Ο πιο άνετος κι ωραίος ληστής τραπεζών όλων των εποχών ήταν Έλληνας!

«Εσείς δεν θα λέγατε ευχαριστώ αν παίρνατε 18.000.000 δραχμές μέσα σε τρία λεπτά»;

Δύσκολα βρίσκει κανείς περίπτωση ληστή τραπεζών ή παράνομου γενικότερα σαν κι αυτή του Παύλου Μπάτσιου, του οποίου η σύντομη αλλά έντονη δράση θα μπορούσε άνετα να γίνει ταινία.

Αν υπάρχει κάπου γραμμένο κάποιο «εγχειρίδιο για ληστείες τραπεζών» είναι βέβαιο πως δεν διαβάστηκε από τον συγκεκριμένο. Ή ότι ο άνθρωπος το είχε υπόψη του, αλλά αποφάσισε να κάνει την δουλειά με τον δικό του μοναδικό τρόπο, διαλύοντας τα στερεότυπα.

Ένας τυπικός ληστής τραπεζών θα προσπαθούσε να κινηθεί με τρόπο που να τον βοηθά να περνά απαρατήρητος πριν μπουκάρει στο κατάστημα και στη συνέχεια -έχοντας καλύψει τα χαρακτηριστικά του- να χρησιμοποιήσει τον εκφοβισμό ή ακόμη και τη βία- προκειμένου να πείσει τους υπαλλήλους να του δώσουν το χρήμα.

Αντίθετα, ο Μπάτσιος μαγνήτιζε το βλέμμα -ειδικά των γυναικών- με το παρουσιαστικό του και ήταν μια φυσιογνωμία που δύσκολα ξεχνούσε κανείς. Ψηλός, αρρενωπός και ντυμένος πάντα με ακριβά, επώνυμα ρούχα, έμοιαζε περισσότερο με κάποιον πολύ σημαντικό πελάτη ή ακόμα και… μέτοχο της τράπεζας, παρά με κακοποιό που ετοιμαζόταν να σηκώσει τα ταμεία.

Φυσικά δεν κάλυπτε ποτέ το πρόσωπό του, ενώ ήταν πάντοτε ιδιαίτερα φιλικός, ευγενικός και πράος στις αντιδράσεις του. Μιλούσε «με το σεις και με το σας», έκανε την δουλειά, ευχαριστούσε τα στελέχη για τη συνεργασία, ζητούσε συγγνώμη για την αναστάτωση κι αποχωρούσε σαν κύριος.

Στη συνέχεια ξεκοκάλιζε μέχρι δεκάρας τα λάφυρα, τα οποία του ήταν απολύτως απαραίτητα προκειμένου να συντηρήσει το ακριβό και απαιτητικό life style του. Του άρεσαν οι γυναίκες, οι έξοδοι, τα ξενύχτια. Ο άνθρωπος είχε ακριβά γούστα και με κάποιο τρόπο έπρεπε να τα χρηματοδοτήσει. Αυτό, όμως, για εκείνον δεν συνεπαγόταν ότι θα γινόταν αδίστακτος κακοποιός του κοινού ποινικού δικαίου, ούτε ότι θα επέτρεπε στην… επαγγελματική δραστηριότητα να χαλάσει τους καλούς τρόπους και την αγωγή του!

Σε διάστημα λιγότερο του ενός χρόνου πρόλαβε να κάνει πέντε ληστείες και να βγάλει περίπου 50.000.000 δραχμές. Όταν -τελικά- συνελήφθη δεν του είχε μείνει ούτε δεκάρα. Αν μη τι άλλο, γλέντησε όπως ήθελε χωρίς να σκέφτεται το αύριο. Έτσι κι αλλιώς πίστευε ότι οποιαδήποτε στιγμή τα λεφτά τελείωναν, θα μπορούσε σαν κύριος να επισκεφτεί ξανά κάποιο υποκατάστημα για μια… αναληψούλα, δείχνοντας παράλληλα τα καινούρια αποκτήματα της εντυπωσιακής γκαρνταρόμπας του που περιελάμβανε ακριβά κοστούμια, καμπαρντίνες, προσεγμένο look και μοδάτα αξεσουάρ.

«Τι να κάνω; Η ζωή είναι ακριβή. Τα λεφτά γίνονται αέρας» είχε πει με πολλή ειλικρίνεια, ίσως και αφέλεια, στην απολογία του…

Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά (η ειλικρίνεια και η αφέλεια δηλαδή) ήταν και αιτίες για τις οποίες έπεσε τελικά στα χέρια του νόμου. Όπως είναι λογικό, με τόσους αυτόπτες μάρτυρες και με τον ίδιο να μην κάνει την παραμικρή προσπάθεια να κρύψει το πρόσωπό του, το μόνο εύκολο για τις Αρχές ήταν να σκιαγραφήσουν το προφίλ του και να ξεκινήσουν τις έρευνες. Ακόμη κι εκείνοι πάντως δεν περίμεναν ότι αντί να οδηγηθούν στα ίχνη του, θα τον έβλεπαν μια μέρα να εμφανίζεται σαν κύριος μπροστά τους και να καταγγέλλει την κλοπή του αυτοκινήτου του! Μιας Lancia την οποία είχε αποκτήσει από τα χρήματα της δουλίτσας του, με αποτέλεσμα να γίνει έξω φρενών όταν αντιλήφθηκε πως ένας… συνάδελφός του (του κλάδου των οχημάτων) του την είχε… φάει.

Πιθανώς αναλογιζόμενος «πού πάει αυτός ο κόσμος», επισκέφθηκε το αστυνομικό τμήμα της περιοχής του για να δηλώσει την κλοπή και να καταθέσει μήνυση κατά αγνώστων. Αντί γι’ αυτό, είδε τους αστυνομικούς να του περνούν χειροπέδες και να τον οδηγούν στην ΓΑΔΑ, σχηματίζοντας δικογραφία σε βάρος του για τις ληστείες.

Ο Μπάτσιος συνέχισε πάντως μέχρι και την ώρα του δικαστηρίου να διατηρεί αυτό το χαλαρό, easy going προφίλ, που δεν είχε την παραμικρή ομοιότητα με άλλους διαβόητους ληστές. «Μόνο εγώ κάνω ληστείες; Εδώ κοντεύει η μισή Ελλάδα να ληστεύει τράπεζες» είχε πει με αφοπλιστική για άλλη μια φορά ειλικρίνεια, πριν πάρει τον δρόμο για την φυλακή προκειμένου να εκτίσει την ποινή του.

Ίσως η πραγματική καταδίκη για τον Παύλο Μπάτσιο, τον ληστή που έμοιαζε να έχει ξεπηδήσει από σελίδες περιοδικού μόδας της εποχής, να μην ήταν αυτή καθ’ αυτή η κάθειρξη, αλλά το γεγονός ότι πίσω από τα σίδερα δεν είχε την δυνατότητα να συντηρήσει το image του που τον κάνει ακόμη και σήμερα να ξεχωρίζει από κάθε άλλη περίπτωση κακοποιού στην Ελλάδα!