Είναι από εκείνες τις ταινίες, ναι. Από αυτές που μπορεί να τις έχεις δει 987 φορές, να ξέρεις απέξω κι ανακατωτά τι γίνεται σε κάθε σκηνή, να έχεις αποστηθίσει όλο το σενάριο παρά το γεγονός πως δεν στο ’χει ζητήσει κανένας (και, μεταξύ μας, δεν πρόκειται να σου χρειαστεί και ποτέ…), να θυμάσαι ακόμα και τα πρόσωπα και των 29 κομπάρσων που πήραν μέρος στο φιλμ, αλλά κάθε φορά που θα την πετύχεις σε κάποιο κανάλι, ασυναίσθητα ένα μειδίαμα θα σχηματιστεί στο πρόσωπό σου και θα κάτσεις να τη δεις ξανά και ξανά και ξανά.
Να «φταίει» η αδιανόητη ερμηνεία του Ντίνου Ηλιόπουλου που ξεδιπλώνει απλόχερα το γιγαντιαίο ταλέντο του με κάθε ατάκα; Το σκέρτσο και η γλύκα της αξεπέραστης Τζένης Καρέζη ή αυτό το κωμικά αυστηρό παίξιμο του μοναδικού Διονύση Παπαγιαννόπουλου; Το (θεατρικό) σενάριο των Τσιφόρου-Βασιλειάδη που, σαν άλλη γριά με απεριόριστο ελεύθερο χρόνο μπροστά της, κεντάει; Η παιχνιδιάρικη σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη ή η υπέροχη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι;
Αν ρίξει κανείς στο φιλμικό μπλέντερ όλα τα παραπάνω θα πάρει το αριστουργηματικό «Κοροϊδάκι της Δεσποινίδος»- μια από τις κορυφαίες, δηλαδή, ταινίες της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, τότε που οι ρομαντικές κομεντί ανθούσαν και ήταν, 60s γαρ, πασπαλισμένες με κοινωνικές πινελιές.
Ως γνωστόν, ο Τέλης (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος) είναι ο διευθυντής μιας εταιρίας χάλυβα, στην οποία εργάζεται ο Γρηγόρης (Ντίνος Ηλιόπουλος), ένας ελαφρώς γκαφατζής μα τίμιος υπάλληλος. Όταν ο Γρηγόρης τα κάνει μεγαλοπρεπώς μαντάρα απολύεται, όμως έχει πάρει κατά λάθος μαζί του τα διπλά βιβλία της εταιρίας και ο βιομήχανος, φοβούμενος μην τον «καρφώσει» στην εφορία, του… ρίχνει δίπλα του την πανέμορφη κόρη του Τζούλια (Τζένη Καρέζη), προκειμένου να προσποιηθεί την ερωτευμένη μαζί του και να καταφέρουν να πάρουν πίσω τα βιβλία.
Φυσικά, ως είθισται στις ελληνικές ταινίες, το happy end κρύβεται- μ’ ερασιτεχνικό τρόπο, είναι η αλήθεια- στη γωνία και η Τζούλια ερωτεύεται πράγματι τον Γρηγόρη, με αποτέλεσμα στο τέλος να ζήσουν άπαντες καλά κι εμείς, λίγο μετά τη θέασή της, καλύτερα.
Το «Κοροϊδάκι» βγήκε στις αίθουσες το 1960 και έκοψε περισσότερες από 115.000 εισιτήρια, νούμερο άκρως ικανοποιητικό για τα δεδομένα της εποχής. Αποτελούσε διασκευή του θεατρικού έργου των Νίκου Τσιφόρου και Πολύβιου Βασιλειάδη και ο Δαλιανίδης «πάτησε» πάνω σε αυτό κι έγραψε το σενάριο της ταινίας.
Το ενδιαφέρον της όλης υπόθεσης είναι πως Καρέζη και Ηλιόπουλος ήταν οι πρωταγωνιστές και του θεατρικού έργου και φοβόντουσαν αμφότεροι πως η κινηματογραφική του μεταφορά θα έριχνε αυτομάτως τις πωλήσεις των εισιτηρίων στο σανίδι. Γι’ αυτό, λέει ο αστικός μύθος, καθυστερούσαν επίτηδες το γύρισμα της τελευταίας σκηνής του φιλμ, ούτως ώστε να κερδίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο.
Όμως, η πραγματικότητα απέχει πόρρω: η ταινία γυρίστηκε μέσα σε μόλις 24 μέρες, νούμερο-ρεκόρ, με τους πρωταγωνιστές να μην κάνουν ούτε ένα διάλειμμα και να προλαβαίνουν όλα τα deadlines (ηθελημένη αγγλικούρα, μη μας πει και κανείς αγράμματους).
Μάλιστα, ήταν τέτοια η οργάνωση της παραγωγής που το θρυλικό περιοδικό «Εικόνες» είχε γράψει: «Ένα ρεκόρ. Ο ελληνικός κινηματογράφος αρχίζει να μιμείται τους ξένους συναδέλφους του. Η ταινία γυρίστηκε με σύστημα, με καταπληκτική οργάνωση και με συνέπεια…»
Αυτό που μεγαλώνει ακόμα περισσότερο το μύθο της ταινίας είναι το γεγονός πως ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος μαζί με τις πριγκίπισσες Σοφία και Ειρήνη παρίσταντο στα γυρίσματα, θέλοντας, υποτίθεται, να δουν από κοντά το πόσο πολύ είχε προοδεύσει ο ελληνικός κινηματογράφος.
Φυσικά, το απόλυτο κλου, είναι άλλο. Όχι, όχι: δεν είναι τα πολύωρα χορευτικά γυρίσματα Καρέζης-Ηλιόπουλου (είχαν λιώσει το τσάρλεστον με την πρωτοφανή τους κίνηση), ούτε η σχεδόν επιβεβαιωμένη αλήθεια πως η Ρίκα Διαλυνά (κάνει την Αλίκη) σ’ ένα εξωτερικό γύρισμα είχε υπογράψει 550 αυτόγραφα-όχι.
Το αλατοπίπερο στο ήδη υπέροχο κυρίως γεύμα ήταν οι 86 σφαλιάρες (τις μέτρησαν οι τεχνικοί μία προς μία!) που «αντάλλαξαν» μεταξύ τους οι πρωταγωνιστές, με την ακροτελεύτια να τη ρίχνει η Καρέζη στον Ηλιόπουλο, όταν εκείνος αρνήθηκε (όχι δια παντός, φυσικά…) να την παντρευτεί. Αυτό για την κόρη του βιομήχανου ήταν απαράδεκτο, γιατί…
Γιατί, βλέπετε, η Τζούλια είχε το ρόλο της γάτας που θα έκανε μια χαψιά το αφελές ψαράκι που ήταν ο Γρηγόρης. Μόνο που, τα πράγματα δεν πήγαν ακριβώς έτσι. Να δείτε πώς ήταν εκείνος ο στίχος του τραγουδιού, πώς ήταν…
Α, ναι: «Αντί να φάει η γάτα το ψαράκι, το ψάρι τρώει τη γατούλα που αγαπώ».
Τι λέτε, θέλετε ν’ αφεθούμε στο πιο μελωδικό νιάου του ελληνικού σινεμά;