Όσο κι αν προσπαθούμε να συνηθίσουμε την ακρίβεια, το ράφι εξακολουθεί να λειτουργεί σαν ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα. Από τα αυγά μέχρι ένα απλό burger κι από το ενοίκιο μέχρι το delivery, οι τιμές έχουν «χτίσει» ένα νέο ταβάνι και κανείς δεν σκέφτεται πλέον σε «πραγματικούς» όρους. Σκεφτόμαστε ονομαστικά, το ποσό που βλέπουμε. Κι έτσι, παρότι τα εισοδήματα έχουν αυξηθεί, οι καταναλωτές εμφανίζονται πιο θυμωμένοι σήμερα απ’ ό,τι στην κορύφωση της κρίσης ακρίβειας. Η ζημιά έχει γίνει: οι τιμές εκτοξεύτηκαν το διάστημα 2020–2024 και τώρα το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω. Σε πολλές περιπτώσεις φαίνονται πια εξωφρενικές
Στις ΗΠΑ αυτό μετατρέπεται διαχρονικά σε πολιτικό θέατρο. Από τις νοικοκυρές του 1916 που τα έβαλαν με τους «κερδοσκόπους των αυγών», μέχρι τις προαστιακές μαμάδες των ’70s που διαδήλωναν με πλακάτ «Save Our Sanity» και «Boycott All Meat» για το μοσχάρι, έως τις σημερινά ξεσπάσματα στο TikTok για τις τιμές των αυγών και τα burgers και burritos των 12-13 ευρώ, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Oι τιμές κάποιων βασικών αγαθών ή έτοιμων γευμάτων ευρείας κατανάλωσης (όπως στα μέρη μας το σουβλάκι) έχουν συμβολική δύναμη. Και οι πολιτικοί – από τον Τραμπ μέχρι τους Δημοκρατικούς – προτείνουν λύσεις που λειτουργούν περισσότερο ως ηρεμιστικά για την κοινή γνώμη παρά ως πολιτικές ουσίας. Κουπόνια επιδότησης, πάγωμα ενοικίων, δημόσια μπακάλικα. Όλα απαντούν στην ψυχολογία, όχι στο πρόβλημα.
Και κάπου εδώ, ελλείψει άλλων πρακτικών λύσεων, έρχεται η κυνική, σχεδόν ειρωνική, πρόταση του Economist. Αν δεν μπορείς να μειώσεις τις τιμές, μείωσε τα ψηφία. Κυριολεκτικά.
Το γαλλικό κόλπο με το βαρύ φράγκο
Δεν είναι κάτι καινοτόμο, το έκανε η Γαλλία του Σαρλ ντε Γκωλ το 1960. Μετά από χρόνια πληθωριστικών πιέσεων και πλήρη απαξίωση του νομίσματος, η κυβέρνηση αποφάσισε ότι ο κόσμος έχει κουραστεί όχι μόνο από τις τιμές αλλά και από… τα νούμερα. Οι τιμές είχαν γίνει δυσανάγνωστες, οι λογαριασμοί γεμάτοι μηδενικά και ο μέσος πολίτης δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τη σκληρή πραγματικότητα.
Η λύση ήταν το περίφημο «Nouveau Franc», γνωστό και ως βαρύ φράγκο. Τι έκανε στην πράξη η Γαλλία; Έκοψε δύο μηδενικά. 1 νέο φράγκο = 100 παλιά.
Ο μισθός, οι τιμές, τα ενοίκια, τα συμβόλαια, όλα επανατυπώθηκαν πρακτικά με το 1/100 της ονομαστικής αξίας. Η πραγματική αγοραστική δύναμη έμεινε απαράλλαχτη, το ίδιο και η οικονομία. Αλλά ο πολίτης έβλεπε πλέον 5 αντί για 500, 12 αντί για 1200. Ξαφνικά το σύστημα έμοιαζε σταθερότερο, λιγότερο τρομακτικό.
Η Γαλλία δεν έλυσε μαγικά την ακρίβεια. Επέδρασε κομβικά στην ψυχολογία της ακρίβειας. Με μια κίνηση που θύμιζε ταχυδακτυλουργικό κόλπο του Υπουργείου Οικονομικών.
Το ίδιο έκαναν το Μεξικό το ’93, η Πολωνία το ’95 και κάποιες άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Ανατολικής Ευρώπης, όταν οι τιμές ξέφυγαν σε επίπεδα που πλέον δεν διαβάζονταν με ανθρώπινο μάτι.
Ο Economist ανέτρεξε σχεδόν 80 χρόνια πίσω διότι σήμερα έχουμε ξανά μια παγκόσμια κοινωνία εξαντλημένη από αριθμούς. Από το ποσό που βλέπει ο καθένας στο σούπερ μάρκετ, στο ενοίκιο, στον καφέ, στην ενέργεια. Οι μισθοί ανεβαίνουν μεν, αλλά οι τιμές τρέχουν μπροστά κι αυτό δημιουργεί μια αίσθηση συνεχούς «ήττας».
Τι λέει λοιπόν – μισοσοβαρά, μισοαστεία – το περιοδικό; Αν δεν θέλετε ή δεν μπορείτε να συγκρουστείτε με τις ρίζες της ακρίβειας, σβήστε ένα μηδενικό και χαρίστε στον κόσμο μια ψυχολογική ανάσα.
Δεν λύνει το πρόβλημα της ακρίβειας. Αλλά σε έναν πλανήτη που έχει κουραστεί να βλέπει κάθε μήνα καινούρια ψηφία, ίσως αυτό και μόνο να φτάνει για να αποφευχθεί μια κοινωνική έκρηξη.
Καμιά φορά όταν η πραγματικότητα δεν αλλάζει, αυτό που χρειάζεται να αλλάξει είναι η όψη της.