Λύγισε μέχρι και ο Πάνος Σόμπολος: Ο πιο άγριος γυναικοκτόνος στα ελληνικά χρονικά προδόθηκε από μια απόδειξη

Το έγκλημα που συγκλόνισε την Ελλάδα...

Προορίζοταν να είναι το τέλειο έγκλημα. Το πτώμα ήταν διαμελισμένο, τα ακρωτηριασμένα μέλη του θύματος θα κατέληγαν στη χωματερή και το αφήγημα του δράστη περί εξαφάνισης της συζύγου του θα είχε στέρεα βάση.

Αρκούσε η η διέλευση του απορριματοφόρου από τον κάδο όπου είχε «συγκαλύψει» τα πειστήρια του εγκλήματος για να ευοδωθεί το σχέδιο που είχε θέσει σε εφαρμογή.

Για κακή τύχη του Παναγιώτη Φραντζή όμως, η 25η Ιουνίου του 1987 ήταν ημέρα απεργίας για τους οδηγούς απορριματοφόρων της Αττικής. Στην οδό Αιλιανού στα Κάτω Πατήσια, ο ρακοσυλλέκτης Κωνσταντίνος Βουζίκας αναζητά γραμματόσημα σε έναν ανατρεπόμενο κάδο.

Αυτό που αντικρίζει τον σημαδεύει για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Ανάμεσα σε σκουπίδια και αποφάγια, διπλωμένος σε σακούλες σκουπιδιών, υπήρχε ένας ακέφαλος κορμός από γυναικείο σώμα. Η κινητοποίηση της Αστυνομίας είναι άμεση, η είδηση λαμβάνει τεράστια απήχηση στα Μ.Μ.Ε., συνταράσσοντας την κοινή γνώμη.

Μέσα στις μακάβριες σακούλες υπάρχει και μια απόδειξη από κρεοπωλείο, στην οδό Κνωσού, πέριξ της οικείας του φονικού. Ο δράστης έχει αφήσει ίχνη, αλλά οι αστυνομικοί δεν χρειάζεται να τον ψάξουν.

Πριν ακόμη πιστοποιηθεί η ταυτότητα του πτώματος, το ίδιο απόγευμα, ο 27χρονος Παναγιώτης Φραντζής παραδίδεται στα γραφεία της Γ.Α.Δ.Α. και ομολογεί: «Σκότωσα τη γυναίκα μου. Ήταν ατύχημα».

Το τεμαχισμένο πτώμα ανήκει στη 18χρονη Ζωή Γαρμανή και θα βρεθεί τελικά διαμελισμένο σε 11 κομμάτια. Ο Πάνος Σόμπολος, ρεπόρτερ τότε στην ΕΡΤ και το Έθνος, εξασφαλίζει κάποιες φωτογραφίες και μία από αυτές δημοσιεύεται κατ’ εντολή του διευθυντή της εφημερίδας, Αλέκου Φιλιππόπουλου.

Ήταν η φωτογραφία που έδειχνε, πάνω στο μάρμαρο, «συναρμολογημένο» το πτώμα, χωρίς το κεφάλι, που δεν είχε ακόμη βρεθεί την ώρα που τραβήχτηκε η φωτογραφία. Πάνω από το κομματιασμένο πτώμα εικονιζόταν ο ιατροδικαστής Λευκίδης, ο βοηθός του, ο τεχνικός του νεκροτομείου Σαρλής κι ο Πάνος Σόμπολος. «Συζητούσαμε για το πώς μπόρεσε κι έκανε ο άνθρωπος αυτός ένα τέτοιο τερατούργημα», αναφέρει ο Πάνος Σόμπολος στο βιβλίο του «Τα Eγκλήματα που Συγκλόνισαν την Ελλάδα – Όπως τα Έζησα».

Η φωτογραφία προκάλεσε σάλο, συγκλονίζοντας το Πανελλήνιο. Το Έθνος είχε δικαστικές περιπέτειες για τη δημοσίευση της, τελικά όμως αθωώθηκε στο δικαστήριο.

Η αποκάλυψη του πτώματος της Γαρμανή διδάσκεται ωστόσο στα Πανεπιστήμια ως παράδειγμα προς αποφυγή κι έγινε αφορμή ώστε να αλλάξει η νομοθεσία, που έως τότε επέτρεπε τη δημοσίευση θυμάτων εγκλημάτων και άλλων ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, από τα ΜΜΕ.

Ο Φραντζής και η Γαρμανή είχαν γνωριστεί τον Οκτώβριο του 1985 σε μια καφετέρια, κοντά στο σχολείο της κοπέλας στην Πλατεία Κολιάτσου. Ο πρώτος ήταν τότε φοιτητής της Α.Σ.Ο.Ε.Ε. και δούλευε περιστασιακά στην οικογενειακή επιχείρηση αντιπροσωπείας ενδυμάτων.

Η 16χρονη τότε Ζωή, κόρη ευκατάστατης αστικής οικογένειας που ζούσε τον Άγιο Νικόλαο Πατησίων, τελείωνε το Λύκειο. Ερωτεύτηκαν σφόδρα και για χάρη της ο Παναγιώτης διέλυσε έναν υφιστάμενο από πενταετίας αρραβώνα.

Ο γάμος του ζευγαριού έγινε τον Δεκέμβριο του ’86, οπότε και εγκαταστάθηκαν σε δικό τους διαμέρισμα, στην οδό Αιλιανού, κοντά στην οικία της οικογένειας Φραντζή. Η συμβίωση ωστόσο δεν ήταν ομαλή, καθώς οι καυγάδες τους ήταν πολύ συχνοί.

Ο δράστης ομολόγησε στην κατάθεση του ότι κύρια αιτία ήταν η ζήλεια. «Είχε έντονη φιλαρέσκεια. Της άρεσε να τραβάει πάνω της τις ματιές των αντρών, αλλά αυτή να μη δίνει σημασία. Η σχέση μας ήταν τρομερά δύσκολη».

Το βράδυ του εγκλήματος, ο Φραντζής και η Γαρμανή είχαν γυρίσει από έξοδο σε ζαχαροπλαστείο στη Φωκίωνος Νέγρη. Ο πρώτος καβγάς τους καταλήγει σε «ανακωχή» στο κρεβάτι, ακολουθεί όμως δεύτερος, πολύ πιο έντονος.

Ο Φραντζής υποστήριξε ως το τέλος ότι έσπρωξε τη Γαρμανή κι εκείνη χτύπησε στο προσκέφαλο του κρεβατιού. Η ιατροδικαστική εξέταση, ωστόσο, έδειξε ότι ο θάνατος προήλθε από στραγγαλισμό

«Βγήκα εκτός εαυτού. Τα ‘χασα και δεν ήξερα τι έκανα. Την άρπαξα και την έσπρωξα με δύναμη στην άκρη του κρεβατιού, χτυπώντας το κεφάλι της, το οποίο έβγαλε και αίματα. Βρισκόμουνα, όπως αντιλαμβάνεστε σε πλήρη σύγχυση. Η Ζωή ήταν κάτω. Πλησίασα για να δω αν αναπνέει κι αν έχει σφυγμούς. Πιάνοντας το χέρι της, διαπίστωσα ότι δεν είχε σφυγμούς. Ήταν νεκρή», ήταν η εκδοχή του δολοφόνου.

Η απόφαση του ήταν να εξαφανίσει το πτώμα και να ισχυριστεί ότι η γυναίκα τον εγκατέλειψε. Μετέφερε το άψυχο κορμί στο μπάνιο του διαμερίσματος και έφερε από το αυτοκίνητό του ένα κρητικό μαχαίρι, ξεκινώντας να το τεμαχίζει με ακρίβεια. Η απάνθρωπη διαδικασία κράτησε σχεδόν τέσσερις ώρες.

Η περιγραφή του σόκαρε ακόμα και τους έμπειρους αξιωματικούς των ανθρωποκτονιών: «Ήμουν σε κακή κατάσταση. Έκανα εμετό όταν την τεμάχιζα και σταματούσα. Ξανάρχιζα. Υπήρχε και μια έντονη μυρωδιά από τα αίματα. Όμως την αγαπώ. Την αγαπώ πολύ».

Όταν ολοκλήρωσε το μακάβριο έργο του, ο Φραντζής τοποθέτησε τα 11 μέλη του πτώματος σε σακούλες και τις πέταξε σε κάδο σκουπιδιών κοντά στο σπίτι του, ελπίζοντας ότι σε λίγη ώρα θα τους άδειαζε το απορριμματοφόρο και τα ίχνη θα εξαφανίζονταν για πάντα. Εξαίρεση η σακούλα, στην οποία είχε τοποθετήσει το κεφάλι του θύματος. Αυτή βρέθηκε με δική του υπόδειξη, σε κάδο κοντά στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα.

