Να είστε καλά παιδιά, να διαβάζετε, να παίρνετε 20 στα μαθήματα να μπείτε στο πανεπιστήμιο να βρείτε μια θέση ανεργίας, να σας καμαρώνουν οι γονείς και οι φίλοι σας.
Αν κάποια μέρα τώρα (κούφια η ώρα που το ακούει) σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και δεν διαβάσετε για το διαγώνισμα γιατί θέλετε να απολαύσετε το Πλατανιάς-Καλλονή, μην σας παίρνει από κάτω. Υπάρχει λύση. Πλησιάστε λίγο πιο κοντά να μην ακουγόμαστε. Σκονάκι λέγεται (αύριο θα σας μάθουμε και το μπουγέλο).
Τέσσερις συντάκτες του menshouse θυμούνται τα μαθητικά τους χρόνια και εξηγούν γιατί το σκονάκι θέλει και κόπο και τρόπο…
Μάκης Ρηγάτος
Είναι μια καταπληκτική ιστορία, η οποία καίγεται με το καλημέρα, αν σας πω ότι έγινε στα Θρησκευτικά. Για το καλό της τέχνης λοιπόν θα συμφωνήσουμε όλοι ότι έγινε στην εξεταστική της Νομικής. Έχω κάνει σμίκρυνση και έχω τη φοβερή έμπνευση να τη βάλω μέσα στο σάντουιτς (τυρί-γαλοπούλα γιατί ήμουν σε δίαιτα). Στο δεκάλεπτο του διαγωνίσματος ο καθηγητής απομακρύνεται. Λέω «ωπ, ψηλέ εδώ είμαστε» (μου κάνω κομπλιμέντα για να με καλοπιάνω). Βγάζω το σάντουιτς και πάω να βρω τη σμίκρυνση, η οποία (την γκαντεμιά μου μέσα) έχει σφηνώσει στο ψωμί. Ύστερα από 35 δευτερόλεπτα μάχης με τον Καραμολέγκο, ο καθηγητής γυρίζει και με βλέπει. Αλλάζω 17 χρώματα. Έρχεται προς το μέρος μου και είναι θέμα δευτερολέπτων να με πιάσει. Δεν υπάρχει τρόπος να κρυφτώ. Και τότε παίρνω τη μεγάλη απόφαση. Τραβάω μια δαγκωματιά στο σάντουιτς που θα τη ζήλευε και ο Γιώργος Λιάγκας και μαζί με τη γαλοπούλα και το τυρί τρώω και τη σμίκρυνση: «Τι κάνεις εκεί παιδάκι μου;» με ρωτάει ο καθηγητής και ενώ σκέφτομαι αν πρέπει ή όχι να καταπιώ τις τελευταίες ελπίδες μου για 18 στο διαγώνισμα, του απαντάω μπουκωμένος: «Τσίμπησα μια μπουκιά για τη λιγούρα κύριε». ΥΓ Όχι δεν την κατάπια τελικά ΥΓ1 Όχι, ούτε κατάφερα να κάνω σκονάκι ΥΓ2 18 πήρα στο διαγώνισμα ΥΓ2 Ευτυχώς ο διπλανός μου δεν είχε φέρει σάντουιτς…
Βαγγέλης Χαντζής
Εγώ δεν έκανα ποτέ σκονάκι. Τουλάχιστον δεν το θυμάμαι να έκανα. Και θα αρνηθώ κάθε κατηγορία αν συλληφθώ. Κάποιοι φίλοι όμως που το θυμούνται μου έχουν πει ότι έκανα κάποιες φορές σκονάκια με σμίκρυνση συγκεκριμένων σελίδων του βιβλίου που ήξερα ότι ήταν πιθανό να «πέσουν» στην εξέταση. Το δυσκολότερο για τον όγκο μου ήταν να μπορέσω να τα βγάλω από τσέπες χωρίς να με καταλάβουν. Κάτι που έκανε κάθε επόμενο σκονάκι να βγαίνει σε όλο και μεγαλύτερη σμίκρυνση. Αν συνέχιζα να κάνω σκονάκια στο τέλος το μέγεθός τους θα έφτανε το κεφάλι μιας πινέζας.
Δημήτρης Πετρίδης
Θα το ήθελα πάρα πολύ να είναι αλήθεια: να έχω κάνει, ας πούμε, εκεί γύρω στην έκτη δημοτικού ένα σκονάκι με διακριτική μελάνη σ’ ένα απίθανο μέρος (πάνω στο σβηστικό, φερ’ ειπείν) για να είμαι ανεπανόρθωτα cool, όμως τα ψέματα δεν έχουν θέση στο Menshouse- λέμε τώρα. Αλήθεια, λοιπόν: το μοναδικό σκονάκι που έχω κάνει ποτέ ήταν στο πανεπιστήμιο και ήταν ένα απλό, ταπεινό χαρτάκι, το οποίο έκρυψα στα (μακριά) μαλλιά μου. Το αποτέλεσμα δεν ήταν το προσδοκώμενο: και το σκονάκι χάθηκε μέσα στο μαλλί κι εγώ, με τη σειρά μου, έχασα κάθε εκτίμηση για τον καθηγητή με αυτά που ήθελε ν’ απαντήσουμε. Για όνομα του πανεπιστημιακού Θεού- απλοί φοιτητές ήμασταν, όχι προηγμένες εκδόσεις του Αϊνστάιν.
Όλγα Παρθενέα-Γεωργάτσου
Ας είμαστε ρεαλιστές: το καλό σκονάκι δεν απαιτεί ούτε μυαλό, ούτε έμπνευση. Απαιτεί θράσος. Επειδή λοιπόν υπάρχει μια κατηγορία ανθρώπων που όταν προσπαθεί να αντιγράψει από τον μπροστινό, διπλανό (και τον απέναντι ακόμα) ή κοιτώντας το σκονάκι του, μοιάζει να έχει γραμμένο στη μούρη του το «φταίω, αντιγράφω, κόψτε με», η λύση είναι μία: το θρασύτατο γράψιμο σημειώσεων στο θρανίο ή την καρέκλα του μπροστινού. Όχι φυσικά με οποιαδήποτε γραμματοσειρά, αλλά με τρόπο που κι εσύ ο ίδιος θα δυσκολευτείς να διακρίνεις το νόημα πίσω από τη Γραμμική Β’ που αναβιώνει μπροστά σου. Κανείς δε μπορεί να σε κατηγορήσει για αντιγραφή, κανείς δε βλέπει να διαβάσει τι έχεις γράψει, μπορείς να αρνηθείς τα πάντα. Έχω κάνει εγώ σκονάκι και ξέρω Tip: Το ύφος «ξέρω τα πάντα, είμαι φυτό» -ειδικά στο Πανεπιστήμιο- σε κάνει να μοιάζεις ο καλύτερος της τάξης.