Χειροκροτήματα και υποκλίσεις- «επίπλαστα», όμως, θαρρείς. Μπορεί σε μια πρώτη ανάγνωση της κινησιολογίας των πάντων αυτό που διάβαζε κανείς να ήταν ο σεβασμός και η αναγνώρισή του ως το απόλυτο νο1, όμως τα μάτια τους ψέλλιζαν- μέχρις ότου να γίνει ο ψίθυρος κραυγή- μια εντελώς διαφορετική ιστορία.
Έλεγαν «Εντάξει, τον παραδεχόμαστε: έχει κατακτήσει τα τρία τελευταία παγκόσμια πρωταθλήματα στη Μεγάλη Κατηγορία- είτε στα 500 κυβικά είτε στο MotoGP-, όμως το έχει κάνει σαν αναβάτης της κορυφαίας μηχανής σε ολόκληρο το γκριντ. Και μια καλά εκπαιδευμένη μαϊμού θα μπορούσε να στεφθεί παγκόσμια πρωταθλήτρια αν οδηγούσε την συγκεκριμένη Honda.
Αν πήγαινε σε μια άλλη ομάδα, σε μια ομάδα όχι και τόσο ανταγωνιστική, θα έσπαγε τα μούτρα του. Τη διαφορά την κάνει η μοτοσυκλέτα, όχι ο αναβάτης».
Πίσω στο 2003 ο Βαλεντίνο Ρόσι είχε κατακτήσει πανεύκολα τον 3ο συνεχόμενο τίτλο του στο MotoGP και- αν συνυπολογίσουμε τα πρωταθλήματά του στα 125 και τα 250 κυβικά (1997 και 1999 αντίστοιχα)- έφτασε τα 5 παγκόσμια στέμματα, οδηγώντας με 350 χιλιόμετρα σε μια ατέρμονη ευθεία που στο τέλος της βρισκόταν ο θρόνος του κορυφαίου αναβάτη όλων των εποχών.
Ωστόσο, η συγκεκριμένη ευθεία ήταν στρωμένη με ασφάλτινα αγκάθια και μηχανοκίνητες νάρκες: η κυριαρχία της Honda ήταν τέτοια που έκανε τα, εκτός λογικής, κατορθώματά του να χάνουν την εκτυφλωτική τους λάμψη και να μετριάζονται σε κακουργηματικό βαθμό.
Γι’ αυτό ο 24χρονος, τότε, «Γιατρός», πήρε μια απόφαση αλλοπρόσαλλης χειρουργικής ακρίβειας: έφυγε από τη θαλπωρή της ακαταμάχητης Honda και αποφάσισε ν’ αποδείξει εμπράκτως πως ο άνθρωπος είναι απείρως πιο σημαντικός από τη μηχανή.
«Έι, τι θα λέγατε αν πήγαινα στη Yamaha του χρόνου;
Ναι, τη Yamaha που έχει να πάρει τίτλο 12 ολόκληρα χρόνια;»
Η πίστη στην πραγματικότητα δεν πηγάζει από το θαύμα, αλλά το θαύμα από την πίστη
Έμοιαζε με ηθελημένη αποστολή αγωνιστικής αυτοκτονίας- ποιος σώφρων άνθρωπος θα πήγαινε στη Yamaha εν έτει 2004, εκείνο τον αποκρουστικό κουβά που θύμιζε αμυδρά μοτοσυκλέτα, που μετρούσε ήδη 12 χρόνια «αποχής» από τους τίτλους και που οι πιθανότητές της να επανέλθει στην κορυφή έμοιαζαν λιγότερες κι από το ν’ αναδειχθεί ο Γούντι Άλεν ως ο πιο σέξι άνθρωπος του πλανήτη (οπ, plot twist: ο Γούντι έχει πράγματι αναδειχθεί πιο «καυτός» άντρας στον πλανήτη- ψάχνετε ακόμα αποδείξεις για το ότι οι γυναίκες είναι αλλοπρόσαλλες;).
Την αμέσως προηγούμενη χρονιά η ιαπωνική εταιρία είχε καταποντιστεί μεγαλοπρεπώς, καθώς ο Κάρλος Τσέκα (ο αναβάτης, δηλαδή, που τα πήγε καλύτερα απ’ όλες τις Yamaha- εργοστασιακές και δορυφορικές) είχε τερματίσει μόλις στην 7η θέση της παγκόσμιας κατάταξης.
