Αν το λαϊκό τραγούδι είχε ένα μόνο Ύμνο, τότε αυτός θα ήταν η «Συννεφιασμένη Κυριακή». Σε ψηφοφορία του πάλαι ποτέ δημοφιλούς μουσικού περιοδικού «Δίφωνο» τον Μάιο του 1999, ψηφίστηκε ως το καλύτερο ελληνικό τραγούδι του 20ού αιώνα. Ποιος δεν έχει – έστω – σιγοτραγουδήσει το εμβληματικό ρεμπέτικο του Βασίλη Τσιτσάνη, που τον σύστησε στο κοινό ως έναν από τους κορυφαίους λαϊκούς δημιουργούς;
Είναι ωστόσο και ένα από τα πιο «συγκρουσιακά» κομμάτια, δεδομένου ότι γύρω από το θέμα της πατρότητας των στίχων ξέσπασε έντονη διαμάχη, που διήρκεσε αρκετά χρόνια.
Επισήμως το τραγούδι ξεκίνησε να γράφεται από τον Τσιτσάνη εν μέσω Κατοχής, το 1943, αλλά ολοκληρώθηκε 5 χρόνια αργότερα, οπότε και ηχογραφήθηκε. Το 1977 ο πολυπράγμων Νίκος Ρούτσος, στιχουργός και συγγραφέας μεταξύ άλλων, ισχυρίστηκε, σε συνέντευξή του στην «Ελευθεροτυπία», ότι η «Συννεφιασμένη Κυριακή» ήταν ένα από τα 17 τραγούδια του Τσιτσάνη που είχαν δικούς του στίχους ή έστω ότι γράφηκαν σε συνεργασία μαζί του. Ο Τσιτσάνης απάντησε οργισμένος, η υπόθεση πήρε τη νομική οδό και ένα χρόνο αργότερα το αρμόδιο δικαστήριο δικαίωσε τον συνθέτη.
Φιλολογία πάντως δεν έχει υπάρξει μόνο για τους στίχους, αλλά και για τη μουσική του τραγουδιού. Πολλά έχουν γραφτεί και συζητηθεί για την υποτιθέμενη ομοιότητα της μελωδίας του με την αντίστοιχη του διασημότερου Ακάθιστου Ύμνου, του αριστουργήματος της βυζαντινής υμνογραφίας, «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ».
Το ζήτημα αποτελεί δημοφιλές αντικείμενο ανταλλαγών στο διαδίκτυο, τόσο σε φόρα ρεμπετόφιλων όσο και σε αντίστοιχα ψαλτών. Αυτή η φιλολογία έθρεψε το βιβλίο του Νίκου Ορδουλίδη, που με τη σειρά του ανατροφοδότησε αυτές τις θεωρίες. Ο γνωστός συνθέτης, μαέστρος, πιανίστας και καθηγητής μουσικών σπουδών, δημοσίευσε το 2017 μια «διατριβή» για το συγκεκριμένο ζήτημα: το σχετικό βιβλίο έχει τον εξής ιντριγκαδόρικο τίτλο: «Συννεφιασμένη Κυριακή και Τη Υπερμάχω – Καθρέφτισμα ή Αντικατοπτρισμός;»
Ο συγγραφέας συγκεντρώνει όσα έχουν γραφτεί σχετικά και τα σχολιάζει, βασικά όμως τα λαμβάνει ως αφορμή για να συζητήσει το ευρύτερο θέμα της σχέσης βυζαντινού μέλους και ρεμπέτικου. Είναι σχεδόν κοινά αποδεκτό ότι αυτή η σχέση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Τις βάσεις της σύνδεσης έθεσε από το 1949 κιόλας ο Μάνος Χατζιδάκης, στην ιστορική διάλεξη του για το λαϊκό τραγούδι και το αναδυόμενο – αλλά ανηλεώς κυνηγημένο – ρεμπέτικο στο θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν», στις 31 Ιανουαρίου εκείνου του έτους.
Κόντρα στον ακραίο συντηρητισμό της εμφυλιοπολεμικής Ελλάδας, ο Χατζιδάκης απενοχοποίησε εκείνη τη μέρα το ρεμπέτικο μπροστά στα έκπληκτα μάτια των παρευρισκόμενων, σε μια διάλεξη που θεωρείται ορόσημο για την αναγνώριση του εν λόγω μουσικού είδους από τους αστούς και τους διανοητές. Και το έκανε επιστρατεύοντας τη σεβάσμια για όλο τον ελληνισμό βυζαντινή, θρησκευτική μουσική.
«Πάνω σ’ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή, διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ’ ακόμη, παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, πού δεν είναι άλλη απ την αυστηρή κι απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία», είχε πει μεταξύ άλλων ο μόλις 24χρονος Χατζιδάκης.
Ο άλλος μεγάλος ογκόλιθος του ελληνικού πενταγράμμου, ο Μίκης Θεοδωράκης, είχε κάνει άμεσα τη σύνδεση μεταξύ «Συννεφιασμένης Κυριακής» και «τη Υπερμάχω Στρατηγώ». Μιλώντας το Μάρτιο του 1961 στο Σύλλογο Φοιτητών Νομικής «η Θέμις», ο Θεοδωράκης κλήθηκε μεταξύ άλλων να πει τη γνώμη του για το ρεμπέτικο τραγούδι και ήταν ο πρώτος που έφερε δίπλα-δίπλα τον ύμνο του λαϊκού τραγουδιού και τον ύμνο της ορθοδοξίας. «Όσο για την μελωδία των ρεμπέτικων, νομίζω ότι κατάγονται κατ’ ευθείαν από τα βυζαντινά μέλη. Π.χ. το “Τα ματόκλαδά σου λάμπουν” του Μάρκου Βαμβακάρη ή η “Συννεφιασμένη Κυριακή” του Βασίλη Τσιτσάνη θυμίζουν πάρα πολύ το “Άλαλα τα χείλη των ασεβών” και “Τη Υπερμάχω”».
Φυσικά ο Θεοδωράκης αναφερόταν σε επιρροή και όχι σε πιθανή «κλοπή». Όταν ο Βασίλης Τσιτσάνης κλήθηκε να απαντήσει περί πιθανής επιρροής φάνηκε να φοβάται την όποια σύνδεση, απορρίπτοντας ενστικτωδώς την ύπαρξη οποιουδήποτε ερεθίσματος. Ήταν στο πλαίσιο συνέντευξης του στην εφημερίδα «Τα Νέα», τον Ιούνιο του 1973.
«Θα πρέπει να καταλάβετε ότι η παρουσία βυζαντινών στοιχείων στα τραγούδια σας δεν αποτελεί μομφή, αλλά αντίθετα απόδειξη πως είσθε ένας προικισμένος, ένας ξεχωριστός δημιουργός», του είχε πει, προσπαθώντας να τον «απενοχοποιήσει» ο δημοσιογράφος Γιώργος Πηλιχός, αλλά ο σπουδαίος ρεμπέτης ήταν… ανένδοτος, επιμένοντας ότι ως γόνος Καραγκούνηδων δεν θα μπορούσε να είναι επηρεασμένος από τέτοιες μελωδίες.