«Η ηδονή του έρωτα μπορεί μόνο να συγκριθεί με την ηδονή του θανάτου». Με αυτή τη φράση που είπε κάποτε στην αγαπημένη του Σοφία Λασκαρίδου, ο Περικλής Γιαννόπουλος αποκάλυπτε την ψυχή του. Γινόταν ένας πρόγονος των Μπουενδία.
Όπως στο κλασικό έργο του Μαρκές, τα 100 Χρόνια Μοναξιάς, ο έρωτας είναι η κορυφή λίγο πριν την ελεύθερη πτώση στο κενό και τη σύγκρουση με τη γη, άρα το θάνατο, έτσι και στην πορεία 41 ετών ζωής του Περικλή Γιαννόπουλου.
Ένας από τους ελάχιστους αριστοκράτες στον τρόπο ζωής κι όχι τόσο στην τσέπη, ένας αστός της πολύ παλιάς Αθήνας. Αστός με μια σχεδόν τρομακτικά διαφορετική έννοια από τη σημερινή ή ακόμα και την έννοια του 1960. Γεννηθείς στις αρχές του τελευταίου τρίτου του 19ου αιώνα, ο Γιαννόπουλος μπορεί να παρομοιαστεί με την Μαργκερίτ Γκασέ, τη θρυλική γυναίκα της ιδίας εποχής που ερωτεύτηκε σφόδρα τον Βαν Γκόγκ.
Όπως αυτή είδε τον ζωγράφο να την απορρίπτει τελικά για χάρη της τέχνης, έτσι και ο Γιαννόπουλος είδε την πιο όμορφη γυναίκα που είχαν αντικρύσει τα μάτια του, αλλά και μια ομολογουμένως από τις πιο όμορφες της Αθήνας στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, να του αρνείται τη συμπόρευση για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Η μόνη διαφορά εδώ είναι ότι ο Γιαννόπουλος κατάφερε να αυτοκτονήσει και δεν σκότωσε κατά λάθος τη Λασκαρίδου, όπως έκανε η Γκασέ με τον Βαν Γκογκ.
Ο Περικλής Γιαννόπουλος υπήρχε κι ανέπνεε μόνο για τα γράμματα. Μόνο για την τέχνη του γραπτού λόγου. Γι΄αυτό και πολλοί είχαν αποδώσει το φινάλε του σε μια απογοήτευση πνευματικοεπαγγελματικής φύσεως. Ότι δηλαδή τα έργα του δεν ετύγχαναν αποδοχής και αποδοκιμάζονταν.
Χωρίς ποτέ να επιβεβαιώθηκε αν υπήρχαν ψήγματα αυτής της ερμηνείας που να ακουμπούν την αλήθεια, εκείνο που οδήγησε το πνεύμα του Γιαννόπουλου σε έναν αποχωρισμό του σώματος, ήταν ο αποχωρισμός της καλής του Σοφίας.
Γνωρίστηκαν λίγο πριν εκπνεύσει ο 19ος αιώνας. Σε αυτά τα μεταίχμια του χρόνου οι έρωτες παραδίνονται σε άλλους κανόνες. Εκείνος 26 ετών, εκείνη 20. Εκείνος ένας ευγενής νέος, εκείνη μια πολύφερνη κοπέλα της εποχής της. Μέχρι και πάρε δώσε με τον βασιλιά είχε. Από την πρώτη στιγμή τα σκιρτήματα αναπτύσσονταν με σφοδρότητα και για τους δύο. Κυρίως για τον Γιαννόπουλο.
Αυτός ήταν που πήγε στο σπίτι της και γνώρισε την ως τότε ζωή της. Ακολούθησαν βόλτες στην Ακρόπολη, στου Φιλοπάππου, λυρικοί περίπατοι σε κάθε περίπτωση. Το σκηνικό της μοίρας είχε στηθεί για να έρθουν κοντά αυτοί οι δύο. Ο Περικλής Γιαννόπουλος φίλησε τη Σοφία σε έναν κάμπο γεμάτο ασφόδελους. Φιλί στα αγκάθια. Μάλλον η μοίρα ήταν πολύ πιο ξεκάθαρη και μακροπρόσθεσμη απ΄όσο θα περίμεναν.
