Με λυπημένο τέλος: Το παραμυθένιο κάστρο της Μεσσηνίας που μαραζώνει εγκαταλειμμένο

«Που γλυκά μας έλεγε η γιαγιά μας…»

Αν δεν ξέρεις και ξαφνικά ξεπροβάλλει μπροστά σου ως βρίσκεσαι σε κείνα τα μέρη, δεν μπορεί, θα τσιμπηθείς μια φορά (ίσως και δύο…) για να βεβαιωθείς πως δεν κοιμάσαι. Δεν είναι κάτι που περιμένεις να δεις. Όχι εκεί τουλάχιστον – στην περιοχή της Αργίλης στη Μεσσηνία. Ποιος είπε όμως πως τα οράματα, τα όνειρα αν προτιμάτε, έχουν πατρίδα, γεωγραφικούς περιορισμούς;

Το κάστρο αυτό, που υψώνεται στο νοτιοδυτικό κομμάτι της Πελοποννήσου, είναι βγαλμένο από τον κόσμο των παραμυθιών. Χωρίς να ανήκει σε κάποιο θεματικό πάρκο ή χώρο αναψυχής. Στέκει εκεί, παράταιρα γοητευτικό. Αταίριαστο αλλά και… ταιριαστό με ένα τόσο δικό του τρόπο.

Ισορροπεί ανάμεσα στο εντυπωσιακό και στο κιτς, το πώς θα το προσεγγίσει κανείς είναι πραγματικά υποκειμενικό. Όταν χτίστηκε πάντως, στα 60s, η ζυγαριά έγειρε ξεκάθαρα προς το αρνητικό. Θεωρήθηκε κακόγουστο και χωρίς ειρμό – επειδή έπιανε τα πάντα από θεματικές, ελληνική μυθολογία, επανάσταση του 21’, δυτικοευρωπαϊκά παραμύθια.

Όμως αυτός ήταν ακριβώς ο σκοπός του δημιουργού του. Του γιατρού Χαράλαμπου Φουρναράκη (ή αλλιώς Χάρρυ Φουρνιέ). Ένας εκκεντρικός άνθρωπος που έφτιαξε και… πύργο του Άιφελ στον τόπο καταγωγής του, τα Φιλιατρά, καθώς και μια μαρμάρινη υδρόγειο σφαίρα λίγα μέτρα από την κεντρική πλατεία.

Ο Φουρναράκης θέλησε να ζωντανέψει τον παραμυθένιο κόσμο των μικρών παιδιών. Πυργίσκοι, καταπακτές, θόλοι, κρεμαστές πόρτες, πριγκίπισσες, ιππότες, ζωγραφιές αρχαίων Ελλήνων Θεών, ένας Δούρειος Ίππος (που λειτουργούσε ως βιβλιοθήκη)… Οτιδήποτε το μεράκι του γέννησε, υπάρχουν ακόμα εκεί, μάρτυρες μιας ζωηρότατης φαντασίας κι ενός ασίγαστου πάθους για το διαφορετικό.

«Θυμίζει σ’ όλους μας έτσι με τη θωριά του τα παραμύθια που γλυκά μας έλεγε η γιαγιά μας…», αναγράφεται σε μια μαρμάρινη επιγραφή στο κτήριο. Μια πρόταση που συμπυκνώνει το νόημα της ύπαρξης αυτού του κάστρου των Παραμυθιών σε αυτή την παραθαλάσσια γωνιά της Μεσσηνίας.

Τι τον έκανε άραγε να αποτολμήσει κάτι τόσο μεγαλεπήβολο; Ιδού πώς το εξηγούσε ο ίδιος ο Χαράλαμπος Φουρναράκηςσε ένα βιβλίο που έγραψε ακριβώς γι’ αυτό το λόγο («Πώς και γιατί έφτιαξα το κάστρο των παραμυθιών στον Αγρίλη»). Το σκεπτικό του αν μη τι άλλο άκρως ενδιαφέρον. Και νοσταλγικό.

