Είναι σχεδόν συγκινητικό και άκρως συμβολικό να πρωτοστατεί ένας άνθρωπος 92 ετών σε μια καμπάνια υπέρ των εθνικών συμφερόντων και να βιώνει, τώρα στα ύστερα, μια πιθανότατα επώδυνη ψυχικά σύγκρουση με ανθρώπους που εντάσσονται στον πάλαι ποτέ ιδεολογικό χώρο του. Δεν πρόκειται βέβαια για όποιον και όποιον 92χρονο, αλλά για τον διασημότερο εν ζωή Έλληνα επί Γης, βαθιά πολιτικοποιημένο και φλογερό πατριώτη, με το αναφαίρετο δικαίωμα του να αισθάνεται ότι σε αυτή την ιστορική συγκυρία έχει χρέος να βγει μπροστά.
Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε τρία χρόνια μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, έχει ζήσει τον έναν από τους δύο αιώνες αγωνίας του έθνους. Η ελληνικότητα του, όπως έχει αποτυπωθεί στη μαχητικότητα και τη διαφημιστική επίδραση του έργου του, δεν είναι μετρήσιμο μέγεθος. Κανείς δεν θα του πει πότε και αν θα παρέμβει για ένα κρίσιμο ζήτημα.
Πόσο μάλλον οι μπαχαλάκηδες, που μολονότι μειράκια μπροστά του, έφτασαν με φασιστικές μπογιές μέχρι το σπίτι του για τον εκφοβίζουν. Που να το πεις και να σε πιστέψουν, ότι ο Μίκης θα δεχόταν bulling από ανθρώπους που η κριτική σκέψη τους αρχίζει εκεί που τελειώνει το μίσος τους για την αντίθετη άποψη.
Η πραγματικότητα όμως είναι ότι ο Μίκης ηγήθηκε στο συλλαλητήριο και πολλών τέτοιων φωνών, ιδεολογικά αντίθετων μεν, ομόσταυλων δε ωστόσο στην οπτική του τι συνιστά «αντίπερα όχθη».
Είναι αυταπόδεικτο ότι σύσσωμη η ακροδεξία έδωσε το «παρόν» στη μεγάλη διαδήλωση της πλατείας Συντάγματος. Είναι επίσης αυταπόδεικτο ότι το συλλαλητήριο ένωσε κάθε λογής αναχρονιστικές, φονταμεταλιστικές και αντικυβερνητικές φωνές, ευνοώντας από τη φύση του τη διασπορά του ιδιαίτερα ευδόκιμου στα ελληνικά εδάφη κοινωνικού διχασμού.
Το θέμα δεν είναι αν ο Μίκης Θεοδωράκης έχει το δικαίωμα στην επιδίωξη να ενώσει τους Έλληνες προς έναν κοινό σκοπό, αλλά αν με το λόγο του το πέτυχε. Ήταν άραγε απαραίτητο να μιλήσει για τους «εθνομηδενιστές» της «κυβέρνησης μειοψηφίας» και να ανάγει ως πιο «επικίνδυνο φασισμό τον αριστερόστροφο»; Αν κάποιοι ήθελαν να πολιτικοποιήσουν την εκδήλωση, η αίσθηση ότι τους έδωσε στο πιάτο είναι ένα από τα παρελκόμενα της.
Στην ομιλία του ξεκίνησε με το «αδέρφια μου, φασίστες, ρατσιστές, αναρχικοί, τρομοκράτες, τραμπούκοι», θέλοντας συμβολικά να προσδώσει ένα μαζικό τόνο στο ισχύς εν τη ενώσει.
Έμοιαζε να μοιράζει συγχωροχάρτια, μπροστά στην ανάγκη για συσπείρωση. Εν τέλει η μοναδική «κάστα» που άφησε απέξω ήταν οι «πατριώτες που μας κυβερνούν και τα βαποράκια τους, οι αριστεριστές». Στο τέλος της μέρας αυτοί ήταν οι μοναδικοί που έθεσε απέναντι.
Ποιος ο λόγος να λάβει μια τέτοια περίσταση τη διάσταση του «εμείς και αυτοί»; Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν αυτή η διάκριση ανταποκρίνεται στην υπερβατική (ως εθνική) ουσία του συλλαλητηρίου.
Όσοι από τους αυτήκοες μάρτυρες οσμίστηκαν διχασμό και μισαλλοδοξία, πιθανότατα εισέπνευσαν αναζωογονημένοι.
Ένας από αυτούς και ο Ηλίας Κασιδιάρης, που λαμποκοπώντας είδε φως και… μπήκε, σπεύδοντας να καπηλευτεί τη στιγμή. Όχι μόνο όρισε ιδεολογικά τον Θεοδωράκη, αλλά τον έψεξε κιόλας για τις παρτίδες με την Αριστερά, δίνοντας του στο τέλος και άφεση αμαρτιών (με το αμίμητο «οι ενδιάμεσες στάσεις/κυβιστήσεις παραγράφονται»).
Ήταν και οι ομοϊδεάτες του Κασιδιάρη μέλη του «κυρίαρχου ελληνικού λαού» που ο Μίκης επικαλέστηκε δις. Έτσι όμως όπως έχει μπερδευτεί η κατάσταση, δεν ξέρουμε ποιος από τους δύο (ελληνικούς) λαούς είναι πια ο κυρίαρχος.
Και όσο οι παθογένειες μας θα τρέφονται από την αναζήτηση εχθρών για την κατάντια του βιοτικού επιπέδου, το «εμείς και αυτοί» θα θεριεύει. Φλερτάροντας διαρκώς με τον κίνδυνο του «εμείς ή αυτοί»…