Κάθε πέρσι και καλύτερα. Αυτό είναι το «πόρισμα» από τη συμμετοχή της Ελλάδας στο διεθνή διαγωνισμό PISA, στην τελευταία «έκδοση» του οποίου κατέλαβε την διόλου τιμητική 44η θέση (μεταξύ 81 χωρών), έχοντας σημειώσει για άλλη μία φορά σημαντική πτώση στη βαθμολογία.
Το πρόγραμμα διεθνούς αξιολόγησης μαθητών PISA (Programme for International Student Assessment) είναι ένας διαγωνισμός, που διοργανώνει ο ΟΟΣΑ κάθε τρία χρόνια. Εξαιτίας της πανδημίας, ο τελευταίος πραγματοποιήθηκε το 2022 (αντί το 2021) και τα αποτελέσματα ανακοινώθηκαν στις αρχές Δεκεμβρίου. Συμμετείχαν 690.000 παιδιά ηλικίας 15 ετών από τις 38 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ και 43 επιπλέον χώρες. Οι συμμετέχοντες αξιολογούνται σε τρεις δεξιότητες: στην κατανόηση κειμένου, στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες. Αυτά που εξετάζονται μέσα από τις ασκήσεις είναι η ικανότητά τους να επιλύσουν σύνθετα προβλήματα, η κριτική τους σκέψη αλλά και το επίπεδο της επικοινωνιακής τους ικανότητας.
Από τα αποτελέσματα κρίνεται η αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών συστημάτων των χωρών τους. Από την Ελλάδα, συμμετείχαν 6.403 μαθητές από 230 δημόσια και ιδιωτικά σχολεία και τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά. Στα Μαθηματικά η Ελλάδα κατέλαβε την 44η θέση με επίδοση 430, στην Κατανόηση Κειμένου κατετάγη 41η με επίδοση 438 και στις Φυσικές Επιστήμες επίσης 44η (441).
Πρόκειται για τις χειρότερες βαθμολογίες που έχει λάβει η χώρα μας από καταβολής διαγωνισμού και στις τρεις κατηγορίες. Ειδικά στις Φυσικές Επιστήμες η πτώση είναι διαρκής, ενώ και στην Κατανόηση Κειμένου μόνο μια φορά επιτεύχθηκε καλύτερη επίδοση από την προηγούμενη, σε σύνολο 8 συμμετοχών. Η Ελλάδα ήταν πολύ κάτω απ’ όλες τις λεγόμενες δυτικές χώρες, αλλά και από αρκετές του πρώην ανατολικού μπλοκ (Εσθονία, Λιθουανία, Πολωνία, Ουγγαρία, Σλοβενία, Σλοβακία, Λετονία), αρκετά κάτω και από την Τουρκία.
Στις κορυφαίες θέσεις της διεθνούς κατάταξης βρέθηκαν ξανά ασιατικές χώρες, κάτι που έχει πια καθιερωθεί. Μάλιστα, η διαφορά αυτών από τις υπόλοιπες του πλανήτη μεγαλώνει διαρκώς. Η πρώτη μη ασιατική χώρα ήταν η Εσθονία, στην 7η θέση! Μπροστά της Ν. Κορέα, Ιαπωνία,, Χονγκ Κονγκ, Ταϊβάν, Μακάου και στην πρώτη θέση ξανά η Σιγκαπούρη, που έχει μετατρέψει σε τσιφλίκι της την κορυφή.
Δεν εκπλήσσει πια κανέναν. Μιλάμε για μια χώρα που όταν κέρδισε την ανεξαρτησία της από τη Μαλαισία (1965), το κατά κεφαλήν εισόδημα σε αυτήν ήταν $500 και πλέον – χάρη και στο εκπαιδευτικό σύστημά της – έχει φτάσει τα $55.000!
Έως και τη δεκαετία του ’70 το εκπαιδευτικό σύστημα της Σιγκαπούρης διαχωριζόταν ανάλογα με την εθνικότητα και τη θρησκεία. Για την αντιμετώπιση αυτών των ανισοτήτων, οι ηγέτες της χώρας απέδωσαν διαχρονικά ένα μεγάλο μέρος του κρατικού προϋπολογισμού στην παιδεία, που προώθησε τα ιδεώδη της αξιοκρατίας. Από τότε, η εκπαίδευση έχει παραμείνει στην πρώτη γραμμή στόχευσης της Σιγκαπούρης, που με μακρόπνοη θεώρηση την προσέγγισε ως βασικό μοχλό ανάπτυξης.
