Εκατοντάδες κραυγές ξέσπασαν ταυτόχρονα και συγχρονίστηκαν με εντυπωσιακό τρόπο κάτω από πανηγυρικά συνθήματα μόλις η φράση «ομόφωνα αθώοι» ακούστηκε από την έδρα για την υπόθεση της Ηριάννας και του Περικλή.
Ήταν μια μαζική έκφραση χαράς, συγκινητική και λυτρωτική, η έναρξη ενός μεγάλου πανηγυριού που λάμβανε χώρα μέσα σε μια κατάμεστη αίθουσα, πλημμυρισμένη από ανθρώπους που βρισκόντουσαν εκεί για να συμπαρασταθούν στους δυο κατηγορούμενους, τα ονόματα των οποίων βρέθηκαν στο επίκεντρο μιας από τις πιο παράλογες δικαστικές υποθέσεις των τελευταίων χρόνων.
Όμως, υπήρξαν δυο άνθρωποι που άργησαν χαρακτηριστικά να εναρμονιστούν στο κλίμα, υπήρχαν δυο άνθρωποι που δεν συμμετείχαν στη γιορτή που στήθηκε μετά την αναγγελία της απόφασης…
Ήταν η Ηριάννα και ο Περικλής.
Οι δυο (πρώην πλέον) κατηγορούμενοι, στις πρώτες στιγμές του πανηγυρικού «σεισμού» που λάμβανε χώρα στον έκτο όροφο του Εφετείου Αθηνών, στέκονταν ατάραχοι και αμίλητοι στις θέσεις τους. Προσαρμόστηκαν στο κλίμα της στιγμής και ξέσπασαν και εκείνοι σε κλάματα χαράς όταν οι συγγενείς και οι φίλοι τους όρμηξαν στις αγκαλιές τους: πριν από αυτό είχαν προηγηθεί περίπου 4-5 δευτερόλεπτα απόλυτης σιωπής από μεριάς τους, άρχισαν να πανηγυρίζουν μόνο όταν ήρθαν σε επαφή με τους δικούς τους ανθρώπους.
Σαν να μην μπορούσαν να πιστέψουν ότι επιτέλους δικαιώθηκαν, σαν μια αίσθηση μέσα τους να τους έλεγε πως κάθε αντίδραση θα ήταν πολύ λίγη μπροστά στη χαρά που ένιωθαν εκείνη τη στιγμή και υπό αυτή την έννοια δεν άξιζε να εκφραστεί. Ήταν, με διαφορά, η πιο δυνατή στιγμή της εν λόγω διαδικασίας.
Στην πραγματικότητα, το σκεπτικό της απόφασης επιβεβαίωσε αυτό που όλη η κοινωνία ήξερε: ο εγκλεισμός της Ηριάννας και του Περικλή ήταν ένας παραλογισμός. Δεν χρειαζόταν να είσαι άλλωστε κάποιος μεγάλος νομικός για να καταννοείς πως η φυλάκιση αυτών των δυο ανθρώπων βασιζόταν σε αναξιόπιστες μαρτυρίες, αστεία στοιχεία και μια λογική ποινικοποίησης ιδεών και κοινωνικών κύκλων και όχι πράξεων.
Φυσικά, αυτή η ετεροχρονισμένη παραδοχή από το Εφετείο για τον άδικο εγκλεισμό της Ηριάννας και του Περικλή όχι απλά δεν σβήνει τον έναν χρόνο παραλογισμού που προηγήθηκε όσον αφορά την υπόθεσή τους αλλά, αντίθετα, τον γιγαντώνει περαιτέρω. Όσο δύσκολο και αν είναι να κρίνουμε την εν λόγω εξέλιξη μακριά από συναισθηματισμούς, υπάρχει μια βεβαιότητα: ο πήχης αναφορικά με την ισότητα και την δικαιοσύνη μέσα στην ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να μπαίνει τόσο χαμηλά. Καμία δικαιωτική απόφαση δεν μπορεί να το αναιρέσει αυτό.
Όμως πίσω από τη ψυχρή παρατήρηση της πραγματικότητας βρίσκεται μια αλήθεια που είναι εξίσου αδιαπραγμάτευτη…
Αν ένας άσχετος, ουρανοκατέβατος παρατηρητής βρισκόταν χθες στην αίθουσα της δίκης τις στιγμές που ακολούθησαν μετά την ανακοίνωση της αθωωτικής απόφασης θα δυσκολευόταν πολύ να διαχωρίσει τους ανθρώπους από το στενό περιβάλλον της Ηριάννας και του Περικλή από τον απλά αλληλέγγυο κόσμο. Τα δάκρυα, οι κραυγές, τα συνθήματα, οι αγκαλιές, το φορτισμένο κλίμα, όλα ήταν κομμάτια μιας συνθήκης που είχε δημιουργηθεί από ανθρώπους που κατά συντριπτική πλειονότητα ήταν άγνωστοι στην Ηριάννα και τον Περικλή.
Και όμως, όλοι συμπεριφερόντουσαν σαν να τους ήξεραν από πάντα. Η απουσία της στενά προσωπικής εμπλοκής στην υπόθεση ήταν μια αστεία λεπτομέρεια για το ρεύμα που εκφραζόταν εκείνη τη στιγμή.
Είναι το ρεύμα αυτό που συγκροτείται από όλους εκείνους που συνεχίζουν να νοιάζονται χωρίς ντε και καλά να έχουν υλικό συμφέρον. Είναι ένα ρεύμα που πεισματικά συνεχίζει την πορεία του μέσα σε αυτή την κοινωνία, ένα ρεύμα που όταν εκφράζεται ξεδιπλώνει την εμβληματική του σύσταση, ένα ρεύμα που δεν γίνεται να διαλυθεί, δεν γίνεται να σπάσει, δεν γίνεται ποτέ να σταματήσει τη συνεχόμενη κίνησή του.
Είναι το ρεύμα της αλληλεγγύης και σε έναν κόσμο όπου άνθρωποι στερούνται χωρίς ίχνος λογικής την ελευθερία τους, σε έναν κόσμο με στρατόπεδα προσφύγων, σε έναν κόσμο όπου το ρατσιστικό δηλητήριο χύνεται κάθε μέρα, είναι ένα ρεύμα που δικαιούται να περηφανεύεται απλά και μόνο για την ύπαρξή του. Και αυτή την αδιαπραγμάτευτη αλήθεια, καμία έλλειψη αποτελεσματικότητας δεν μπορεί να την αναιρέσει.
Το γνωρίζαμε από πάντα αλλά όσοι βρεθήκαμε εκείνη τη μέρα στο Εφετείο, σήμερα το ξέρουμε λίγο καλύτερα…