστροφή αυτό, τούτος ο παροξυσμός ρατσισμού; Είπες δεν είσαι ρατσιστής, όμως εδώ 1+1 κάνει δυστυχώς 3. Τα απλά λεκτικά «νούμερα» δεν κολλάνε.
Θα μπορούσες, Στηβ, να είσαι απλά εκείνος ο συμπαθής, γραφικός θείος από την Αμερική που όποτε έρχεται στην Ελλάδα μας κάνει να θυμόμαστε τα παλιά και να γελάμε με τις ιστορίες του.
Θα μπορούσες να κατέχεις ακόμα περίοπτη θέση στην καρδιά μας- όλων εμάς των μπασκετικών ή μη-, και να μειδιούμε με νόημα κάθε φορά που ακούμε το όνομα «Γιατζόγλου».
Αλλά έδειξες τα «πραγματικά σου χρώματα», που λέτε και στο Μπρονξ. Που είναι βουτηγμένα στο κόκκινο, το χρώμα του αίματος, το χρώμα της σβάστικας.
Στο ερώτημα «Να ζει κανείς ή να μη ζει», απάντησες ελαφρά τη καρδία «Νεοναζί». Κι αυτό, ρε γαμώτο, δεν είναι μια «Συγκυρία συμπτωματικών συμπτώσεων», αλλά συνειδητή επιλογή.
Σσσς, κάνε ησυχία και αφουγκράσου την εκκωφαντική σιωπή. Είναι ο ήχος του ξεπεσμού. Ο ήχος της απογοήτευσης. Ο ήχος της αποκαθήλωσης.
Ο ήχος που ντύνει, πλέον, το κάθε σου βήμα.