«Στον τόπο μας έζησαν οι Ιππότες και χιλιάδες Έλληνες μαζί τους επί 250 χρόνια. Η Κυπαρισσία έχει ακόμη το Κάστρο της που διαλαλεί στον κόσμο το ιστορικό αυτό γεγονός. Γιατί να μη δείξουμε κι εμείς ιστορικά, μέσα σε ένα παλάτι με τους ψηλούς του πύργους, πώς ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι; Κι αν φτιάξουμε ένα Κάστρο που να ‘χει και λίγο παραμύθι μέσα του δεν θα ήταν ακόμα καλύτερα;

Ο Disney στην Αμερική έχτισε ένα τέτοιο κάστρο σε δύο περιοχές και το έμαθε όλος ο κόσμος. Το ίδιο έγινε και στο Τόκυο. Γιατί όχι και στον Αγρίλη; Στον τόπο των ονείρων μου; Στον τόπο που η γιαγιά μου μού έλεγε τα παραμύθια με βασιλιάδες και βασιλοπούλες; Και ο καιρός ήρθε. Ξύπνησε μέσα μου το παιδί. Γιατί όλοι μας, και στα γηρατειά μας ακόμη, κρύβουμε μέσα μας ένα παιδάκι, όπως το βεβαιώνουν σήμερα όλοι οι ψυχολόγοι. Ξύπνησε το παιδάκι, λοιπόν.

Και το αποτέλεσμα ήταν να χτισθεί το Κάστρο των παραμυθιών. Ο Αλφρέ ντε Βινύ γράφει πως “επιτυχημένη και ζηλευτή ζωή μπορεί να πει πως έχει ζήσει ο άνθρωπος εκείνος, όταν μπορέσει τα ωραία του παιδικά όνειρα να τα πραγματοποιήσει αργότερα, στα χρόνια της ώριμης ηλικίας του”. Με ένα λόγο, όταν μπορέσει κανείς να πραγματοποιήσει ό,τι ονειρεύτηκε μικρός.

Το κάστρο λοιπόν και το άλογο του Ποσειδώνα και τα τόσα άλλα πράγματα έγιναν γιατί το ατραυμάτιστο παιδί, ο Μπάμπης Φουρναράκης, που δούλεψε στα ξένα (σημ. στο Παρίσι και το Σικάγο) πενήντα ολόκληρα σκληρά και ακατάπαυστα χρόνια, που ούτε Χριστούγεννα ούτε Πάσχα έπαψε να εργάζεται και δεν του έφυγε ούτε μία στιγμή από αδιαφορία ή οκνηρία, που έδειξε ζήλο στη δουλειά του και κέρδισε χρήματα στην πλούσια και παρεξηγημένη εκείνη χώρα που λέγεται Αμερική, βρήκε την ώρα να τα χρησιμοποιήσει για να χτίσει Βιβλιοθήκη και Θέατρο και Γήινη σφαίρα και Άιφελ και Κάστρο και Μουσείο…».

Flash forward στο «σήμερα» και κοιτώντας πιο προσεκτικά, δεν μπορεί παρά να σε πιάσει μια κάποια μελαγχολία. Όχι απαραίτητα επειδή είσαι μεγάλος και αναπολείς την παιδική σου ηλικία – αν και κάτι τέτοιο θα ήταν απολύτως κατανοητό. Αλλά επειδή το κάστρο μαραζώνει. Έχει αφεθεί στην τύχη του, κανείς δεν ενδιαφέρεται να το συντηρήσει, πόσο μάλλον να το αναδείξει.

Στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκε για θεατρικές παραστάσεις, λειτούργησε επίσης σαν μουσείο, χώρος αναψυχής και ξενοδοχείο. Ωστόσο τώρα βασιλεύει η σιωπή ή αν ανοίξεις την καρδιά σου και θες να ακούσεις, η ηχώ από παιδικές φωνές και ένα όνειρο που έχει αφεθεί να αργοσβήσει.

Οι πόρτες είναι κλειδωμένες και έτσι δεν μπορεί κάποιος να δει τι κατάσταση επικρατεί στο εσωτερικό. Κρίνοντας από κάποιους βανδαλισμούς που έχουν γίνει στον εξωτερικό χώρο του κάστρου, πάλι καλά. Κάτι προστατεύεται, κάτι περισώζεται. Το θέμα είναι ως πότε;

 

TAGS: