Τα ημερολόγια έγραφαν «1 Δεκέμβρη 1955» εκείνο το μεσημέρι που μια 42χρονη μαύρη γυναίκα, η οποία μόλις είχε σχολάσει από τη δουλειά της, μπήκε στο λεωφορείο προκειμένου να επιστρέψει σπίτι της. Λεγόταν Ρόζα Παρκς.
Εκείνη την εποχή, οι θέσεις των λεωφορείων στις ΗΠΑ ήταν χωρισμένες σε θέσεις λευκών και σε θέσεις μαύρων: οι μαύροι έπρεπε πάντα να κάθονται στις πίσω θέσεις των οχημάτων και να μπαίνουν μόνο από τις πίσω πόρτες. Οι λευκοί είχαν το προνόμιο να χρησιμοποιούν όλο το λεωφορείο.
Το όχημα ήταν άδειο όταν εκείνη μπήκε μέσα. Παρ’ όλα αυτά δεν κινήθηκε προς τις πίσω θέσεις, τις θέσεις δηλαδή των μαύρων. Αντίθετα, πήγε μπροστά – μπροστά, κάθισε σχεδόν πίσω από τον οδηγό. Όταν ο τελευταίος της επισήμανε πως αυτό που έκανε απαγορεύεται και της υπέδειξε πως πρέπει να πάει στο πίσω μέρος του λεωφορείου, εκείνη τον αγνόησε, του δήλωσε απλά πως δεν βρίσκει κανέναν λόγο να αλλάξει θέση και συνέχισε να κοιτάει με απάθεια έξω από το παράθυρο. Ο οδηγός σταμάτησε το λεωφορείο, κάλεσε την αστυνομία για να την συλλάβει. Εκείνη σηκώθηκε από τη θέση της δια της βίας μόνο όταν οι αστυνομικοί έφτασαν στο σημείο.
Στο δικαστήριο που έγινε τέσσερις μέρες μετά, η Ρόζα Παρκς κρίθηκε ένοχη και της επιβλήθηκε πρόστιμο 14 δολαρίων. Την ίδια μέρα, όλοι οι μαύροι του Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, του μέρους στο οποίο ζούσε η Ρόζα Παρκς, αποφάσισαν να μποϊκοτάρουν τα λεωφορεία. Αν και έβρεχε, κανένας μαύρος δεν ανέβηκε σε λεωφορείο. Μερικοί χρειάστηκαν να περπατήσουν μέχρι και 32 χιλιόμετρα για να φτάσουν στις δουλειές τους. Πρωτοστάτης σε εκείνο το κίνημα υπήρξε ένας άγνωστος 27χρονος μαύρος άντρας. Το όνομά του ήταν Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.
Η είδηση ταξίδεψε στις ΗΠΑ με την ταχύτητα σφαίρας: «μια μαύρη γυναίκα έκατσε στις θέσεις των λευκών, αρνήθηκε να σηκωθεί, συνελήφθη και ενοχοποιήθηκε για αυτό». Ένας μεγάλος δημόσιος διάλογος για αυτή την πράξη ανυπακοής ξέσπασε και σχεδόν ταυτόχρονα, ξεκίνησε ένα μαζικό μποϊκοτάζ στις δημόσιες συγκοινωνίες, που μέρα με τη μέρα γιγαντωνόταν: για τον επόμενο ένα χρόνο χιλιάδες άνθρωποι, μαύροι αλλά και λευκοί που ήταν έναντια στον νόμο,. ταρνούνταν πεισματικά να χρησιμοποιήσουν τα λεωφορεία, το σύστημα των συγκοινωνιών κόντεψε να καταρρεύσει οικονομικά. Τελικά, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έκρινε αντισυνταγματικό τον νόμο περί διαχωρισμού μαύρων και λευκών στα λεωφορεία: το όνομα της Ρόζα Παρκς, έγινε συνώνυμο του αγώνα για την άρση των φυλετικών διαχωρισμών.
Η Ρόζα Παρκς έγινε ένα αληθινός θρύλος, ένα πρόσωπο – σύμβολο των παγκόσμιων αντιρατσιστικών κινημάτων. Το 1996 της απονεμήθηκε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας και το 1999 τιμήθηκε με το Χρυσό Μετάλλιο του Κογκρέσου για τον αγώνα της κατά του ρατσισμού. Όταν πέθανε το 2005 στα 92 της, έγινε η πρώτη γυναίκα, η σορός της οποίας εξετέθη σε λαϊκό προσκύνημα στο Καπιτώλιο.
«Ο κόσμος λέει ότι δεν παραχώρησα τη θέση μου γιατί ήμουν κουρασμένη, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Δεν ήμουν σωματικά κουρασμένη ούτε περισσότερο κουρασμένη απ’ όσο ήμουν συνήθως στο τέλος μιας ημέρας στη δουλειά. Όχι. Η μόνη κούραση που είχα, ήταν η κούραση του να υποχωρώ κάθε μέρα. Δεν είχα ιδέα ότι εκείνη τη στιγμή έγραφα ιστορία. Απλά είχα βαρεθεί να υποχωρώ», θα δηλώσει η ίδια μετά από χρόνια.
Σήμερα κλείνουν 64 χρόνια από την ιστορική ημέρα που η Ρόζα Παρκς αρνήθηκε να υποχωρήσει…