Είναι κάτι σαν σύγχρονο παιχνίδι του κρυμμένου θησαυρού. Στην αρχή πηγαίνεις χαλαρός γιατί είσαι σχεδόν σίγουρος ότι έχεις αφήσει το χι πράγμα (αν δε σας αρέσει το συγκεκριμένο γράμμα μπορείτε κάλλιστα να το αντικαταστήσετε με άλλο- πχ «…σίγουρος ότι έχεις αφήσει το ύψιλον πράγμα») πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού.
Όταν βλέπεις, όμως, ότι δεν είναι εκεί, αρχίζουν σιγά- σιγά οι παλμοί σου ν’ ανεβαίνουν, μέχρι που κάνουν νέο ατομικό ρεκόρ, μόλις διαπιστώνεις ότι αυτό που ψάχνεις δεν είναι ούτε στα συρτάρια του σκρίνιου, ούτε στην κουζίνα, ούτε στην ντουλάπα- δεν είναι, εν ολίγοις, πουθενά.
Φαίνεται στο βλέμμα σου: είσαι έτοιμος να κάνεις φονικό και, μάλιστα, από αυτά που μένουν στην ιστορία («Δεν ξέρουμε τι τον έπιασε, φαινόταν καλό παιδί. Δεν είχε δώσει ποτέ δικαιώματα»). Τουλάχιστον, πριν αιματοκυλήσεις τον πλανήτη, ας δούμε ποια είναι αυτά τα 5 πράγματα που παρόλο αν και βρίσκονται μπροστά στα μάτια σου, τα χάνεις πάντα.
Ή, ακριβέστερα, τα χάνουμε όλοι μας πάντα:
1) Τηλεκοντρόλ
Επαναστατούν οι ίδιοι σου οι αμφιβληστροειδείς: για κάποιο ανεξήγητο λόγο έχει κολλήσει η τηλεόραση στην εκπομπή του Φουρθιώτη και ψάχνεις απεγνωσμένα το τηλεκοντρόλ προκειμένου ν’ απαλλαγείς από το υαλουρόν.
Τσεκάρεις στο τραπεζάκι δίπλα σου- δεν είναι εκεί. Α, ναι ρε- είναι δίπλα στην τηλεόραση, ξέχασες που το άφησες; Κάνεις τον άθλο να σηκωθείς, αλλά ποτέ και για κανέναν λόγο δεν το βρίσκεις.
Αυτή το πήρε- σίγουρα πράγματα. Πάλι θα έκανε δουλειές και θα το ‘χει βάλει σ’ ένα απίθανο μέρος. Στην παπουτσοθήκη, για παράδειγμα.
Τη φωνάζεις και με ύφος χιλίων καρδιναλίων (έτοιμοι να «εκραγούν» και οι χίλιοι) τη ρωτάς πού στο καλό είναι πάλι το ρημάδι το τηλεκοντρόλ.
«Εκεί, ανάμεσα στα πόδια σου», απαντάει και διαπιστώνεις πως όλη αυτή την ώρα ήταν στον καναπέ που ξάπλωνες.
Αρχίζεις εντατικά μαθήματα για το πώς να καταπιείς καλύτερα τη γλώσσα σου.
2) Κλειδιά
Στην πόρτα. Έτοιμος να φύγεις, αλλά πρέπει να κλειδώσεις το σπίτι κιόλας. Στο σκρίνιο δεν τα βρίσκεις, στο κομοδίνο ούτε, στο νεροχύτη (παλιά, μεθυσμένη ιστορία) πάλι όχι. Ως δια μαγείας, τα καταραμένα τα κλειδιά εξαφανίστηκαν κι εσύ είσαι έτοιμος να γίνεις αρσενική Μήδεια σκοτώνοντας τους πάντες (είναι, υπό μία έννοια, όλοι τους παιδιά σου, καθώς οι φίλοι σου πολλές φορές σε φωνάζουν «Θεούλη»).
Όμως για μια στιγμή: τι είναι αυτό που φουσκώνει στο παντελόνι σου- δεν είδες καμία γκόμενα για να «χαρείς».
Όχι ρε φίλε, είναι τα κλειδιά.
Βρέθηκαν, τα γα-Μήδεια.