Μπορεί, λοιπόν, το όνομα “Yamaha” να ήταν ένας θρύλος των μηχανών, όμως βρισκόταν σε παρατεταμένο αγωνιστικό λήθαργο και το ξυπνητήρι είχε χαλάσει για τα καλά. Επομένως, τι στο καλό γύρευε το νο1 ολόκληρου του πλανήτη στη σέλα της;
Τι μπορούσε να προσδοκά οδηγώντας την μπλε μετριότητα; Οι Honda και οι Ducati θα τον κατάπιναν ζωντανό στην πίστα, έμοιαζε δεδομένο.
Παρ’ ολ’ αυτά, ο Ρόσι τάραξε σε βαθμό μη αναστρέψιμης παράνοιας τα νερά στα τέλη του 2003, όταν ανακοίνωσε και επίσημα πως ψάχνει νέα κίνητρα στην καριέρα του και φεύγει από την Honda για να πάει στην Gauloises Yamaha.
Μετά την αρχική παγωμάρα στο άκουσμα της είδησης, το μυαλό των φανατικών του υποστηρικτών είχε κατακλειστεί από μία και μόνο σκέψη- μία παράλογα ελπιδοφόρα σκέψη:
«Ρε Γιατρέ, τι πήγες κι έκανες; Θέλεις να μας Gauloises πάλι;»
Μην περιμένεις τη ζωή. Μην κάνεις όνειρα γι’ αυτήν. Έχε στο μυαλό σου, ανά πάσα στιγμή, ότι το θαύμα βρίσκεται στο εδώ και στο τώρα
Το είχε φανταστεί, είναι δεδομένο, αλλιώς. Περίμενε ότι η μετάβασή του στην ασθμαίνουσα Yamaha θα είναι πιο ομαλή- σαν τον τρόπο, ας πούμε, που έμπαινε μια Honda στις στροφές και κατέβαζε από 6η σε 2α.
Ωστόσο, η πρώην ομάδα του- πληγωμένη μέχρι τα τρίσβαθα της μηχανοκίνητης ψυχής της από την απόφαση να την εγκαταλείψει- ήταν ξεκάθαρη: «Ο Βαλεντίνο δεν μπορεί να οδηγήσει καμία άλλη μοτοσυκλέτα μέχρι τις 31/12/2003, όταν και λήγει το συμβόλαιό του μαζί μας. Μπαίνει σε… καραντίνα».
Κάπως έτσι, ο «Βάλε» έχασε πολύτιμο χρόνο, καθώς έπρεπε να περιμένει μέχρι τον Γενάρη του 2004 προκειμένου να τεστάρει για πρώτη φορά την Yamaha YZR-M1 στην πίστα. Η M1 ήταν ένα αρκετά «θορυβώδες» κτήνος που, όμως, «έμπαζε νερά»- ή, εν προκειμένω, λάδια.
Στις πρώτες δοκιμές το ποτήρι έμοιαζε εμφανώς μισοάδειο και- παρά το γεγονός πως δεν το παραδέχονταν δημοσίως- ακόμα και οι ιθύνοντες της ομάδας έψαχναν απεγνωσμένα καλάθια μεγέθους small για να κρατήσουν, καθώς φαινόταν πως τα μεγάλα, που πήραν μόλις γνωστοποιήθηκε πως ο παγκόσμιος πρωταθλητής έρχεται στα μέρη τους, ήταν ένα τεράστιο λάθος.
Ο Ιταλός θα τους ξεκολλούσε από τις πίσω θέσεις της δεκάδας, αυτό ήταν βέβαιο, όμως δε θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να διεκδικήσει τον τίτλο- μια πεποίθηση που ξεκίνησε ως «τοπική» πριν μετατραπεί εν ριπή οφθαλμού σε καθολική.
Κακώς. Βλέπετε, ο Ρόσι είχε πάρει μαζί του από την Honda τον κορυφαίο αρχιμηχανικό Τζέρεμι Μπέρτζες. Πακέτο με τον Αυστραλό είχαν πάει στην Yamaha και οι δύο ικανότατοι συμπατριώτες του (ο Άλεξ Μπριγκς και ο Γκάρι Κόλεμαν) που μαζί με τον Βέλγο Μπερνάρ Ανσιό συνέθεταν μια εφιαλτική, για τον ανταγωνισμό, dream team, η οποία είχε μόνο ένα στόχο στο τετραπέρατο μυαλό της: να βελτιώσει όσο το δυνατόν περισσότερο γινόταν την M1 σε σύντομο χρονικό διάστημα και να καλύψει την τεράστια διαφορά της από τις δύο κύριες αντιπάλους της.
