Είναι σε όλους γνωστό ότι είμαστε η παγκόσμια πρωτεύουσα της ανοχής απέναντι στο διαφορετικό. Όπως παλιότερα δημιουργήσαμε και διδάξαμε πολιτισμό στους απανταχού της γης ταγαρόβλαχους, έτσι μεγαλουργούμε και σήμερα. Όπως λ.χ. μπορούν να βεβαιώσουν όσοι επιχείρησαν να δουν στον κινηματογράφο το 1988 τον «Τελευταίο Πειρασμό» -έργο βασισμένο στο γνωστό βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη- παρά τον αρχικό σκεπτικισμό με τον οποίον το αντιμετώπισαν, η πλειοψηφία των ελληνορθόδοξων χριστιανών τελικά επέδειξε αυτοσυγκράτηση και οξυμένο δημοκρατικό αισθητήριο απέναντι στο δικαίωμα των θεατών ελεύθερα να δουν αυτό που επέλεξαν.
Την υπογραφή του στην εναρκτήρια πρόταση θα έβαζε σίγουρα φαρδιά-πλατιά και ο Εμμανουήλ Ροϊδης ο οποίος, το 1866, δημοσίευσε ένα από τα σπουδαιότερα ελληνικά μυθιστορήματα, την «Πάπισσα Ιωάννα». Παρά τις φήμες της εποχής ότι η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος θα καταδίκαζε το έργο του ως «αντιχριστιανικό και κακοήθες» και ότι θα δίωκε τον ίδιο δικαστικά, η πράξη απέδειξε και πάλι ότι -ακόμα και πριν από 150 χρόνια- η Ορθόδοξη Εκκλησία αντιμετώπιζε με μεγάλη ανοχή ακόμα και την σκληρότερη κριτική που γινόταν για διάφορες πρακτικές της.
Τα παραδείγματα πολλά, όλα όμως τελικά υπέρ του άκαμπτου πνεύματος μιας χώρας που πεισματικά εξακολουθεί να ανέχεται και μαχητικά να στηρίζει κάθε προσπάθεια που (σε κάποια άλλη, πιο υπανάπτυκτη και οπισθοδρομική κοινωνία) δείχνει εκτός εποχικής ή παραδοσιακής νόρμας. Λες και είναι απαράβατη υπόσχεσή μας να εξασφαλίζουμε την απρόσκοπτη προβολή κάθε «Corpus Christi» στο Χυτήριο. Λες και η δημόσια κατακραυγή και η περιθωριοποίηση του Άνθιμου ήταν ιερό καθήκον του ποιμνίου του, μόλις αυτοί αντιλήφθηκαν ότι ο ποιμένας τους άρχισε να παρεκτρέπεται δημοσίως. Λες και ο λαός δεν θα βρει ψυχική ησυχία μέχρι να βεβαιωθεί ότι ούτε ένας φασίστας δεν θα πατήσει το πόδι του στο ελληνικό Κοινοβούλιο.
… (ένα δευτερόλεπτο ησυχίας, πριν επιστρέψουμε στην πραγματικότητα) …
Ο λαός είναι η Ελένη Λουκά (;). Κι η πανταχού παρούσα εποπτεία του αγιασμού. Και οι χριστιανοταλιμπάν. Και οι χρυσαυγίτες. Και οι καμμένοι συνωμοσιολόγοι, που φτιάχνονται μόνοι τους με επιλεγμένες περικοπές δήθεν απόκρυφων ευαγγελίων. Και τα +300 σχόλια στα σχετικά με το θέμα άρθρα στο ίντερνετ, από ανθρώπους που δεν τους έχει απομείνει τίποτ’ άλλο στη ζωή τους από το να εκτονωθούν. Και όλοι όσοι ήθελαν για κάποιο λόγο να το γκρεμίσουν εξαρχής. Αυτό το γλυπτό, που για τον έναν είναι αριστούργημα και για τον άλλον ένα πράγμα σαν αυτά που βρίσκουμε στα γαριδάκια, απλώς σε μεγάλο μέγεθος, αλλά που σίγουρα συμφωνούνε ότι -πέρα από τη συζήτηση για το θέμα καλαισθησίας και εναρμόνισης με τον περιβάλλοντα χώρο- δεν είναι δυνατόν να συζητιέται το αν «πρέπει» να βρίσκεται εκεί ή «πρέπει» να γκρεμιστεί.
Όχι εδώ. Όχι τώρα. Εδώ και τώρα δεν έχει πάει περίπατο μόνο η λογική, αλλά μαζί της έχει λακίσει πλέον κι ο Ιονέσκο: «Αντίχριστος», «Μπαφομέτ», «σατανιστές», «αν υπάρχει Θεός, γιατί δεν το έριξε μόνος Του το άγαλμα;», «φάγανε τον Στεφανάκο και ρίξανε τον Phylax, τι άλλο θα δούμε ακόμα;». Για τη Μαρφίν όμως γιατί, άραγε, δεν γράφω τίποτα;