3) Ο φορτιστής του κινητού
Όχι- όχι αυτή η εικόνα στην οθόνη: κόκκινο σηματάκι εκεί που βρίσκεται το εικονίδιο της μπαταρίας. Ξεμένεις πάλι, όμως τώρα είναι επιτακτική ανάγκη να βρεις άμεσα το φορτιστή: έχεις στείλει inbox στο Μαράκι πως είναι «παύλα» (με το κάπα κεφαλαίο) κι αυτή έστειλε πρώτα 3 φατσούλες έκπληξης- άσε τα σάπια, Μαράκι: σου άρεσε- και τώρα πληκτρολογεί, όμως…
Όμως η οθόνη σου γίνεται μαύρη. Το κινητό έκλεισε. Αρχίζεις να ψάχνεις τον φορτιστή με τη μανία που έψαχνε νέο δρόμο για τις Ινδίες ο Κολόμβος. Αυτός, τουλάχιστον, έστω και από τύχη ανακάλυψε την Αμερική, ενώ εσύ δεν μπορείς με τίποτα ν’ ανακαλύψεις το μαύρο μαραφέτι.
Κάνεις άνω- κάτω το σπίτι σκεπτόμενος το Μαράκι, όμως τζίφος. Τη στιγμή, ωστόσο, που είσαι έτοιμος να κρεμαστείς (τι να την κάνεις τη ζωή άνευ Μαρακίου;), διαπιστώνεις πως ο φορτιστής είναι στην πρίζα του σαλονιού- στο σημείο, δηλαδή, που (κακώς) τον αφήνεις από την εποχή του χαλκού και μετά.
“LOL”, έχει απαντήσει, τελικά, το Μαράκι.
Δε σε χάλασε.
4) Το κινητό
Έχεις φάει τον τόπο για να το βρεις και, βγάζει μάτι, σου ’χει κάτσει βαρύς: το σπίτι σου, το κέρατό σου, το φελέκι σου, το αιδοίο μιας κάποιας Χάιδως, το στανιό, το ξεσταύρι σου- όλα έχουν παρελάσει από το στόμα σου μετά το αρχικό «γ@μώ».
Εν μέρει, είσαι δικαιολογημένος: ξέρεις ότι κάπου μέσα στο σπίτι υπάρχει το κινητό σου, αλλά δεν μπορείς να βρεις το που.
«Έλα ρε μάνα», λες στη μητέρα σου, «πρέπει να σε κλείσω. Έχω δουλειά».
Έπειτα, κλείνεις το κινητό σου, ρε αστείε.
Πόσο χαζός αισθάνεσαι τώρα;
(Ιστορία βασισμένη σε αληθινά γεγονότα: το ’χει πάθει ένας φίλος μας από το χωριό- δεν τον ξέρετε- και σε καμία περίπτωση εμείς. Όχι, όχι εμείς. Ποτέ εμείς. Για κανέναν λόγο εμείς.
Εντάξει, εμείς).
5) Γυαλιά
Αναθεματίζεις την ώρα και τη στιγμή που δεν είσαι το αποτέλεσμα της «πρόσμιξης» ενός θηλυκού γερακιού μ’ έναν αρσενικό αετό, προκειμένου να μη χρειάζεσαι αυτά τα ρημάδια τα γυαλιά σου για να βλέπεις πέρα από τη μύτη σου (κι αυτή ελαφρώς θολή).
Γιατί αυτή τη στιγμή- δηλαδή εδώ και 20 λεπτά- παίζεις και πάλι το καθημερινό παιχνίδι του «ψάξε- ψάξε, δε θα το βρεις». Τσεκάρεις το ρολόι σου, αλλά το μόνο που βλέπεις είναι κάτι ασαφείς δείκτες- που να πάρει, θ’ αργήσεις στο ραντεβού σου.
Κάνεις μια απέλπιδα προσπάθεια στο συρτάρι που βάζεις τις κάλτσες σου (ποτέ δεν ξέρεις…) κι έπειτα ουρλιάζεις «Γυναίκαααααα!» και η γυναίκα έρχεται τρέχοντας, νομίζοντας πως έχεις πάθει παρατεταμένο εγκεφαλικό.
«Τι έγινε χριστιανέ μου;», ρωτάει έντρομη.
«Είδες πουθενά τα γυαλιά μου;», γαυγίζεις σχεδόν.
Δε σου απαντάει, απλά σε πλησιάζει και κατεβάζει στο ύψος των ματιών σου αυτό που προεξέχει στο πάνω μέρος του κεφαλιού σου.
Αίφνης, ο κόσμος γίνεται και πάλι καθαρός. Αντιλαμβάνεσαι τι συνέβη μόλις τώρα, έτσι;
Η γυναίκα σου, σού έβαλε τα γυαλιά.