Συνυφασμένο με την δύσκολη εποχή της γερμανικής Κατοχής, η «Συννεφιασμένη Κυριακή» είναι ένας ύμνος που τραγουδιέται δεκαετίες μετά την πρώτη φορά που ακούστηκε. Αν και όλοι έχουν συνδέσει τους στίχους του τραγουδιού με εκείνα τα ζοφερά χρόνια του πολέμου, υπάρχει και μία άλλη, εντελώς διαφορετική εκδοχή.
Πώς θα αντιδρούσατε αν σας έλεγαν ότι πίσω από τα παραπόνα λόγια του κομματιού δεν κρύβονται οι σκέψεις και τα συναισθήματα του δημιουργού για εκείνη την τραγική περίοδο, με τον θάνατο, την πείνα και την δυστυχία να έχουν γίνει συνοδοιπόροι του Έλληνα; Και τι θα σκεφτόσασταν την επόμενη φορά που θα το σιγοτραγουδούσατε αν σας λέγαμε ότι τελικά αυτοί οι γεμάτοι πόνο στίχοι αναφέρονται στην… συμφορά που μπορεί να φέρει η ήττα μιας ποδοσφαιρικής ομάδας;
Κι όμως, αυτή είναι η εναλλακτική εκδοχή για την πραγματική έννοια του τραγουδιού, όπως υποστηρίχτηκε το 1992 στην «Ρεμπέτικη Ανθολογία» του Τάσου Σχορέλη. Σύμφωνα με αυτά που διαβάζουμε, η πατρότητα των στίχων ανήκει στον Αλέκο Γκούβαρη. Φαίνεται πως αγαπούσε ιδιαίτερα την ομάδα ΑΕ Λαρίσης η οποία –όπως αναφέρει ο αστικός μύθος- υπέστη μια βαριά ήττα, ημέρα Κυριακή, όταν και διεξάγονται συνήθως τα περισσότερα ποδοσφαιρικά παιχνίδια. Ήταν τέτοια η στεναχώρια του Έλληνα στιχουργού που την αποτύπωσε στα ρεφρέν και τα κουπλέ του γνωστού τραγουδιού. «Ο Τσιτσάνης έκανε μια διόρθωση στον τρίτο στίχο του τέταρτου τετράστιχου. Ούτε κατοχές ούτε σκοτωμένα παλικάρια», γράφει…
Ο Τσιτσάνης δεν καταδέχτηκε καν να απαντήσει ποτέ στις φήμες που μετέφερε ο Σχορέλης. Ωστόσο σε μεταγενέστερη συνέντευξή του αποκάλυψε ότι όντως οι στίχοι είχαν γραφτεί σε συνεργασία με τον φίλο του, Αλέκο Γκούβερη. Ο τελευταίος, μάλιστα, είχε πάρει επίσης θέση, λέγοντας ότι η δική του προσωπική συνεισφορά περιορίστηκε στην προσθήκη ενός και μόνο κουπλέ. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από επιστολή του με ημερομηνία 17 Σεπτεμβρίου 1947, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» το 2004, με αφορμή την συμπλήρωση 20 ετών από τον θάνατο του σπουδαίου ρεμπέτη. Επιπλέον στο ίδιο τεύχος ξεκαθαρίζεται και ότι η ΑΕ Λαρίσης δεν είχε καν ιδρυθεί την περίοδο που υποτίθεται ότι έπαιξε και έχασε, δίνοντας έμπνευση στον δημιουργό της.
Επομένως όλα τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι δεν χρειάζεται να βάζουμε τέτοια σενάρια στο μυαλό μας ακούγοντας την «Συννεφιασμένη Κυριακή». Το μόνο -ίσως- που μένει ως trivia γνώση είναι ότι ο αρχικός τίτλος ήταν «Ματωμένη Κυριακή». Ο ίδιος ο Τσιτσάνης, μιλώντας στα «Επίκαιρα» και τον Γιώργο Λίάνη, αποκαλύπτει: «Θυμάμαι αποβραδίς είχε γίνει μπλόκο από τους Γερμανούς σε ένα κουτούκι και κανείς μας δεν ήξερε ποιος θα βγει ζωντανός από εκεί μέσα. Μ’ έβγαλαν κι έπαιζε μέχρι το πρωί. Το χάραμα μας άφησαν να φύγουμε. Το χιόνι ήταν στρωμένο και όπως πήγαινε στο σπίτι είδα τόπους-τόπους πηχτό κόκκινο αίμα. Μέσα στο λίγο φως είδα το παλικάρι που ήταν σκοτωμένο. Γύρισα σπίτι μου κι έγραψα το τραγούδι» λέει.
Λίγο καιρό αργότερα, μιλώντας αυτή την φορά στα «ΝΕΑ» και τον Γιώργο Πηλιχό, προσθέτει: «Το ζοφερό κλίμα της εποχής, που μου είχε εμπνεύσει τους στίχους του τραγουδιού, ενέπνευσε και την μουσική του. Ήθελα να φωνάξω για την μαύρη απελπισία που μας έδερνε όλους εκείνη την εποχή της Κατοχής. Όλο για την απελπισία να μιλάνε οι νότες», όπως και τελικά συνέβη και θα συμβαίνει για όσο ακούγεται αυτός ο υπέροχος ύμνος.