Τα υπόλοιπα θα τα αναλάμβανε ο «Βάλε», που δε θα περίμενε την ζωή ούτε θα έκανε όνειρα γι’ αυτήν. Στο μυαλό του κυριαρχούσε μονάχα μία «ανεξάλειπτη» λέξη: θαύμα. Όχι κάποια στιγμή στο μέλλον, όχι την επόμενη σεζόν, όχι «αργότερα».
Εδώ.
Το 2004.
Τώρα.
Τα πραγματικά θαύματα κάνουν λίγο θόρυβο
Είχε φτάσει η στιγμή. Το σύνηθες κρυφτούλι των ομάδων καθ’ όλη τη διάρκεια των χειμερινών δοκιμών θα λάμβανε τέλος, οι μάσκες θα έπεφταν θορυβωδώς στο πάτωμα, τα πέντε φώτα θα έσβηναν και θα δινόταν η εκκίνηση.
Το ημερολόγιο έδειχνε 18 Απριλίου και στην πίστα της Νοτίου Αφρικής θα είχαμε τον παρθενικό αγώνα για το 2004. Μπιάτζι, Ζιμπερνάου, Μπάρος, ακόμα και ο Έντουαρτς (άπαντες αγωνιζόμενοι με Honda) πρόβαλλαν ως τα φαβορί του αγώνα- αλλά και ολόκληρης της σεζόν-, με έναν ευδιάκριτο αστερίσκο στο μέγεθος του ηλιακού μας συστήματος δίπλα στο όνομα του Βαλεντίνο Ρόσι.
Τι θα έκανε ο «Γιατρός» στον πρώτο του grand prix με την υποδεέστερη Yamaha; Θα έβλεπε τον Χριστό σε ρόλο θαλαμοφύλακα, να κάνει σκοπιά, περίπολο ή καψόνι στα μαγειρεία- εν ολίγοις, θα τον έβλεπε φαντάρο;
Ή μήπως θα έμπαινε στο σιρκουί με το χέρι κολλημένο στο γκάζι και θα έγραφε τον καλύτερο χρόνο στα δοκιμαστικά, παίρνοντας την pole position; Και την επόμενη μέρα, όταν όλοι θα υποστήριζαν πως ο αγωνιστικός ρυθμός της Yamaha θ’ αποτελούσε τροχοπέδη στα όνειρά του για να δει πρώτος την καρό σημαία, αυτός θα πήγαινε υπέροχα και θα διατηρούσε την πρωτοπορία μέχρι και δύο γύρους πριν από το τέλος;
Spoiler alert: συνέβη το δεύτερο. Ο Ιταλός, με μια εμφάνιση σχεδόν πέραν πάσης λογικής, οδηγούσε τον αγώνα και έδινε την αίσθηση πως μπορεί να ολοκληρώσει το έπος και όντως να κερδίσει.
Κάπου εκεί, όμως, ήρθε ο Μαξ Μπιάτζι- ο άσπονδος εχθρός του Ρόσι (ειρήσθω εν ηλεκτρονική παρόδω: ο Μπιάτζι στο επίσημο σάιτ του Βαλεντίνο αναγραφόταν επί σειρά ετών ως ΧΧΧ-ΧΧΧ!)- ο οποίος 2 περάσματα πριν το φινάλε πέρασε μπροστά. Το εφιαλτικό σενάριο της απώλειας της πρώτης νίκης έμοιαζε να παίρνει άυλη σάρκα και εύθρυπτα οστά, καθώς ο αναβάτης της Honda «γυρνούσε» καλύτερα στην πίστα. Μόνο που…
Μόνο που μιλάμε για τον «Βάλε», διάολε: ο Ρόσι στον ακροτελεύτιο γύρο με μια μαεστρική κίνηση «βούτηξε» στα φρένα, πέρασε τον συμπατριώτη του και κατάφερε να μείνει μπροστά στην ευθεία εκκίνησης- τερματισμού, ολοκληρώνοντας μια από τις πιο εκκωφαντικές εμφανίσεις- απάντηση στους εμβρόντητους επικριτές του: σε μια πολύ πιο αθώα εποχή από την σημερινή της έκρηξης των ηλεκτρονικών και των μυριάδων «βοηθημάτων», ο άνθρωπος εξακολουθούσε να κάνει τη διαφορά και ήταν απείρως πιο σημαντικός από τη μηχανή.
