Περίπου ένα χρόνο μετά την έναρξη της πανδημίας κι ενώ τα διαθέσιμα εμβόλια ανά τον πλανήτη ήταν ήδη πέντε (και αναμενόταν αυτό της Johnson & Johnson), ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας φαρμακοβιομηχανίας έβγαινε εκτός κούρσας παραγωγής εμβολίου για τον κορωνοϊό.
Τον Γενάρη του 2021 η Merck & Co ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει τις προσπάθειες, ομολογώντας την παταγώδη αποτυχία του σκευάσματός της στις κλινικές δοκιμές. Τα πειραματικά V590 και v591 είχαν δημιουργήσει σημαντικά λιγότερα αντισώματα «εξουδετέρωσης» του ιού, ενώ πέτυχαν και χαμηλότερη ανοσοαπόκριση σε σχέση με εκείνη ανθρώπων που μολύνθηκαν με φυσικό τρόπο από τον ιό.
Ωστόσο η Merck δεν εγκατέλειψε και την προσπάθεια ανάπτυξης της δικής της «εκδοχής» για την καταπολέμηση της covid-19. Ουσιαστικά εκείνη την ημέρα αποφάσισε να ρίξει αποκλειστικά το βάρος στην ανακάλυψη της θεραπείας του ιού. Κάπως έτσι, έγινε η πρώτη εταιρία στον κόσμο που εκτόξευσε τις μετοχές της με ένα αντιικό χάπι.
Ως γνωστόν, το φάρμακο με τη δραστική ουσία μολνοπιραβίρη έδειξε στις κλινικές μελέτες, που δημοσιεύτηκαν την περασμένη Παρασκευή (01/10) περιορισμό στο ήμισυ του κινδύνου νοσηλείας ή θανάτου όταν χορηγείται εγκαίρως σε άτομα υψηλού κινδύνου.
Τα αποτελέσματα της κλινικής δοκιμής είναι προκαταρκτικά μεν, εντυπωσιακά δε. Τα άτομα με «νωπά» συμπτώματα Covid-19 τα οποία έλαβαν τα χάπια για πέντε ημέρες είχαν περίπου τις μισές πιθανότητες από εκείνους που έλαβαν εικονικό φάρμακο (placebo) να νοσηλευτούν ή και να χάσουν τη ζωή τους.
Η διαφορά ήταν τόσο μεγάλη μεταξύ των δυο κατηγοριών που οι «διαιτητικοί φορείς» των δοκιμών, οι ανεξάρτητοι δηλαδή παρατηρητές έδωσαν πρόωρο τέλος στη μελέτη. Στόχος του χαπιού, που ανέπτυξαν από κοινού η Merck και η Ridgeback Βiotherapeutics, είναι η παρεμπόδιση της αναπαραγωγής του ιού. Η θεραπεία αποτελείται από τέσσερις κάψουλες δύο φορές την ημέρα επί πέντε μέρες.
Πολλοί άνθρωποι είναι εξοικειωμένοι με αντιιικά χάπια που αντιμετωπίζουν λοιμώξεις από γρίπη. Το Molnupiravir φαίνεται να λειτουργεί πολύ καλύτερα από αυτά. Για παράδειγμα το Tamiflu και το Xofluza για να είναι αποτελεσματικά πρέπει να ληφθούν εντός δύο ημερών από την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Το χάπι κατά της Covid-19 μπορεί να ληφθεί εντός πέντε ημερών από την εμφάνιση συμπτωματων και φαίνεται να ανακόπτει την πορεία του ιού τόσο ώστε να κρατά ένα σημαντικό ποσοστό ατόμων που θα κινδύνευαν, ζωντανά και εκτός νοσοκομείου.
Ένα ακόμη πλεονέκτημα του χαπιού είναι το πολύ χαμηλότερο κόστος σε σχέση με τα εμβόλια και τις θεραπείες με μονοκλωνικά αντισώματα. Το μοναδικό ψεγάδι της όλης ιστορίας είναι η παραγωγική ικανότητα. Η Merck ανακοίνωσε ότι αναμένει να παράγει 10 εκατομμύρια δόσεις της θεραπείας (40 χάπια ανά ασθενή) έως το τέλος του 2021, τα οποία δεν φτάνουν βέβαια ούτε για μια μεγάλη αμερικανική πόλη.
Οι κατασκευαστές φαρμάκων παράγουν δεκάδες δισεκατομμύρια συνταγογραφούμενα χάπια ετησίως, τα περισσότερα από τα οποία είναι φθηνά γενόσημα. Για να λυθεί το πρόβλημα της περιορισμένης παραγωγής, θα πρέπει οι πλούσιες χώρες και οι οργανώσεις δημόσιας υγείας παγκοσμίως να χρηματοδοτήσουν άμεσα την παραγωγή και να τη διασπείρουν σε παγκόσμια κλίμακα, προλαμβάνοντας προβλήματα συμφόρησης και διασφαλίζοντας ότι τα χάπια θα διανεμηθούν ευρέως.
Κομβικές θα είναι οι επενδύσεις σε μονάδες οι οποίες θα παράγουν απαραίτητες πρόδρομες ουσίες και συστατικά για το φάρμακο της Merck. Η συμφωνία του περασμένου Απριλίου για την παραχώρηση της πατέντας σε κατασκευαστές γενοσήμων στην Ινδία αποτελεί ένα πρώτο μεγάλο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Ακόμα κι έτσι όμως το Molnupiravir δεν είναι δυνατόν από μόνο του να «ανακουφίσει» σε σύντομο χρονικό διάστημα τον πλανήτη. Αν υπάρξουν «ενισχύσεις» όμως; Δύο ακόμη απόπειρες βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη και θα μπορούσαν να αποδειχτούν σωτήρια συμπληρωματικές για πολύ κόσμο.
Στους επόμενους μήνες αναμένονται και οι τελικές μελέτες για δύο ακόμη αντιικά χάπια που έχουν αναπτύξει αφενός η Pfizer, αφετέρου οι Atea Pharmaceuticals και Roche.