«Εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο / Ούτε κι έχω μάθει γράμματα πολλά / Ξέρω όμως ένα κι ένα κάμουν δύο / Και πως τα φωνήεντα είναι εφτά», ανέφερε ο στίχος του τραγουδιού του ρεμπέτη Γιώργου Μουφλουζέλη, από το ομώνυμο τραγούδι του που χιλιοτραγουδήθηκε από το 1976 που πρωτοακούστηκε σε δίσκο. Ένας στίχος με τον οποίο διαφωνεί ένας άνθρωπος ο οποίος όχι απλά έχει πάει στο σχολείο, αλλά πλέον το όνομά του έχει γίνει συνώνυμο με τη γλωσσολογία και τα ελληνικά λεξικά. Ο λόγος για τον Γεώργιο Μπαμπινιώτη.
Ο καθηγητής γλωσσολογίας, Γιώργος Μπαμπινιώτης σε παλαιότερή του ανάρτηση είχε προχωρήσει σε διευκρινίσεις που αγνοούν πολλοί από τους ομιλητές της ελληνικής γλώσσας. Ο καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης είχε εξηγήσει ότι, στην πραγματικότητα, η ελληνική γλώσσα διαθέτει πέντε βασικά φωνήεντα και όχι επτά, όπως ορισμένοι υποστηρίζουν. Αυτό οφείλεται στον τρόπο που εκφωνούνται και ακούγονται, καθώς και στη φωνητική τους υπόσταση.
Η ανάλυση του Μπαμπινιώτη:
Φωνητική και φωνολογική διαφοροποίηση: Στη γλωσσολογία, τα φωνήεντα δεν κατατάσσονται μόνο με βάση τη γραπτή τους μορφή, αλλά και με βάση τον φωνητικό τους ήχο. Παρά το γεγονός ότι στο ελληνικό αλφάβητο υπάρχουν επτά σύμβολα που αντιστοιχούν σε φωνήεντα (α, ε, η, ι, ο, υ, ω), οι ήχοι που παράγονται είναι πέντε. Αυτοί είναι: α, ε, ι, ο, και ου.
Ισορροπία γραπτού και προφορικού λόγου: Ο Μπαμπινιώτης υποστηρίζει ότι οι διάφορες μορφές του “η”, “ι” και “υ” αντιπροσωπεύουν έναν κοινό φωνητικό ήχο, δηλαδή το /i/. Αυτή η ενιαία προφορά για διαφορετικά γραπτά σύμβολα έχει ιστορική προέλευση, αφού τα σύμβολα έχουν διατηρηθεί για λόγους παράδοσης και ορθογραφίας.
Απλοποίηση του συστήματος φωνηέντων: Σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη, η κατάταξη των φωνηέντων σε πέντε βασικά είναι πιο ακριβής και ταιριάζει με τη φωνητική πραγματικότητα της νέας ελληνικής. Η ύπαρξη επτά γραπτών συμβόλων (που αντανακλά την ιστορική γραφή) δεν αλλάζει τον βασικό αριθμό των φωνηέντων που χρησιμοποιούμε φωνητικά.
Αναλυτικά η προ τριετίας ανάρτηση του Γ. Μπαμπινιώτη ανέφερε:
«Πόσα είναι τα φωνήεντα τής Ελληνικής;
Το θέμα που ηγέρθη πριν από καιρό και εγείρεται συχνά με τα φωνήεντα (πόσα είναι τα φωνήεντα τής γλώσσας μας;) είναι εξαι-ρετικά ενδιαφέρον όχι καθ’ εαυτό (γιατί είναι γνωστό ακόμη και σε μικρούς μαθητές πόσα και ποια είναι τα φωνήεντα…), αλλά για το πώς ένα απλό θέμα όπως αυτό μπορεί να συλληφθεί στρεβλά ως θέμα και να προβληθεί διαδικτυακά ως πρόβλημα!
Δεν θα πίστευες ποτέ ―σε παλαιότερα χρόνια― ότι κάποιοι αγνοούν στοιχειώδεις γραμματικές έννοιες και, κυρίως, ότι δεν προσφεύγουν σε μια γραμματική να μάθουν πώς έχει πράγματι το θέμα των φωνηέντων (Ας δουν λ.χ. την Μεγάλη Γραμματική [1941] τού Μα-νόλη Τριανταφυλλίδη, σελ. 13, την αναλυτική Νεοελληνική Γραμ-ματική [1994] τού Αγαπητού Τσοπανάκη, σελ. 82, την Γραμματική τής Νέας Ελληνικής [20112] των Κλαίρη – Μπαμπινιώτη, σελ. 1033-4, όπως και την Σύγχρονη Σχολική Γραμματική [20192] τού γράφοντος, σελ. 53-54).
Το ψευδοπρόβλημα που προέκυψε πριν από κάποιον καιρό και που υποβόσκει ενίοτε και σήμερα με τα φωνήεντα (ότι η σχολική Γραμματική τού δημοτικού υπονομεύει την ελληνική γλώσσα, ότι αφαιρεί στοιχεία τής γλώσσας μας, ότι την αλλοιώνει, ότι την φτωχαίνει κ.λπ.) είναι προϊόν διττής σύγχυσης: α) σύγχυσης φθόγγων και γραμμάτων, άρα και σύγχυσης προφοράς και γραφής, β) σύγχυσης φθόγγων τής αρχαίας και τής νέας Ελληνικής».