«Φυσικά και είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στο νόμο. Απαγορεύεται το ίδιο, τόσο στους πλούσιους όσο και στους φτωχούς, να κοιμούνται κάτω από τις γέφυρες, να ζητιανεύουν και να κλέβουν ψωμί».
Ο Ανατόλ Φρανς, Γάλλος συγγραφέας των τελών του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου, δηλωμένος σοσιαλιστής και υπέρμαχος της άνευ όρων ελευθερίας, με την παραπάνω φράση του συνοψίζει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο την υποκρισία της υποτιθέμενης ισότητας του νόμου μέσα σε μια κοινωνία που διακατέχεται σε καθοριστικό βαθμό από την οικονομική ανισότητα. Για την ακρίβεια, σε τόσο καθοριστικό βαθμό που είναι ακριβώς αυτή η ανισότητα που ορίζει την ουσία του συστήματος κοινωνικής οργάνωσης στο οποίο ζούμε.
Προφανώς, όλα αυτά τα δεδομένα δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα. Τις τελευταίες μέρες ωστόσο γινόμαστε στην Ελλάδα μάρτυρες μιας περίπτωσης όπου η σκληρότητα του νόμου, του ίδιου νόμου που είναι πολύ επιεικής και χαλαρός όταν έχει απέναντί του ανθρώπους υψηλής οικονομικής επιφάνειας, εξαντλεί όλη τη σκληρότητά του σε μια τυπική εργάτρια, μια γυναίκα που μόνο απειλή για την κοινωνία δεν μπορεί να αποκληθεί αλλά παρ’ όλα αυτά καταδικάστηκε με φυλάκιση δέκα ετών.
Η ιστορία είναι γνωστή: σύμφωνα με το κατηγορητήριο, μια 52χρονη καθαρίστρια φέρεται να έχει παρουσιάσει ψευδή στοιχεία αναφορικά με το επίπεδο της μόρφωσής της. Συγκεκριμένα, είχε παρουσιάσει πλαστό απολυτήριο δημοτικού προκειμένου να πιάσει δουλειά στο Δήμο Βόλου. Το «έγκλημά» της ήταν ότι είχε πάει μέχρι την Πέμπτη δημοτικού.
«Μα έκλεψε την δουλειά από κάποια άλλη», θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος. «Μα το γεγονός ότι οι πιο ισχυροί κάνουν πιο χοντρά πράγματα αλλά δεν τιμωρούνται ποτέ, είναι επιχείρημα για να υπάρχει ατιμωρησία εν γένει;», θα μπορούσε να διερωτηθεί κάποιος άλλος. Φυσικά και τα δυο αυτά επιχειρήματα έχουν βάση. Κάθε λογική που τα διέπει ωστόσο καταρρίπτεται τη στιγμή που γίνεται γνωστή η ποινή: δέκα διαολεμένα χρόνια για αυτή την παρανομία!
Μια γυναίκα που σε όλη της την ζωή δουλεύει ως καθαρίστρια, δεν πλουτίζει κάνοντας κάτι παράνομο, δεν ζει εις βάρος άλλων, δεν αποτελεί τον παραμικρό κίνδυνο για το κοινωνικό σύνολο. Η δυσαναλογία ανάμεσα στο παράπτωμά της και την ποινή που της επιβλήθηκε συγκροτεί έναν ατελείωτο παραλογισμό έτσι κι αλλιώς. Αλλά αυτός διογκώνεται σε υπέρμετρο βαθμό αν συγκριθεί με την ατιμωρησία για πολύ πιο βαριά αδικήματα όταν αυτά αφορούν πιο ευκατάστατους ανθρώπους.
Η καταδίκη με δέκα χρόνια της καθαρίστριας θυμίζει λίγο την υπόθεση του Γιάννη Αγιάννη, του ήρωα από τους «Άθλιους», που έζησε μια ζωή κυνηγημένος επειδή έκλεψε ένα κομμάτι ψωμί. Η διαφορά είναι ότι, παρά την δομική αδικία που διαπερνάει μια κοινωνία ταξικών διαχωρισμών, μπορούμε τουλάχιστον να λέμε πως σε σχέση με τον 19ο αιώνα, οπότε και εξελίσσονται οι «Άθλιοι», ο κόσμος είναι ένα πιο προοδευτικό μέρος.
Συνήθως, ο νόμος είναι διαμορφωμένος έτσι ώστε να μπορεί να κρίνει τα ίδια γεγονότα από διαφορετικές οπτικές γωνίες – κάπως έτσι μορφοποιείται και η τάση του να εξυπηρετεί την αδικία. Είτε λοιπόν αυτή η άδικη φυλάκιση είναι αποτέλεσμα ενός κακόψυχου δικαστήριου είτε αποτέλεσμα ενός άδικου νόμου. Είτε μιλάμε για την μια είτε για την άλλη περίπτωση, η κατάρριψη της φράσης «ότι είναι νόμιμο είναι και ηθικό» ποτέ δεν ήταν πιο πανηγυρική.
Η 52χρονη αυτή πρέπει να απελευθερωθεί. Όποιος, στο όνομα της τήρησης των νόμων, αρνείται κάτι τέτοιο, πρέπει άμεσα να επαναπροσδιορίσει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Εκτός και αν βρίσκεται εδώ κατά λάθος μέσω κάποιας χρονομηχανής και η πραγματική του εποχή είναι ο μεσαίωνας.