Η συναναστροφή τους δεν κράτησε πολύ. Χώρισαν το καλοκαίρι. Η Σοφία βρέθηκε να ζωγραφίζει στη Βουλιαγμένη κι εκείνος εγκλωβισμένος στο κέντρο. Χρειάστηκε χρόνο για να το πάρει απόφαση, όμως δεν δίστασε να βρεθεί στο σπίτι της εκεί και να τη ζητήσει από τον πατέρα της. Παρά το ότι το παρουσιαστικό και οι τρόποι του θα ευχαριστούσαν κάθε πατέρα σε τούτη την εποχή, η απάντηση ήταν αρνητική.
Από κει και μετά η τροπή των πραγμάτων ήταν αμείλικτη. Η Σοφία τον αγαπούσε. Αγαπούσε όμως και τη ζωγραφική. Ήθελε να μπει στην Καλών Τεχνών και να μεγαλουργήσει. Μπήκε, ύστερα κι από παρέμβαση του βασιλιά, αφού τότε μόνο οι άντρες έμπαιναν στο πανεπιστήμιο, και μόλις αποφοίτησε, βρέθηκε στο Μόναχο.
Μια πόλη που στα γραπτά του ο Περικλής Γιαννόπουλος είχε επικαλύψει με έρεβος και γινόταν τώρα δέκτης της…ανταπόδοσης. Η πόλη αυτή του έπαιρνε τη Σοφία. Είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από την πρώτη τους γνωριμία, είχε χαθεί μεγάλο μέρος της νιότης του, αλλά αυτός δε μπορούσε να ασχοληθεί με καμία άλλη. Μόνο η Σοφία.
Αυτό το αδιέξοδο τον οδήγησε στο μεγαλύτερο αδιέξοδο. Ο Περικλής ένιωθε βαθιά μέσα του, ακόμα και πριν τη γνωρίσει, ότι ο θάνατος του καραδοκεί πολύ πιο κοντά σε σχέση με άλλους ανθρώπους. Κι αυτό συνέβαινε γιατί για εκείνον ήταν συνώνυμος της γαλήνης. Όχι φόβος, μα προσδοκία. Ο έρωτας του με τη Σοφία έμοιαζε περισσότερο με εξάσκηση στο θάνατο.
Έχοντας φτάσει πια 41, ένα απομεσήμερο της 10ης Απριλίου του 1910 έριξε το κορμί του στο βυθό του Σκαραμαγκά. Με τρόπο που φάνηκε να τον είχε προλογίσει σε φίλους του λίγες ώρες πριν. Στο ενδιάμεσο είχε προλάβει να στείλει γράμμα αιώνιου αποχαιρετισμού στη Σοφία στο Μόναχο.
Λίγες μέρες πριν ξεβράσει η θάλασσα το πτώμα του, η Σοφία είχε αποφασίσει ότι δεν μπορεί χωρίς εκείνον. Γύρισε σπίτι της και περίμενε ότι θα τον συναντήσει. Μέχρι που το προηγούμενο βράδυ της εύρεσης του νεκρού, τον είδε στον ύπνο της. Κι έτρεξε να συναντήσει το απομεινάρι του στον Σκαραμαγκά το επόμενο πρωί.
Στην όψη των άσπρων μαλλιών του, αλλά και της συνολικά άθικτης μορφής του, η Σοφία Λασκαρίδου δεν σκεφτόταν τίποτα περισσότερο από μια αιώνια σύζευξη. Είπαμε όμως. Η μοίρα τους είχε πει εξ αρχής ότι θα ζήσουν κάτι ωραίο, μα μικρής διάρκειας. Είτε ζωντανοί είτε ελεύθεροι της ύλης.
Η προσπάθεια αυτοκτονίας της παρέμεινε προσπάθεια χάρη σε ένα προαίσθημα της μητέρας της. Η Σοφία έφτασε 85 ετών και δε μπόρεσε ποτέ να λησμονήσει τον Περικλή της.