Μας είχε ανοίξει την όρεξη ο ίδιος: «Όταν ο κόσμος δει ολόκληρο το ντοκιμαντέρ θα νομίζει πως ήμουν αρ@##@!», είχε πει, και σε συνδυασμό με την παρατεταμένη στέρηση στ’ αθλητικά λόγω πανδημίας αδημονούσαμε για τις πέντε Κυριακές στις οποίες θα ξεδιπλωνόταν το, ήδη κλασικό, “The Last Dance”.
Αυτό ήταν, παιδιά: θα γινόταν. Ο Μάικλ για πρώτη φορά στην ζωή του- και κόντρα στα όσα έκανε κατά τη διάρκεια της καριέρας του, αλλά και μετά το τέλος αυτής- θα άφηνε το αλαβάστρινο και αψεγάδιαστο προσωπείο του να τσαλακωθεί περισσότερο κι από πουκάμισο φοιτητή που έχει βγει για τριήμερο κλάμπινγκ στην Θεσσαλονίκη και γύρισε ημιλιπόθυμος σπίτι του, θα βλέπαμε μέσα από την κλειδαρότρυπα όλες εκείνες τις σκοτεινές γωνιές τις οποίες τεχνηέντως έκρυβε ο Τζόρνταν (και το επιτελείο του) όλ’ αυτά τα χρόνια, θα μαθαίναμε πράγματα που ουδέποτε είχε το ευρύ κοινό την ευκαιρία να μάθει.
Όταν έπεσαν οι τίτλοι τέλους του 10ου επεισοδίου και ο «Τελευταίος Χορός» χάθηκε, παραμένοντας ολοζώντανος, στην τηλεοπτική λήθη, τα όνειρά μας έμοιαζαν με τη φανέλα των Μπουλς σε συνδυασμό μ’ ένα πασίγνωστο ελληνικό τραγούδι: μπορεί να ήταν κόκκινα και άσπρα, αλλά όταν πλύθηκαν με το που πατήθηκε το play, έγιναν ροζ.
Γιατί μπορεί, τυπικά, το ντοκιμαντέρ ν’ ασχολήθηκε με το (πασίγνωστο εκ των προτέρων) πρόβλημα του Τζόρνταν με τον τζόγο ή ν’ ανέφερε επιγραμματικά το πώς αντιμετώπιζε τους συμπαίκτες του (επίσης πασίγνωστο για όσους ασχολούνται υποτυπωδώς με το ΝΒΑ) ή να καταπιάστηκε με την «δύσκολη» υπόθεση της δολοφονίας του πατέρα του, όμως στην πραγματικότητα δεν έφερε- πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων- κάτι νέο στο τραπέζι (ούτε καν σ’ αυτά που αρέσκεται να δίνει το «παρών» ο MJ και να ποντάρει χιλιάδες δολάρια τη φορά).
Και, πάνω απ’ όλα, παρα τα όσα ευαγγελιζόταν πριν το εκκωφαντικό του ντεμπούτο στους δείκτες του ESPN και του Netflix, ασχολήθηκε όσο πιο επιφανειακά γινόταν με όλα τα θέματα που έκαναν «τζιζ» για τον GOAT.
Ο (αδιαμφισβήτητα κάκιστος, στα όρια του μπούλινγκ) τρόπος που φερόταν στους συμπαίκτες του δικαιολογείται με «θνησιμαίες», για την κοινή λογική, ατάκες του στιλ «Εντάξει, τι να κάνουμε, τα έχει αυτά ο πρωταθλητισμός. Δε γίνεται να κυριαρχήσεις αλλιώς…», ο εθισμός του στον τζόγο έχει ως εξήγηση το «Παιδιά, σοβαροί να είμαστε: τα τεράστια ποσά που έπαιζε ο Μάικλ ήταν σα να ποντάρουμε εμείς 10 δολάρια», ενώ το γεγονός πως έδινε στεγνά και κατέκρινε ορισμένους από τους πιο πιστούς υπασπιστές του (Πίπεν, Γκραντ), σχολιάζοντας αρνητικότατα κάθε επιλογή τους, είχε ως ελαφρυντικά το «Έλα μωρέ, έτσι είναι ο μεγάλος».
Ο Δημοσθένης το αναλύει ωραιότατα στο nerdthings.gr, απ’ όπου και κλέβουμε απροκάλυπτα το παρακάτω χωρίο χωρίς τύψεις: Κάθε ιδιορρυθμία του Τζόρνταν, κάθε αμφιλεγόμενο και κάθε κοινωνικά ανθυγιεινό χαρακτηριστικό του, κάθε τι που εν τέλει τσαλακώνει την εικόνα του, δικαιολογείται και εν τέλει σχετικοποιείται μέσα από την εξής αιτιολόγηση: «Για να γίνεις νούμερο 1 έτσι πρέπει να είσαι, σκληρός και αμείλικτος, πειθαρχημένος καριερίστας. Δεν γίνεται αλλιώς: ναι, μπορεί να χαρακτηρίσεις σκ@τάνθρωπο τον Τζόρνταν αλλά μόνο έτσι μπορεί να είναι ο καλύτερος των καλύτερων».
Η αναντίρρητη- αν βγάλουμε τα οπαδικά μας γυαλιά- αλήθεια είναι πως το “The Last Dance” δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια «επικαλυμμένη» αγιογραφία του Τζόρνταν: ο Μάικλ ήταν το 80% του ντοκιμαντέρ, οι δήθεν μπηχτές και τα καρφιά εναντίον του ήταν ακριβώς αυτό (δήθεν) και τίποτα παραπάνω, η ηρωοποίησή του (που, δεδομένου του μπασκετικού του μεγαλείου, είναι εν μέρει επιβεβλημένη) τρύπησε το ταβάνι της στοιχειώδους αντικειμενικότητας και άφησε τους πάντες σε δεύτερο πλάνο.
