Μια φάρσα που γύρισε μπούμερανγκ: Το τραγικό τέλος του Λουτσιάνο Τσεκόνι

Σκοτώνοντας έναν «άγγελο»

«Ψηλά τα χέρια, ληστεία», φώναξε ο ξανθός άνδρας που συνοδευόμενος από ένα δεύτερο άτομο, μόλις είχε μπει σε κοσμηματοπωλείο της Ρώμης. Ο ιδιοκτήτης, χωρίς δεύτερη σκέψη, γύρισε προς το μέρος του και με προτεταμένο το όπλο του, πυροβόλησε και τον σκότωσε…

Αυτό που δεν είχε αντιληφθεί, καθώς βρισκόταν πισώπλατα, ήταν πως ο «ληστής» δεν ήταν άλλος από τον διάσημο και πασίγνωστο στην πλειοψηφία των κατοίκων της πρωτεύουσας της Ιταλίας, Λουτσιάνο Ρε Τσεκόνι, ποδοσφαιριστή της Λάτσιο και μέλος της εθνικής ομάδας της χώρας.

Ήταν μόλις 29 ετών όταν συνέβη αυτό το τραγικό περιστατικό, έχοντας κάνει ήδη μια σπουδαία καριέρα, κατακτώντας μάλιστα στο ιστορικό για τους «λατσιάλι» πρωτάθλημα του 1974, το πρώτο που είχαν πανηγυρίσει ποτέ, ενώ βρισκόταν και στο ρόστερ της «σκουάντρα ατζούρα» που είχε ταξιδέψει στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974, χωρίς πάντως να αγωνιστεί στα γήπεδα της Γερμανίας, όπου τα «πάντσερ» (Δυτική Γερμανία τότε) στέφθηκαν πρωταθλητές κόσμου.

Γεννημένος το 1948, ο Τσεκόνι είχε παίξει σε Προ Πάτρια και Φότζια, πριν πάρει μεταγραφή για την Λάτσιο το 1972. Ήδη θεωρείτο ένας από τους πιο δουλευταράδες χαφ στη χώρα, ιδιαίτερα εξελίξιμος και λόγω του παρουσιαστικό του, δεν άργησε να γίνει ο «ξανθός άγγελος» της ομάδας, όπως τον αποκαλούσαν οι οπαδοί.

Παράλληλα, διάφοροι επισημαίνουν ότι η σχέση αγάπης που είχε αναπτυχθεί μεταξύ του Τσεκόνι και του σκληρού πυρήνα της εξέδρας του «Ολίμπικο» δεν οφειλόταν μόνο στις ποδοσφαιρικές αρετές και ικανότητές του, αλλά και στο γεγονός ότι μοιράζονταν κοινές ιδέες για την πολιτική. Για να το πούμε ξεκάθαρα, πολλοί ήταν εκείνοι που υποστήριζαν πως είχε ακραίες απόψεις και υπήρξε φίλα προσκείμενος στον φασισμό.

Αυτή πάντως δεν ήταν η μόνη φήμη που τον συντρόφευε. Όσοι τον γνώριζαν, έκαναν λόγο για έναν άνθρωπο με πηγαίο χιούμορ, που ήταν η «ψυχή» των αποδυτηρίων, σκαρώνοντας διαρκώς φάρσες στους συμπαίκτες του.

Θέλοντας να τρομάξει έναν από αυτούς, τον Πιέρο Γκεντίν, εκείνο το απόγευμα της 18ης Ιανουαρίου 1977, αποφάσισε να κάνει το μοιραίο αστείο. Ο κοσμηματοπώλης, Μπρούνο Ταμποκίνι, δεν πρόλαβε να αναγνωρίσει κανέναν από τους δύο. Πυροβόλησε και είδε τον Τσεκόνι να σωριάζεται αιμόφυρτος στο έδαφος. Οι τελευταίες λέξεις του, λίγο πριν ξεψυχήσει,  ήταν: «έκανα πλάκα»…

Ο Ταμποκίνι συνελήφθη, αλλά δεν του απαγγέλθηκαν κατηγορίες ούτε πέρασε από δίκη, αφού οι Αρχές δέχτηκαν ότι αμύνθηκε, φοβούμενος πως κινδυνεύει την ζωή του. Από την άλλη, ο Γκεντίν κατέθεσε ότι ο συμπαίκτης του δεν είχε προλάβει να μιλήσει, αντικρούοντας τον ισχυρισμό του ιδιοκτήτη του καταστήματος. Παράλληλα, όμως, υπήρξαν μαρτυρίες ότι αντίστοιχες «πλάκες» είχε κάνει στο παρελθόν και σε άλλα μαγαζιά της Ρώμης, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί πως ο Ταμποκίνι έλεγε την αλήθεια.

Το σοκ μεταξύ των οπαδών της Λάτσιο ήταν τεράστιο. Ο δικός τους «ξανθός άγγελος» και μέλος της ομάδας που –επιτέλους- είχε κατακτήσει για αυτούς ένα «σκουντέτο» ήταν νεκρός. Η κηδεία του μετατράπηκε σε λαϊκό προσκύνημα και οι σκηνές που εκτυλίχθηκαν κατά την νεκρώσιμη ακολουθία και αργότερα στο κοιμητήριο κατά την ταφή του, ήταν πρωτόγνωρες για ποδοσφαιριστή.

Το ακόμη πιο τραγικό της υπόθεσης ήταν πως φεύγοντας από την ζωή, ο Τσεκόνι άφησε πίσω του την σύζυγό του και δύο μικρά παιδιά. Αργότερα, ο γιος του, Στέφανο, αγωνίστηκε για λογαριασμό της Νερβιανέζε, στο γήπεδο που πήρε το όνομα του πατέρα του, ενώ από το 2003 ένας δρόμος της Ρώμης φέρει επίσης το όνομα του «ξανθού άγγελου», που όπως γράφει και στον τάφο του, έφυγε νωρίς…