Δεν πρόλαβε να μπει ποτέ σε ενεργό υπηρεσία λόγω της έναρξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι όμως αρκετά γνωστό επειδή ήταν αδελφό πλοίο του θρυλικού Τιτανικού. Ο Βρεταννικός είχε την ίδια τραγική μοίρα με το πιο φημισμένο μέλος μιας γραμμής παραγωγής που αποδείχτηκε «καταραμένη».
Ήταν το τρίτο υπερωκεάνιο της κλάσης Olympic που χρησιμοποιούσε η εταιρία «White Star Line». Το πρώτο ήταν ο Ολυμπιακός (Olympic) και το δεύτερο ο Τιτανικός.
Το πλοίο καθελκύστηκε το Φεβρουάριο του 1914 και μετά την έκρηξη του Μεγάλου Πολέμου, επιτάχθηκε από το Βρετανικό Ναυαρχείο για να μετατραπεί εσπευσμένα σε πλωτό νοσοκομείο.
Χρησιμοποιήθηκε από το Βασιλικό Ναυτικό στη Μεσόγειο για την εκκένωση χιλιάδων τραυματιών από τα πολεμικά μέτωπα της Τουρκίας, των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής.
Η έκτη αποστολή του Βρεταννικού ήταν και η τελευταία του. Ενώ έπλεε σε ελληνικά χωρικά ύδατα, συγκεκριμένα, στο Στενό της Κέας με προορισμό το νοσοκομειακό σταθμό της Λήμνου, χτυπήθηκε από την τορπίλη του γερμανικού υποβρυχίου U-73.
Τα θύματα ήταν μόνο 30 και τα περισσότερα σκοτώθηκαν λόγω της πρόωρης καθέλκυσης των σωστικών λέμβων τους. Οι λόγοι είναι ότι μετά απ’ ότι συνέβη με τον Τιτανικό τα πλοία της εποχής ήταν κατάλληλα εξοπλισμένα, αλλά και ότι το ναυάγιο έγινε πολύ κοντά στην Κέα, καθιστώντας πιο εύκολη τη διάσωση των περίπου 1300 επιβατών.
Το ναυάγιο έμεινε ανεξερεύνητο έως το 1975, οπότε και η ανακάλυψη του αποτέλεσε τη μεγαλύτερη επιτυχία του Ζακ Ιβ Κουστό κατά την ερευνητική αποστολή του στο Αιγαίο.
Ο εμβληματικός Γάλλος ωκεανογράφος προσκλήθηκε επίσημα από τη ελληνική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην προσπάθεια «εξευρωπαϊσμού» και εξωστρέφειας της χώρας.
Θα ερχόταν για να καταγρέψει τον ελληνικό βυθό, να χαρτογραφήσει κάποια ιστορικά ναυάγια, αλλά και να κάνει έρευνες σχετικά με την ιστορία της… χαμένης Ατλαντίδας, με σκοπό τη δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ.
Η υποδοχή που του επιφυλάχθηκε από τον ΕΟΤ ήταν θερμή, ενώ το υπερσύγχρονο ωκεανογραφικό «Καλυψώ» και ο εξοπλισμός του προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση στους πολλούς Έλληνες δύτες – αρχαιολόγους, που συμμετείχαν στις εξερευνήσεις.
Ο Κουστό απέκλεισε την ύπαρξη της χαμένης Ατλαντίδας στην θαλάσσια περιοχή μεταξύ Σαντορίνης και Κρήτης, αλλά σε ότι αφορά τον Βρεταννικό προσκόμισε στοιχεία που, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς της Γερμανίας, αποδείκνυαν ότι εκείνη ήταν υπεύθυνη για τη βύθιση του πλωτού νοσοκομείου, κατά παράβαση των κανόνων του πολέμου.
Το ναυάγιο ανακαλύφθηκε σε βάθος 120 μέτρων και αποτέλεσε πρώτο θέμα στον διεθνή Τύπο της εποχής. Το έκανε πιο «εμπορικό» η επίσκεψη στην Ελλάδα μιας 80χρονης διασωθείσας, της Σέιλα ΜακΜπεθ Μίτσελ, που καταδύθηκε με το βαθυσκάφος στον βυθό και είδε την καμπίνα όπου διέμενε ως νεαρή νοσοκόμα.
Ο Κουστό συνέχισε τις έρευνες στις Κυκλάδες, στο νότιο Ιόνιο, στον Κορινθιακό και στην Κρήτη, όπου εντοπίστηκαν εφτά ναυάγια (!) στη νήσο Δία (Ντια), απέναντι από το Ηράκλειο. Αναγνωρίστηκε επίσης ένα σημαντικό βυζαντινό ναυάγιο του 10ου αιώνα φορτωμένο αμφορείς, ένα άλλο βυθισμένο πλοίο με αμφορείς του 1ου αιώνα π.Χ. και ένα Ενετικό στο οποίο διακρίνονταν κανόνια.
Στα ανοιχτά του Ηρακλείου εντοπίστηκαν επίσης τα υπολείμματα της «Λα Τερέζ», του γαλλικού πολεμικού πλοίου του Λουδοβίκου ΙΔ’, που ανατινάχτηκε κατά τις εχθροπραξίες με τους Τούρκους οι οποίοι πολιορκούσαν τον Χάνδακα το 1668.
Το Φθινόπωρο του 1976 η ερευνητική ομάδα του Κουστό έγινε η πρώτη που καταδύθηκε στο ναυάγιο των Αντικυθήρων, ύστερα από 75 χρόνια.
Η πρώτη επιχείρηση στο ναυάγιο από το οποίο προέκυψε ο περίφημος μηχανισμός των Αντικυθήρων, είχε γίνει το 1901, αλλά σταμάτησε εξαιτίας του θανάτου ενός δύτη και την παράλυση κάποιων άλλων.
Το βαθυσκάφος του Γάλλου και οι δύτες βρήκαν αρχαία αντικείμενα αλλά και νομίσματα της Περγάμου του 8ου π.Χ, από τα οποία οι αρχαιολόγοι συνέλεξαν πληροφορίες για τη χρονολόγηση του ναυαγίου της περιοχής. Μεταξύ αυτών ο γνωστός «έφηβος», που βρίσκεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Ήταν μερικά μόνο από τα αρχαία ευρήματα που ανέσυρε από το βυθό το πλήρωμα του «Καλυψώ». Οι δεκάδες αμφορείς και τα αγαλματίδια που μεταφέρθηκαν από τα νερά του Αιγαίου στους μουσειακούς χώρους βοήθησαν αρκετά στην κατανόηση της αρχαίας τέχνης, της καθημερινότητας και τους θαλάσσιους δρόμους που ακολουθούσαν τα εμπορικά πλοία.
Εν τέλει ο Ζακ Ιβ Κουστό μπορεί να μην ανακάλυψε την αρχαία Ατλαντίδα, αλλά είδε να ζωντανεύουν μπροστά του, αναδυμένες από τα βάθη της θάλασσας, τόσες διαφορετικές εποχές και πολιτισμοί, όσο σε καμία άλλη αποστολή του.