Η απόδειξη του κρεοπωλείου που βρέθηκε σε μια από τις σακούλες, οδήγησε την αστυνομία στην περιοχή και ο Φραντζής συνειδητοποίησε ότι το σχέδιο του είχε ναυαγήσει.

Κατά την αναπαράσταση του τεμαχισμού, ο Φραντζής άφησε άφωνη την κοινή γνώμη όταν ρωτήθηκε, πως είχε καταφέρει να τεμαχίσει το πτώμα με τόση ακρίβεια. «Δεν είναι ανάγκη να δουλεύω σε κρεοπωλείο για να ξέρω. Είναι πολύ εύκολο. Δεν είναι τίποτα το δύσκολο, αρκεί να σημαδεύεις τις κλειδώσεις».

Για 10 ημέρες η ιστορία έπαιζε σε «επεισόδια» στα Μ.Μ.Ε. με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, στο μεγαλύτερο έως τότε media overkill που είχε καταγραφεί στον εθνικό Τύπο, σε βάρος ενός κατηγορούμενου. Η δίκη του ξεκίνησε το Σεπτέμβριο του 1988 και καθ’ όλη τη διάρκεια της, ο δράστης επέμενε ότι δεν είχε σκοπό να σκοτώσει τη σύζυγό του.

«Δεν τη σκότωσα. Ήταν ατύχημα. Δέχομαι μόνο την προσβολή νεκρού. Δεν τη στραγγάλισα. «Τεμάχισα το πτώμα γιατί ήθελα να το εξαφανίσω. Όχι για το τομάρι μου. Τύψεις θα έχω σ’ όλη μου τη ζωή και δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου που δεν έδειξα ψυχραιμία τη στιγμή που πέθανε η Ζωή. Φονιάς όμως δεν είμαι και ούτε πρόκειται να γίνω», κατέθεσε μεταξύ άλλων στο δικαστήριο.

Φυσικά το σενάριο του ατυχήματος δεν αποδείχτηκε, ούτε αποδόθηκε κάποιο ελαφρυντικό στον Φραντζή, όπως είχε ζητήσει η υπέρασπιση («μειωμένο καταλογισμό»). Ο εισαγγελέας είχε ζητήσει μάλιστα τη θανατική καταδίκη του, έστω και αν η ποινή είχε καταργηθεί από το 1972. «Κανένα ζώο του ζωικού βασιλείου δεν θα έκανε τέτοιο έγκλημα», αιτιολόγησε την αξίωσή του.

Ο Φραντζής κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και περιύβριση νεκρού. Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη με ψήφους 5-2. Οι δύο ένορκοι που μειοψήφησαν, ισχυρίστηκαν ότι θα έπρεπε να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου

Τα ισόβια βέβαια εξελίχθηκαν για άλλη μία φορά σε τύποις καταδίκη. Ο Φραντζής εξέτισε 18 χρόνια και αποφυλακίστηκε τον Οκτώβριο του 2005 από τις φυλακές Άγιας Χανίων, «συνεπεία ευεργετικού υπολογισμού 2316 ημερών εργασίας και αναστολής εκτελέσεως του υπολοίπου της ποινής του».

Από το 1997 λάμβανε εκπαιδευτικές άδειες, συνεχίζοντας τις σπουδές του στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες ωστόσο σταμάτησε τέσσερα μαθήματα πριν από το πτυχιό.

Με διαγωγή επαινετή από σειρά διευθυντών φυλακών, κοινωνικών λειτουργών και σωφρονιστικών υπαλλήλων, ο Φραντζής ξεκίνησε από το 2003 να ζητά να του επιτραπεί η υφ’ όρον απόλυση, κάτι που συνέβη δύο χρόνια αργόγερα.

Σε επιστημονικό επίπεδο συνιστά το είδος του κρατούμενου που δίνει νόημα στην αξία του σωφρονισμού, όσο και αν η επανένταξή του στο κοινωνικό σύνολο δεν είναι δυνατόν να μένει ανεμπόδιστη από τα γεγονότα της 25ης Ιουνίου του 1987.