Τον Νοέμβριο του 1944 η Θεσσαλονίκη γιορτάζει το τέλος της γερμανικής κατοχής, με τον κόσμο να βγαίνει στους δρόμους και να διοργανώνει την δική του αυθόρμητη παρέλαση. Τελευταία παρελαύνουν μερικές δεκάδες ρακένδυτα παιδιά, με τον μπροστάρη να κρατά ένα αυτοσχέδιο πλακάτ που έγραφε «Ξυπόλητο Τάγμα».
Έτσι τουλάχιστον αναφέρουν μαρτυρίες επιζώντων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που μεταφέρθηκαν από στόμα σε στόμα κι έγιναν ένα μύθος. Μια θρυλική ιστορία αυταπάρνησης και επιβίωσης, ενός τσούρμου ορφανών τα οποία στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν ολομόναχα, αψήφησαν τον θάνατο.
Μερικά χρόνια νωρίτερα το σκηνικό στην συμπρωτεύουσα ήταν εντελώς διαφορετικό. Στο αλβανικό και το βουλγαρικό μέτωπο οι ελληνικές δυνάμεις, που νωρίτερα είχαν πάρει στο κυνήγι τους Ιταλούς, δεν μπορούν –παρά την ηρωική αντίσταση- να τα βάλουν και με τις τεθωρακισμένες μεραρχίες του Χίτλερ.
Οι Γερμανοί μπαίνουν στην παραδομένη πόλη και αμέσως ξεκινούν την επίταξη κτηρίων για τις ανάγκες των SS, της Γκεστάπο και της Βέρμαχτ, αδιαφορώντας για την προηγούμενη χρήση τους. Τα ορφανοτροφεία δεν αποτελούν εξαίρεση και πολλά από αυτά αδειάζουν, ενώ τα παιδιά είτε στοιβάζονται ομαδικά κάπου αλλού είτε πετιούνται –κυριολεκτικά- στους δρόμους.
Όμως 160 από αυτά δεν χάνουν το κουράγιο τους και μέσα σε λίγες μέρες μετατρέπονται από παιδιά σε «καλλιτέχνες της επιβίωσης». Οργανώνονται, αποκτούν την δική τους δομή και ιεραρχία και όσο συντεταγμένα μπορούν (αφού μιλάμε για πιτσιρίκια που το πολύ να ήταν 10-12 ετών) ρίχνονται στη «μάχη», με τον δικό τους τρόπο.
Πρωταρχικός στόχος τους είναι να μείνουν ζωντανά, παρά την φρίκη και τις κακουχίες της Κατοχής. Και για να συμβεί αυτό πρέπει να βρουν τρόφιμα τα οποία μόνο δύο… είδη ανθρώπων διαθέτουν εκείνη την περίοδο. Οι Ναζί και οι δοσίλογοι. Μπαίνουν, λοιπόν, στο παιχνίδι, γνωρίζοντας καλά πως διαφέρει κατά πολύ από το κρυφτό ή το κυνηγητό που θα άρμοζε περισσότερο σε παιδάκια της ηλικίας τους. Το λάθος εδώ πληρώνεται με θάνατο…
Λιγότερο από μια δεκαετία αργότερα την ιστορία τους μαθαίνει ο Γκρεγκ Τάλλας. Ο γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη ως Γρηγόρης Θαλασσινός, Έλληνας σκηνοθέτης, βρισκόταν τότε στην Αμερική, έχοντας προλάβει ωστόσο να πάρει μια γερή δόση του πολέμου, λαμβάνοντας μέρος στον ισπανικό εμφύλιο, εναντίον των δυνάμεων του Φράνκο. Η ευαισθησία του για το θέμα είναι τέτοια που αποφασίζει να κάνει ταινία και να διηγηθεί τις μυθικές περιπέτειες των «σαλταδόρων».
Να μιλήσει για τα χαμίνια του δρόμου και τους τρόπους με τους οποίους ξεγελούσαν τον κατακτητή και τους εγχώριους συνεργάτες τους, κλέβοντας τρόφιμα, ρούχα και οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο. Είτε στους ίδιους είτε σε άλλους συνανθρώπους τους που είχαν αντίστοιχες ανάγκες. «Χτύπαγαν» καμιόνια, αποθήκες, κελάρια. Τα πάντα. Κάποιες φορές, όταν γίνονταν αντιληπτοί, με βαρύ κόστος σε ανθρώπινες ζωές…
Ο Τάλλας αποφάσισε να γυρίσει την ταινία, προσπαθώντας να μεταφέρει όσο το δυνατόν πιο πιστά την αίσθηση της εποχής, δίνοντας τελικά ένα φιλμ νεορεαλισμού, που θα μπορούσε να είχε χαθεί για πάντα εάν δεν βρίσκονταν αργότερα μια-δυο ξεχασμένες και ταλαιπωρημένες κόπιες από τις οποίες φτιάχτηκε το αρνητικό που υπάρχει σήμερα και παραμένει ο μοναδικός μάρτυρας της συγκινητικής ιστορίας του Ξυπόλητου Τάγματος. Μόνο δύο από τους ηθοποιούς που χρησιμοποίησε ήταν επαγγελματίες. Ο Νίκος Φέρμας και η Μαρία Κωστή.
Όλοι οι υπόλοιποι ήταν ερασιτέχνες. Ακόμη και τα 66 παιδιά που πήραν μέρος στο φιλμ! Μάλιστα τα 63 από αυτά προέρχονταν και την πραγματικότητα από ορφανοτροφεία και αναμορφωτήρια…
Την μουσική της ταινίας υπογράφει ο Μίκης Θεοδωράκης (στο πρώτο του φιλμ), ενώ τα γυρίσματα έγιναν στην Θεσσαλονίκη, με εξαίρεση κάποιες σκηνές με μαυραγορίτες για τις οποίες προτιμήθηκαν οι φυλακές Αβέρωφ, σε μια προσπάθεια να μεταφερθεί με τον καλύτερο τρόπο ό,τι συνέβη εκείνες τις μαύρες μέρες.
Η ταινία προβλήθηκε στο φεστιβάλ του Εδιμβούργου το 1955, αποσπώντας την «Χρυσή Δάφνη» κι έγινε έτσι η πρώτη ελληνική παραγωγή που έπαιρνε ποτέ βραβείο.
Λέγεται πως όταν την είδε ο τεράστιος Βιτόριο Ντε Σίκα γύρισε και είπε στον Γκρεγκ Τάλλας: «Αν είχες γυρίσει αυτή την ταινία πριν γυρίσω εγώ τον Κλέφτη Ποδηλάτων, σήμερα θα ήσουν εσύ ο Ντε Σίκα»…