Ο «Δράκος της παραλιακής»: Η αστυνομικός-δόλωμα που παγίδεψε τον υπεράνω υποψίας, βιαστή και φονιά

Δεν έχει υπάρξει ανάλογη περίπτωση μεταμέλειας και σωφρονισμού στα ελληνικά χρονικά

Μια από τις πιο παράξενες προσωπικότητες που έχουν καταγραφεί στα χρονικά της ελληνικής αστυνομίας ήταν αυτή του Σπύρου Μπέσκου. Του υπεράνω κάθε υποψίας βιαστή και δολοφόνου που υπήρξε υπόδειγμα κρατουμένου και μετά την αποφυλάκισή του υπόδειγμα πολίτη.

Ακόμη και οι ψυχίατροι που εξέτασαν τον «Δράκο της παραλιακής» ή «Δράκο με το Οτομπιάνκι», λόγω του αυτοκινήτου που χρησιμοποιούσε, δυσκολεύονταν να αποδώσουν σε κάτι προφανές τα κίνητρα που τον οδήγησαν στα εγκλήματά του.

Κι όμως για μερικά χρόνια στις αρχές της δεκαετίας του ’80 είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος κυρίως των νοτίων προαστίων, με αποτέλεσμα το 1985 πρωτόδικα και το 1991 τελεσίδικα να δικαστεί κατηγορούμενος για την δολοφονία δύο γυναικών, τον βιασμό άλλων έξι, ενώ η δικογραφία περιελάμβανε 15 απόπειρες δολοφονίας και ακόμη δύο βιασμών.

Δρούσε κατά κανόνα τα σαββατοκύριακα, αφού πρώτα είχε περάσει μια εβδομάδα όπως θα έκανε κάθε φυσιολογικός οικογενειάρχης. Παντρεμένος, πατέρας ενός παιδιού και φυσιοθεραπευτής, γινόταν ένας άλλος όταν έπεφτε το σκοτάδι σε περιοχές της παραλιακής. Βουλιαγμένη, Γλυφάδα, Καλαμάκι, Άλιμος, αλλά σποραδικά και άλλες όπως το Μαρούσι ή η Εκάλη, μετατράπηκαν στη δική του «παιδική χαρά», όπου δυνητικά οποιαδήποτε γυναίκα συναντούσε θα μπορούσε να μετατραπεί σε ένα από τα δεκάδες θύματά του.

Όταν εξετάστηκε, δεν διαπιστώθηκε κάποια ψυχική νόσος. Ούτε σχιζοφρένεια ούτε διχασμένη προσωπικότητα ούτε κάτι άλλο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει αυτή την αδιανόητη μεταστροφή του. Ήταν σαν απλά να πατούσε ένα κουμπί και να γινόταν ένας άλλος άνθρωπος.

Αρκετές από τις γυναίκες που βίασε και σκότωσε ή αποπειράθηκε να το κάνει ήταν ιερόδουλες. Εκείνες δέχονταν πιο εύκολα να επιβιβαστούν στο Οτομπιάνκι του θεωρώντας ότι για εκείνες θα ήταν άλλος ένας πελάτης. Συχνά, όμως, και με διάφορες αφορμές (και εάν χρειαζόταν, με την βία), κατάφερνε να κάνει το ίδιο και με άλλα κορίτσια που συναντούσε.

Το modus operandi ήταν σε όλες τις περιπτώσεις το ίδιο. Τις μετέφερε σε απομακρυσμένες και ερημικές τοποθεσίες, τις αναισθητοποίησε σφίγγοντας τον λαιμό τους με σκοινιά, φουλάρια ή απλά τα χέρια του και ικανοποιούσε τις σεξουαλικές ορέξεις του. Στη συνέχεια εγκατέλειπε τα θύματά του, αδιαφορώντας για το εάν ζούσαν ή όχι, αλλά και για τον κίνδυνο να καταγγείλουν την επίθεση ή να τον αναγνωρίσουν.

