Αν ο Γιάννης Σφαιρόπουλος έκανε κάτι λάθος ώστε να συμπεραίνει μετά τον 5ο τελικό ότι «ήμασταν άδειοι σωματικά και πνευματικά», προφανώς ο Τσάβι Πασκουάλ έκανε κάτι πολύ σωστά για να παρουσιάσει ο Παναθηναϊκός αυτή την εικόνα μετά την απόπειρα του ιδιοκτήτη της ΚΑΕ να τον αποσυνθέσει.
Το ότι η απόφαση για την περίφημη ιστορία με το πούλμαν θα ερμηνεύεται πια απ’ αυτόν ως η κίνηση-«ματ», η παρέμβαση του πεφωτισμένου ηγέτη που προκάλεσε το απαραίτητο «ηλεκτροσόκ» στην ομάδα, είναι η ζημιογόνος προέκταση της έκβασης της σειράς των τελικών.
Στον αντίποδα το κέρδος της είναι η δικαίωση του Καταλανού τεχνικού και των παικτών του. Προφανώς τα εύσημα ανήκουν εξ’ ολοκληρού σε αυτούς που με απόλυτο επαγγελματισμό ύψωσαν ανάχωμα στις αυτοκαταστροφικές τάσεις της διοίκησης και πέτυχαν αυτό που μετά τον αποκλεισμό από τη Φενέρ έμοιαζε ακόμα και για την πλειονότητα των οπαδών του Παναθηναϊκού σχεδόν ακατόρθωτο.
Τότε οι περισσότεροι προέβλεπαν ένα εύκολο 3-0 του Ολυμπιακού απέναντι σε μια τσακισμένη ψυχολογικά και πνευματικά ομάδα, ο Πασκουάλ όμως, που αν και φημισμένος ως στρατηγός, δέχτηκε να υποστεί σαν στρατιώτης την ταπείνωση του πούλμαν, απέδειξε ότι δεν έμεινε καθόλου τυχαία για μια οχταετία στον πάγκο της Μπαρτσελόνα. Με κάποιο τρόπο κατάφερε να ενώσει ξανά την ομάδα, να κρατήσει ψηλά το φρόνημα και να επαναφέρει το κίνητρο σε όσους (και δεν ήταν λίγοι) το είχαν εγκαταλείψει μια βραδιά του Απριλίου στην Πόλη.
Αυτό ήταν το δύσκολο κομμάτι, σαφώς δυσκολότερο απ’ το να βρει τακτικά τον τρόπο για να υπερισχύσει αγωνιστικά του Ολυμπιακού. Με τέτοια υπεροπλία στην περιφέρεια είναι σχεδόν αδύνατο να ηττηθεί σε μια σειρά αγώνων αυτός που τη διαθέτει. Ο Πασκουάλ άνοιξε το rotation και μοίρασε το χρόνο συμμετοχής με σκοπό να φθείρει τον Σπανούλη και να τον μπλοκάρει, όχι μόνο εκτελεστικά, αλλά κυρίως δημιουργικά.
Το σενάριο των τελικών θύμισε το προ τετραετίας, όταν ο διαχρονικά άτυχος με τους τραυματισμούς Ολυμπιακός έχασε αναπάντεχα τον Έι Σι Λο και ξέμεινε από εφεδρείες στους γκαρντ (ο Μάντζαρης ήταν εκτός από την αρχή της σεζόν), ξεκινώντας να «σβήνει» μετά το θρίαμβο στο Λονδίνο. Κοινή συνισταμένη ότι ο ΠΑΟ δεν είχε προκριθεί στο Final Four και παρατάχθηκε στους τελικούς με περίσσευμα ενέργειας απέναντι σε μια περιφερειακή γραμμή που απάρτιζαν μόνο οι Σπανούλης, Σλούκας και Κατσίβελης.
Η διαφορά εκείνου του sweep με το φετινό 3-2 είναι ότι τότε οι πράσινοι διέθεταν ελέω Δημήτρη Διαμαντίδη την ψυχραιμία, την πνευματική διαύγεια και το κρύο αίμα στα τελευταία λεπτά των εκτός έδρας αγώνων που εξασφάλισαν ότι δεν θα χρειαζόταν καν τρίτη επίσκεψη στο ΣΕΦ.
Ήταν εμφανές ότι κάθε παιχνίδι κόστιζε και ένα ποσοστό καυσίμου στο ντεπόζιτο του Ολυμπιακού, την ώρα που ο Παναθηναϊκός διέθετε τις λύσεις, την απαιτούμενη ενέργεια και την τεχνική ικανότητα για να διορθώνει τις ανορθογραφίες του προηγούμενου αγώνα και να παρουσιάζεται καλύτερος στον επόμενο. Πιάνοντας ταβάνι στην απόδοση του στον 5ο τελικό δημιούργησε την αίσθηση ότι αν χρειαζόταν θα έπαιζε στον ίδιο ρυθμό άλλους πέντε.
Όσο ο ένας άδειαζε, ο άλλος γέμιζε με αυτοπεποίθηση. Παγιωνόταν μέσα του η απορρέουσα από τη φρεσκάδα και τις περισσότερες λύσεις αίσθηση υπεροχής. Ο μπαρουτοκαπνισμένος ελληνικός κορμός των δευτεραθλητών Ευρώπης, η ομοψυχία και η ατσάλινη θέληση δεν αρκούσαν με την ενεργή συμβολή μόλις δύο ξένων (Μιλουτίνοφ, Γκριν). Χωρίς τον πολύτιμο Λοτζέσκι, με τον Ουότερς να αποδεικνύεται απελπιστικά ανεπαρκής για τα παπούτσια του Χάκετ, και με τον Γιώργο Πρίντεζη εξουθενωμένο, όπως μαρτυρούν τα απρόσμενα κάκιστα ποσοστά του, οι ερυθρόλευκοι έκαναν ουσιαστικά ακόμα μία υπέρβαση, πηγαίνοντας τη σειρά σε 5ο ματς.
Και αντί στο τέλος της σεζόν να εισπράξουν το χειροκρότημα, όπως θα συνέβαινε σε κάθε προηγμένη μπασκετικά χώρα, κατέληξαν και «ενοχοποιημένοι» από τους γνωστούς ηλίθιους που έχουν νομοθετήσει στο κεφάλι τους ότι ο αιώνιος αντίπαλος απαγορεύεται να φύγει νικητής από το ΣΕΦ, παρουσία θεατών.
Η ολοένα και περισσότερο τροφοδοτούμενη από τις παθογένειες και την κρίση αξιών της κοινωνίας μας, «ελληνική καφρίλα» δεν δίνει δεκάρα ούτε για το κορυφαίο εξαγώγιμο προϊόν – brand της χώρας την τελευταία πενταετία. Αυτή, αντίθετα με τους κανόνες του αθλητισμού και το ανθρώπινο δικαίωμα στην αποτυχία, θα είναι ως γνωστόν πάντα αήττητη. Μεταφορικά και κυριολεκτικά, αφού κανείς και τίποτα δεν έχει τα κότσια να αναμετρηθεί μαζί της.