Η εκπαιδευτική επιτυχία της Σιγκαπούρης έχει ευρέως αποδοθεί σε τρεις παράγοντες: τα προγράμματα σπουδών (ύλη μαθημάτων), την παιδαγωγική μέθοδο και την άρτια κατάρτιση των εκπαιδευτικών.
Το πρόγραμμα σπουδών της Σιγκαπούρης επικεντρώνεται στην ανάπτυξη δημιουργικών δεξιοτήτων και την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων. Στους μαθητές διδάσκονται συγκεκριμένα μαθήματα που παρέχουν πρακτικές γνώσεις και δεξιότητες που τους επιτρέπουν να λύσουν πραγματικές προκλήσεις.
Προϊόν αυτής της νοοτροπίας είναι και η ”Μέθοδος Mastery” για τα Μαθηματικά η οποία αποκτά ολοένα περισσότερους θαυμαστές και εφαρμόζεται και σε άλλες περιοχές. Στοιχεία αυτής της προσέγγισης περιλαμβάνουν άφθονο χρόνο στον μαθητή να επικεντρωθεί στις βασικές μαθηματικές αρχές μέσω μιας σειράς ασκήσεων επίλυσης προβλημάτων για να γίνει ικανός σε κάθε βήμα της μάθησης του – δεν προχωράει παρακάτω μέχρι να κατακτηθεί ενδελεχώς κάθε δεξιότητα. Επιπλέον, στη Σιγκαπούρη τα παιδιά δεν χρειάζονται φροντιστήρια αγγλικών, μαθαίνουν να μιλούν άπταιστα αγγλικά ξεκινώντας από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ δίνεται η δυνατότητα να αποφοιτήσουν, έχοντας και πτυχίο δεύτερης γλώσσας στο βιογραφικό τους.
Παράλληλα με την επιτυχημένη εφαρμογή σύγχρονων παιδαγωγικών μεθόδων, η Σιγκαπούρη έχει επωφεληθεί πολύ από την επένδυση στην ανάπτυξη επαρκώς καταρτισμένων εκπαιδευτών. Αυτό έχει επιτευχθεί με την επιλογή των εκπαιδευτικών από τα καλύτερα Λύκεια της χώρας και στη συνέχεια με την παροχή εντατικής εκπαίδευσης στο Εθνικό Ινστιτούτο Εκπαίδευσης (ΝΙΕ).
Μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης, οι υποψήφιοι παρακολουθούν ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα επαγγελματικής ανάπτυξης που διαρκεί 100 ώρες. Επιπρόσθετα, κατά τα πρώτα χρόνια του αποφοίτου στην πραγματική τάξη, εξακολουθεί να υπάρχει μια στενή σχέση συνεργασίας με το ΝΙΕ για να υποστηρίξει τον νέο δάσκαλο / καθηγητή.
Συνεπώς, αν το οικονομικό «θαύμα» της Σιγκαπούρης οφείλεται κατά ένα μεγάλο ποσοστό στην εκπαίδευση, το μυστικό εντοπίζεται στην ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού που την απαρτίζει. Η χώρα αλιεύει τους εκπαιδευτές από τη δεξαμενή των αριστούχων μαθητών που το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα έχει καλλιεργήσει.
Οι άριστες εκπαιδευτικές επιδόσεις της Σιγκαπούρης δεν περιορίζονται μόνο σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το Εθνικό Πανεπιστήμιο της χώρας ήταν το Πανεπιστήμιο με το υψηλότερο επίπεδο παιδείας και μόρφωσης στην Ασία την τελευταία διετία. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει ευεργετηθεί από την διορατική πολιτική της κυβέρνησης, που έχει δώσει στα ιδρύματα τα απαραίτητα επίπεδα αυτονομίας και επαρκή χρηματοδότηση για να είναι σε θέση να καινοτομούν.
Η δια βίου μάθηση είναι ένας άλλος τομέας στον οποίο η ασιατική χώρα έχει θέσει παραδείγματα που άλλα έθνη ακολουθούν τώρα. Το 2016 εγκαινιάστηκαν οι εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες SkillsFuture για την παροχή εκπαίδευσης στους ενήλικες με οικονομική υποστήριξη και κίνητρο την ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων. Ο στόχος του προγράμματος ήταν ίδιος με αυτόν που οραματίστηκε ο πρώτος μεγάλος εκσυγχρονιστής του εκπαιδευτικού συστήματος πριν από περίπου μισό αιώνα: η δημιουργίας μιας εξαιρετικά ανεπτυγμένης οικονομίας και μιας χώρας με προηγμένη τεχνολογική υποδομή και υψηλό βιοτικό επίπεδο.