Στο δικαστήριο, μάλιστα, έγινε γνωστή και η περίπτωση μιας κοπέλας που τον συγκίνησε όταν πρόλαβε να του μιλήσει για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με τον άρρωστο πατέρα της, ενώ κατά την διάρκεια της δίκης απευθυνόμενος σε μία από αυτές ψέλλισε «… εσύ έζησες»…

Για την ελληνική αστυνομία η σύλληψή του μετατράπηκε σε θέμα τιμής. Όμως το γεγονός ότι είχε συγκεκριμένες περιοχές όπου χτυπούσε, συγκεκριμένο «ωράριο» και συγκεκριμένο target group, έκανε την υπόθεση πιο εύκολα διαχειρίσιμη. Σύντομα οι «πιάτσες» της παραλιακής, αλλά και δρόμοι στα βόρεια προάστια γέμισαν από εμφανίσιμες μυστικές αστυνομικούς. Οι οδηγίες τους ήταν σαφείς. Έψαχναν τον τύπο που θα τις πλησίαζε με το χαρακτηριστικό μπλε Οτομπιάνκι, στον οποίο με χαμόγελο και πρόσχαρα θα έπιαναν την κουβέντα, γνωρίζοντας ότι πίσω από αυτές βρίσκονταν συνάδελφοι που θα εφορμούσαν για να τον συλλάβουν.

Αυτό τελικά συνέβη το βράδυ της Παρασκευής 7 Οκτωβρίου 1983, με «δόλωμα» την αστυνομικό Τζένη Ταμπάκη. Ο Μπέσκος, όμως, αντιλήφθηκε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, ανέπτυξε ταχύτητα και προσπάθησε να χαθεί στους δρόμους της Νέας Ερυθραίας, όπου είχε στηθεί η επιχείρηση. Μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω, στην Κηφισιά, το αυτοκίνητό του ακινητοποιήθηκε και αυτός έπεσε στα χέρια των Αρχών.

Χρειάστηκαν δύο μέρες ανάκρισης για να «σπάσει» και να ομολογήσει τα εγκλήματά του. Κι ενώ το οικογενειακό περιβάλλον του, κυρίως η σύζυγος και η μητέρα του, δήλωναν πως αδυνατούσαν να πιστέψουν ότι ο δικός τους άνθρωπος είχε πραγματοποιήσει πράξεις τόσο ειδεχθείς, εκείνος αρκέστηκε να πει πως θόλωνε το μυαλό του, χωρίς να αποδώσει πουθενά αλλού τα εγκλήματά του.

Στο δικαστήριο που ακολούθησε πολλά από τα θύματά του (συμπεριλαμβανομένων και γυναικών που τον είχαν αναγνωρίσει πέρα κάθε αμφιβολίας) δεν εμφανίστηκαν ποτέ. Από τις ιερόδουλες καμία. Απλά διαβάστηκαν οι καταθέσεις τους, ενώ μόνο ο πατέρας ενός κοριτσιού προχώρησε σε παράσταση πολιτικής αγωγής. Ήταν άλλα χρόνια και το στίγμα της βιασθείσας πιο έντονο ακόμη και από την ανάγκη για δικαίωση…

Ακόμη κι έτσι, το δικαστήριο δεν δυσκολεύτηκε να εκδώσει ετυμηγορία καταδικάζοντάς τον πρωτόδικα δις εις θάνατο (αν και πρακτικά η θανατική ποινή είχε καταργηθεί) και στο εφετείο δις ισόβια (μία για κάθε δολοφονία), 15ετή κάθειρξη για κάθε απόπειρα φόνου, 12ετή για κάθε βιασμό, 8ετή για κάθε απόπειρα βιασμού και για κάθε μία από τις 7 ληστείες για τις οποίες κατηγορήθηκε σε 6 χρόνια κάθειρξη.

Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ποινής του στις φυλακές Κορυδαλλού και σχεδόν από την αρχή του εγκλεισμού έδειξε την μεταμέλειά του, αδυνατώντας πάντα να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση για τα εγκλήματά του. Με την βοήθεια ενός ιερέα που τον επισκεπτόταν συχνά, ήρθε σε επαφή με τις οικογένειες των θυμάτων του, ζητώντας συγγνώμη. Ακόμη και μέσα στο κελί, όλοι μιλούσαν για υπόδειγμα κρατούμενου.

Λόγω της ιδιότητάς του ως φυσιοθεραπευτή βοηθούσε τους πάντες, είτε αυτοί ήταν συγκρατούμενοι είτε δεσμοφύλακες και σύντομα του δόθηκε και ειδικός χώρος για να εξασκεί το επάγγελμά του σε όποιον τον είχε ανάγκη. Μάλιστα, πολλοί μέχρι σήμερα έχουν να διηγούνται για το πώς νοιάστηκε και το πόσο βοήθησε με τις γνώσεις και τα «μαγικά», όπως έλεγαν, χέρια του το παιδί ενός φύλακα με πολύ σοβαρά κινητικά προβλήματα

Ίσως δεν έχει υπάρξει ανάλογη περίπτωση μεταμέλειας και σωφρονισμού στα ελληνικά χρονικά… Και αυτό βέβαια δεν ήταν αποτέλεσμα του συστήματος, αλλά του ίδιου που κατόρθωσε να σκοτώσει τους δαίμονές του. Δαίμονες που αποτελούσαν ακόμη και για εκείνον αγνώστους.

Σύμφωνα με τον νόμο, τα ισόβια στην Ελλάδα μεταφράζονται σε 25 χρόνια φυλάκισης. Ήδη από το 1993 του είχε εγκριθεί πρόγραμμα ημιελεύθερης διαβίωσης. Έφευγε το πρωί από τις φυλακές, ασκούσε το επάγγελμά του σε χώρο στην Ηλιούπολη και επέστρεφε στο κελί του το απόγευμα. Όταν όμως το 2003 έκανε την πρώτη αίτησή του για πρόωρη αποφυλάκιση έχοντας συμπληρώσει 20 χρόνια εγκλεισμού, είδε το αίτημά του να απορρίπτεται.

Το ίδιο και το 2004, αλλά και το 2006. Εκείνη την χρονιά έφτασε μέχρι το Συμβούλιο Εφετών, όμως ξανά δεν πήρε το απαλλακτικό βούλευμα που τόσο ήθελε. Το σκεπτικό των δικαστών ήταν πάντα το ίδιο. Αφού δεν ήταν γνωστοί οι λόγοι που τον οδήγησαν στο έγκλημα, δεν μπορούσε να διαπιστωθεί πως αυτοί είχαν εκλείψει.

Τελικά, στις 2 Αυγούστου 2008, μετά από σχεδόν 25 χρόνια εγκλεισμού, ο Μπέσκος θα αποφυλακιστεί. Ανοίγει ξανά το φυσιοθεραπευτήριο του και κάνει δεύτερο γάμο, αφού η πρώτη σύζυγός του είχε υποβάλει αίτηση διαζυγίου όσο εκείνος βρισκόταν στον Κορυδαλλό.

Κάποτε σε μια συνέντευξή του μίλησε με ειλικρίνεια για τα χρόνια του σκοταδιού του. «Έκανα αδιανόητα πράγματα. Δεν έχω ελαφρυντικά και δε ζήτησα ποτέ άλλοθι. Το βλέπω στους ανθρώπους που με περιστοιχίζουν. Την ώρα που σε εκτιμάνε και σε αγαπάνε νιώθουν σαν κι εμένα άσχημα, γιατί το καλό τούς θυμίζει και το κακό που έπραξα, το μαύρο, το φόβο που σκόρπισα τότε»…