Το απόλυτο νο2 όλων των εποχών που ξελάσπωσε άπειρες φορές τον ίδιο τον AIR- ο Σκότι Πίπεν, ο βασιλιάς της στωικότητας (Σκοτικότητας, θα μπορούσε να πει κάποιος καμένος, αλλά δεν είμαστε τέτοιοι…)- παρουσιάστηκε σχεδόν σαν ακόμα ένας παίκτης της σειράς, με συνεχείς αναφορές στις κακές στιγμές του: ο «Πιπ» ήταν ο «εγωιστής» (σύμφωνα με τα λόγια του Μάικλ) που δεν έκανε εγκαίρως επέμβαση στο πόδι του πριν την έναρξη της σεζόν 1997-1998, αυτός που κατακρίθηκε για το γεγονός πως είχε ημικρανίες στη σειρά με τους Πίστονς το 1990 και τα έκανε μαντάρα στο κρίσιμο ματς, εκείνος που αρνήθηκε να μπει στο παρκέ στα διαβόητα 1.8 δεύτερα πριν το τέλος ενός παιχνιδιού playoffs κόντρα στους Νικς, όταν και πέτυχε το κινητήριο καλάθι ο Κούκοτς. Αν δεν υπήρχε η ηρωική του εμφάνιση στο 6ο ματς των τελικών του 1998 κόντρα στους Τζαζ με τσακισμένη πλάτη, ο Σκότι θα μπορούσε να είναι κάτι σαν η ινδιάνικη εκδοχή του Βελζεβούλ.
Ο Χόρας Γκραντ κατηγορείται- χωρίς κανένα απολύτως στοιχείο, όπως έχει γίνει και στο παρελθόν- ως ο ρουφιάνος του Σαμ Σμιθ για την συγγραφή του “The Jordan Rules” (του βιβλίου, δηλαδή, που πράγματι φέρθηκε σκληρά στον Τζόρνταν, έστω κι αν σε πολλά σημεία κιτρίνιζε) και μπήκε στο μάτι του αρχηγού των Μπουλς.
Το παράλογο της ιστορίας εδώ είναι πως ο ίδιος ο Μάικ στην αρχή του ντοκιμαντέρ λέει πως στην πρώτη του χρονιά έμπαινε στ’ αποδυτήρια ή στο ξενοδοχείο και έβλεπε όλους τους συμπαίκτες του να πίνουν μπίρες, να καπνίζουν, να πηγαίνουν με ιερόδουλες, να κάνουν ναρκωτικά και ούτω καθεξής- το οποίο το λες και… κάρφωμα (όχι από τη βολή).
Το εξόφθαλμο φάουλ του (εθιστικού, όσο κι αν παρουσίαζε γνωστά γεγονότα) “The Last Dance” ήταν πως για χάρη του MJ έκανε στην άκρη τους πάντες: τα φώτα έπεσαν στο φωτεινό πρόσωπο του απόλυτου πρωταγωνιστή, οι ιστορίες παρουσιάστηκαν με τον πιο αβανταδόρικο τρόπο υπέρ του MJ, την στιγμή που όλοι οι άλλοι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από θολές εικόνες στο βάθος.
Ο Φιλ Τζάκσον- ο προπονητής των 11 τίτλων και των ακόμα 2 σαν παίκτης- πρέπει να μίλησε σκάρτα 10-15 λεπτά σε 10 επεισόδια. Τα αρνητικά του Πίπεν σχολιάστηκαν εκτενώς, την στιγμή που τα απειράριθμα θετικά του πέρασαν σχεδόν στο ντούκου, ο Γκραντ ήταν ο ρουφιάνος, ο Πάξον (το σουτ του οποίου χάρισε ένα δαχτυλίδι στην ομάδα) είπε 6 κουβέντες και αν, ο Κούκοτς εμφανίστηκε μετά από 5 γεμάτα επεισόδια, ο Κερ πήρε ένα κλικ παραπάνω προβολής λόγω της «αποκρουστικής» σύνδεσης με τον θάνατο του πατέρα του Τζόρνταν (σκοτώθηκε και ο δικός του), ενώ ο μόνος που είχε σαφή προβολή ήταν ο Ρόντμαν, αλλά κι αυτός κυρίως εξαιτίας των εξωαγωνιστικών του κατορθωμάτων (και του υπέροχου μπούστου της Κάρμεν Ελέκτρα- εύγε Ντένις).
Εν ολίγοις, ναι, το “The Last Dance” ήταν μια αρκετά ικανοποιητική προσπάθεια από πλευράς του ESPN, όμως το να θεωρηθεί πως αυτό το 10ωρο έπος ήταν το δημιούργημα που «ξεσκέπασε» τον GOAT είναι πιο ανακριβής τοποθέτηση κι από το «Κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα τα έβαλε με τους Χιλιανούς».
Λογικό: ο Τζόρνταν είναι το νο1 αθλητικό φαινόμενο όλων των εποχών και το ν’ αγγίξει κανείς την αψεγάδιαστη εικόνα του αποτελεί αμάρτημα που τιμωρείται με λεκτικό λιθοβολισμό- το έχουμε διαπιστώσει πολλάκις και εμείς. Άλλωστε, το τελικό ΟΚ για την προβολή του «Τελευταίου Χορού» τον είχε ο ίδιος ο MJ, επομένως θα ‘ταν παράλογο να έβγαινε κάτι που θα έπληττε ανεπανόρθωτα την εικόνα του.
Ο Μάικλ είναι για πάρα πολύ κόσμο ένας επίγειος Θεός.
Πώς στο καλό, λοιπόν, να μη δούμε (ακόμα) μία αγιογραφία του;