Η σύστασή του έμεινε για πάντα μυστική: Το θανατηφόρο υπερόπλο που κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να αντιγράψει

Ανίκητο και με μία φόρμουλα που παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα άλυτα μυστήρια της στρατιωτικής ιστορίας.

Πολλά όπλα, πολεμικές μηχανές και στρατιωτικές τεχνολογικές εφευρέσεις έπαιξαν ρόλο στην ισχυροποίηση των αυτοκρατοριών της αρχαιότητας και αργότερα του μεσαίωνα. Λίγα όμως από αυτά τα όπλα είχαν την καθοριστική επίδραση στην έκβαση μίας μάχης όπως είχε το βυζαντινό υγρό πυρ.

Το υγρόν πυρ γνωστό στη βιβλιογραφία και με τα ονόματα πυρ θαλάσσιον, μηδικόν πυρ, πολεμικόν πυρ, πυρ λαμπρόν, πυρ ρωμαϊκόν ή πυρ σκευαστόν, ενώ στους Δυτικούς παρέμεινε με τον όρο ελληνικόν πυρ (αγγλ. Greek fire) ήταν ένα από τα ισχυρότερα εμπρηστικά όπλα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που χρησιμοποιούνταν κυρίως για αμυντικούς σκοπούς.

Σύμφωνα με την αφήγηση του χρονογράφου Θεοφάνη του Ομολογητή, το υγρόν πυρ εφευρέθηκε περί το 672 μ.Χ., από έναν μηχανικό από την Ηλιόπολη της Συρίας ονόματι Καλλίνικο.

Το υγρό πυρ εκτοξευόταν με ειδικά σκεύη, από καταπέλτες, αλλά κυρίως από πεπιεσμένους σίφωνες που περιείχαν την εύφλεκτη ουσία πάνω σε πλοία ή εχθρικά στρατιωτικά σύνολα. Η ιδιότητα που το έκανε ιδιαίτερα φονικό ήταν η ικανότητά του να καίει ακόμα και στο νερό, καθώς η σύνθεσή του φαινόταν να συνεχίζει να καίει ακόμα και κάτω υπό υγρές συνθήκες. Η εκτόξευση του υγρού πυρός συνοδευόταν από πολύ θόρυβο («βροντή») και έντονο καπνό.

Το ανίκητο αυτό όπλο της βυζαντινής αυτοκρατορίας παίζει σημαντικό ρόλο στην ιστορία του Βυζαντίου και θεωρείται μια από τις πρώτες πετρέλαιο-βασισμένες πυροτεχνίες που χρησιμοποιήθηκαν στον πόλεμο.

Ο ρόλος του υγρού πυρ στην απόκρουση των αραβικών πολιορκιών της Κωνσταντινούπολης, και σε αρκετές ναυτικές συμπλοκές με τους Άραβες, ήταν πολύ σημαντικός. Μάλιστα η σημασία του υγρού πυρός κατά τον αγώνα του Βυζαντίου με τους Άραβες οδήγησε στη δημιουργία ενός μύθου που του απέδιδε θεϊκή προέλευση.

Χειροβομβίδες που γεμίζονταν με υγρόν πυρ. Φρούριο των Χανίων, 10ος και 12ος αι

Η σύνθεση του περιβαλλόταν από άκρα μυστικότητα για αιώνες και παρέμενε πολύ αποτελεσματική για όσα χρόνια χρησιμοποιούνταν. Περιβαλλόταν με άκρα μυστικότητα, με αποτέλεσμα ακόμα και σήμερα να παραμένει ένα μυστήριο καθώς η συγκεκριμένη σύνθεση δεν έχει καταγραφεί αναλυτικά. Οι πηγές του μεσαιωνικού χρόνου δεν παρέχουν λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τη σύνθεση του υγρού πυρός, καθώς πολλές λεπτομέρειες φυλάχθηκαν ως μυστικά και δεν καταγράφηκαν.

Ό,τι γνωρίζουμε είναι ότι το υγρό πυρ ήταν εξαιρετικά φλογοβόλο, εύφλεκτο, και είχε τη δυνατότητα να καίει ακόμη και στο νερό. Υπάρχουν θεωρίες που προτείνουν διάφορα συστατικά όπως πετρέλαιο, ρητίνη, υδραργύριο, ασβέστη, ή ακόμη και κερί. Ωστόσο, η πραγματική σύνθεση παραμένει ένα από τα μεγάλα μυστήρια της ιστορίας, καθώς δεν έχει καταγραφεί διασωθεί με σαφήνεια στα χρονικά έγγραφα. Εικάζεται ότι ήταν γνωστό μόνο στην οικογένεια του Καλλίνικου και στους βυζαντινούς αυτοκράτορες και μεταφερόταν σε αυτούς μόνο από γενιά σε γενιά.

Υπάρχει η θεωρία ότι ο μηχανικός Καλλίνικος είχε ανακαλύψει το φωσφορούχο ασβέστιο, το οποίο όταν έλθει σε επαφή με νερό παράγει την εξαιρετικά εύφλεκτη φωσφίνη, η οποία αναφλέγεται αυτόματα. Όμως το υγρό πυρ αναφλεγόταν και εκτός νερού καθώς η χρήση του από τους Βυζαντινούς γινόταν και σε πολιορκητικούς κριούς στη στεριά αλλά και απευθείας πάνω στα σώματα των εχθρών τους, αφού κολλούσε πάνω τους και δεν έβγαινε με τίποτα.

Το βυζαντινό υγρόν πυρ δεν πρέπει να συγχέεται με παρόμοιες εμπρηστικές ουσίες που χρησιμοποίησαν οι Άραβες και άλλα κράτη. Οι εχθροί αυτοί του Βυζαντίου προσπάθησαν να αντιγράψουν τη σύνθεσή του όμως ακόμα και όταν έπεφτε στα χέρια τους δεν μπορούσαν να ανασυνθέσουν τα συστατικά του. Δημιουργούσαν ένα άλλο μείγμα, μικρότερης σφοδρότητας και δυναμική που στη διεθνή βιβλιογραφία μαζί με το υγρό πυρ συνήθως αναφέρονται συλλογικά ως «ελληνικόν πυρ». Στους Άραβες, τους Βούλγαρους και τους Ρώσους η σύνθεση ήταν γνωστή ως «Ρωμαϊκή φωτιά».