Η ελληνική ναυσιπλοΐα βρίθει από ιστορίες καραβιών που δεν «αρκέστηκαν» στο ρόλο τους, αλλά έγιναν κάτι μεγαλύτερο απ’ αυτό που αρχικά είχαν προοριστεί στις συνειδήσεις των ανθρώπων.
Ένα τέτοιο καράβι είναι η θρυλική «Νεράιδα» του καπετάν Γιάννη, κατά κόσμον Ιωάννη Λάτση. Το πλοίο που «θήτευσε» ως επιβατηγό, διασωστικό, πλωτό ξενοδοχείο και αποσύρθηκε ως πλωτό μουσείο. Κυρίως όμως το πλοίο από το οποίο προέκυψε μια οικονομική αυτοκρατορία.
Η Νεράιδα κατασκευάστηκε με το όνομα Laurana στη σημερινή Ριέκα της Κροατίας μεταξύ των ετών 1938-1939. Αμέσως μετά τη ναυπήγησή του χρησιμοποιήθηκε για την εξυπηρέτηση ακτοπλοϊκών δρομολογίων στα λιμάνια της Αδριατικής. Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το πλοίο συμμετείχε στις πολεμικές επιχειρήσεις ως διασωστικό, καθώς ήταν ένα γρήγορο και ευέλικτο σκαρί που μπορούσε εύκολα να μεταβαίνει σε ναυάγια και να περισυλλέγει διασωθέντες και τραυματίες, προκειμένου να τους μεταφέρει στα πλωτά νοσοκομεία του ιταλικού ναυτικού.
Από τα εφτά διασωστικά και πλωτά νοσοκομεία που επιτάχθηκαν τότε από τους Ιταλούς μόνο το Laurana διασώθηκε, παρότι καταλήφθηκε από πλοία του βρετανικού στόλου κοντά στη Μάλτα. Για τα επόμενα χρόνια μέχρι το τέλος του 1949, χρησιμοποιήθηκε στην ακτοπλοϊκή σύνδεση Μάλτας-Συρακουσών.
Το Δεκέμβριο του 1949 ο Γιάννης Λάτσης αγόρασε το πλοίο από μαλτέζικη ακτοπλοϊκή εταιρεία και στις αρχές του επόμενου έτους σάλπαρε για πρώτη φορά στον Αργοσαρωνικό με το όνομα που είχε λάβει από τους Ιταλούς ιδιοκτήτες του, περίπου 10 χρόνια πριν.
Ο Λάτσης είχε μάθει μικρός ιταλικά, αξιοποιώντας τις συναναστροφές που είχε με Ιταλούς καρμπονάρους στο λιμάνι της ιδιαίτερης πατρίδας του, το Κατάκολο Ηλείας, όπου προσπαθούσε να συνδράμει το φτωχό οικογενειακό τραπέζι ως λιμενεργάτης (είχε 13 μεγαλύτερα αδέρφια και ένα μικρότερο). Μετά το σχολείο φοίτησε στη Σχολή Πλοιάρχων του Eμπορικού Nαυτικού του Πύργου. Λάτρης της θάλασσας καθώς ήταν, μπάρκαρε σε ένα μικρό φορτηγό που πηγαινοερχόταν στην Iταλία και έφτασε μέχρι το βαθμό του υποπλοιάρχου. Η φιλία του με τον γιο του ιδιοκτήτη του φορτηγού, Λουκά Νομικού, εξασφάλισε στον Λάτση το πρώτο εμπορικό πλοίο του με πίστωση, κάνοντας το όνειρό του πραγματικότητα.
Με την ένταξη του Laurana στη γραμμή του Αργοσαρωνικού συνέπεσε και η μετονομασία του. Στο παρθενικό ταξίδι το 1950, παρευρέθηκε ο Νικόλαος Πλαστήρας λίγες μέρες πριν από την ορκωμοσία του ως πρωθυπουργός. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού έγινε ψηφοφορία για το όνομα του πλοίου κι ενώ οι προσκεκλημένοι υπερψήφισαν το «Έλλη», τελικά επελέγη το «Νεράιδα». Όταν το πλοίο έφτασε στην Ύδρα, έγινε η τελετή ονοματοδοσίας από τον μετέπειτα πρωθυπουργό.