Ο «Γιατρός» είχε αρρωστήσει κάθε έμβιο ον με το «καλημέρα» του 2004 και στο τέλος, πράγμα σπάνιο για εκείνον, γονάτισε μπροστά στη Yamaha του και άρχισε να κλαίει βουβά μέσα από το κράνος του.
Σσσσς, ησυχία. Ακούστε- και ακούστε καλά.
Τα πραγματικά θαύματα κάνουν ελάχιστο θόρυβο.
«Με λένε Βαλεντίνο Ρόσι και το μόνο που θέλω είναι να είμαι… άνθρωπος, όχι είδωλο»
Σαμπάνια κορυφής. Ξανά και ξανά και ξανά, σε εννιά διαφορετικούς αγώνες, μέχρις ότου η μέθη να πάρει τα ηνία από τη νηφαλιότητα και να μετατραπεί σε μια μόνιμη κατάσταση. Όταν έσβησαν τα φώτα, ακόμα ένα στέμμα παγκόσμιου πρωταθλητή βρήκε το δρόμο προς το κεφάλι του και βολεύτηκε εκεί για πάντα.
Αρχής γενομένης από τη Νότιο Αφρική («Ο σημαντικότερος αγώνας της καριέρας μου», όπως είχε πει ο ίδιος), ο Ρόσι πήρε από το χέρι την, ολοένα και καλύτερη, Yamaha και αφού ανέβηκε 9 φορές στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου μέσα στην σεζόν, κέρδισε δια περιπάτου τον τίτλο. Έτσι, έγινε ο μόνος μετά τον θρύλο Έντι Λόσον που κερδίζει δύο σερί πρωταθλήματα με δυο διαφορετικές ομάδες (ο “Steady Eddie” το είχε πετύχει το 1988 και το 1989).
Πριν από 17 χρόνια ο 42χρονος σήμερα- και λίαν συντόμως συνταξιούχος- «Γιατρός» έστειλε στο αγωνιστικό πυρ το εξώτερον τα «δε γίνεται» και πήρε σπίτι μια ανέλπιστη, σχεδόν, καρό σημαία. Έτσι απέδειξε πως ένας απλός άνθρωπος μπορεί- κόντρα στη θέλησή του- να γίνει το απόλυτο είδωλο και το πρόσωπο ενός ολόκληρου σπορ, το οποίο ο ίδιος, κατά βάση, οδήγησε σε νέες, απάτητες κορυφές.
Στο παρόν ο Ρόσι, ένα γερασμένο αγωνιστικό είδωλο του πρότερου κραταιού εαυτού του, ανακοίνωσε πως στο τέλος της τρέχουσας σεζόν θα κατέβει από την Petronas του και θα πει αντίο για πάντα στους δύο τροχούς. Κάπως έτσι, το όνειρο του 10ου στέμματος έμεινε ανεκπλήρωτο (ας όψεται το 2015…) και τα ρεκόρ του απειλούνται- αν κι εφόσον ξεπεράσει κάποια στιγμή στο εγγύς μέλλον το πρόβλημα στο χέρι του- από τον Μαρκ Μάρκεθ.
Μόνο που ο, άτυχος εδώ και μία διετία, Μαρκ ουδέποτε τόλμησε να φύγει από την ασφάλεια της Honda. Ουδέποτε βρήκε τον τρόπο να μπει στην καρδιά μας, όπως απέτυχε και ο εξίσου σπουδαίος Λορένθο. Κανείς τους δε δοκίμασε ν’ ανέβει στο ρινγκ με όλες τις αντιξοότητες και να τις ρίξει στο καναβάτσο τη μία μετά την άλλη, σα χάρτινο πύργο που δεν πρόλαβε να ζήσει τα καλύτερά του χρόνια- όχι.
Ο Βαλεντίνο, όμως, χόρεψε με το θανάσιμο εχθρό του στο λυκόφως και στο τέλος το μόνο που ακούστηκε ήταν το μελωδικό του αλύχτισμα.
Ήταν ο ήχος μια μηχανής που ψιθύριζε επανειλημμένως μία μονάχα λέξη.
Μία γ@μημένα μελωδική λέξη:
Ήταν: GOAT.