Για 25 χρόνια το «Νεράιδα» εκτελούσε καθημερινά το δρομολόγιο Πειραιάς-Αίγινα-Μέθανα-Πόρος-Ύδρα-Σπέτσες-Ερμιόνη. Πολλοί θυμούνται τον καπετάν Γιάννη, ακούραστος και αεικίνητος καθώς ήταν, να κόβει ο ίδιος τα εισιτήρια στο λιμάνι του Πειραιά, να κουβαλάει τις βαλίτσες των επιβατών, να λύνει τα σκοινιά και να τρέχει για να προλάβει να μπει μέσα.
Σε αυτά τα 25 χρόνια το καράβι είχε την ευκαιρία να «πρωταγωνιστήσει», τις δεκαετίες του 1950 και του ‘60 σε πλήθος ελληνικών ταινιών αλλά κυρίως στη χολιγουντιανή παραγωγή του 1957 με τη Σοφία Λόρεν «Το Παιδί και το Δελφίνι». Ήταν τότε που μετατράπηκε σε πλωτό ξενοδοχείο, αλλά και στρατηγείο των συντελεστών της ταινίας, καθώς εκείνη την εποχή η Ύδρα δεν είχε καταλύματα για φιλοξενία μεγάλου αριθμού επισκεπτών, ούτε καν ηλεκτρικό ρεύμα.
Αν και με τα χρόνια η «Νεράιδα» έγινε ασύμφορη και κατά το κοινώς λεγόμενο «έβαζε μέσα» τον ιδιοκτήτη της, ο Λάτσης το θεωρούσε το πρώτο και «τυχερό» του πλοίο, περιβάλλοντας το με συναισθηματική αξία. Για αυτό και όταν πέρασαν τα χρόνια και ήρθε η ώρα να γίνει παλιοσίδερα, ο Έλληνας μεγιστάνας αρνήθηκε πεισματικά. Το πλοίο παρέμεινε παροπλισμένο στην Ελευσίνα για πάνω από 30 χρόνια, καθώς ο Γιάννης Λάτσης δεν έστειλε ποτέ το σκαρί στα διαλυτήρια. Το 2007, τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό του, η οικογένειά του αποφάσισε την ανακατασκευή και μετατροπή του σε πλωτό μουσείο.
Το Σεπτέμβριο του 2007, το πλοίο οδηγήθηκε στο ναυπηγείο NCP στο Sibenik της Κροατίας, λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα νοτιότερα από την πόλη όπου «γεννήθηκε». Τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό ανέλαβε το γραφείο Patterson Buxton Consultants του Λονδίνου, την κατασκευή των εσωτερικών χώρων η γερμανική εταιρεία Metrica Interior και τη μουσειολογική μελέτη η Καθηγήτρια Αλεξάνδρα Μπούνια.
Στις εργασίες, που διήρκεσαν τρία χρόνια, είχε προσωπική επίβλεψη ο μοναχογιός του Λάτση, Σπύρος. Ολοκληρώθηκαν τον Απρίλιο του 2010 οι εργασίες και μετά από τις απαραίτητες δοκιμές και ελέγχους, το «Νεράιδα» ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής του στα ελληνικά νερά.
Σήμερα, το «Νεράιδα» είναι το μοναδικό πλωτό μουσείο της χώρας. Βρίσκεται ελλιμενισμένο στη Μαρίνα Φλοίσβου, χρηματοδοτείται από το Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση και η είσοδος είναι δωρεάν. Οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν μέσω αφήγησης, φωτογραφιών και οπτικοακουστικού υλικού την ιστορία του «τυχερού βαποριού» του Καπετάν Γιάννη και την επιχειρηματική πορεία του ιδιοκτήτη του.
Το 2003, χρονιά που ο Γιάννης Λάτσης, ένας από τους μεγαλύτερους εφοπλιστές του 20ου αιώνα, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 93 ετών, το Forbes τον ανακήρυξε ως τον Νο. 101 πλουσιότερο άνθρωπο στον κόσμο, με την περιουσία του να εκτιμάται στα 5,4 δισεκατομμύρια δολάρια. Το «Νεράιδα» ήταν αυτό το οποίο ξεκίνησε ουσιαστικά το όραμα για τη δημιουργία κάτι τόσο ισχυρού.