Με την κήρυξη του πολέμου από τη Σοβιετική Ένωση στην Ιαπωνία στις 6 Αυγούστου του 1945 και τη ρίψη των ατομικών βομβών από τις ΗΠΑ σε Χιροσίμα και Ναγκασάκι ξεκινάει ουσιαστικά ο Ψυχρός Πόλεμος.
Η προέλαση των Σοβιετικών στη Μαντζουρία τρομάζει τους Αμερικανούς, που θέλοντας να αποφύγουν απόβαση των στρατευμάτων του Στάλιν στη διαλυμένη Ιαπωνία επιστρατεύουν το νέο τρομακτικό όπλο, αφενός μεν για να κάνουν επίδειξη ισχύος στο εν δυνάμει αντίπαλο δέος, αφετέρου για να είναι οι μόνοι που θα συνθηκολογήσουν με την ασιατική χώρα, άρα και να την κρατήσουν απόλυτα υπό τη δική τους επιρροή.
Οι Αμερικανοί πρόλαβαν να «σώσουν» την Ιαπωνία από την κομμουνιστική απειλή, δεν συνέβη όμως το ίδιο και στη γειτονική Κορέα. Στο βόρειο τμήμα της χώρας προωθούνται φιλο-κομμουνιστικά στοιχεία και υπό την προστασία των Σοβιετικών ο κομμουνιστής ηγέτης Κιλ Ιλ-Σονγκ ανακηρύσσει το κράτος της Βορείου Κορέας, με πρόεδρο τον ίδιο και πρωτεύουσα την Πιονγιάνγκ. Η διχοτόμηση της χώρας ορίζεται από τη γραμμή του 38ου γεωγραφικού παράλληλου. Στο νότιο τμήμα αναλαμβάνει πρόεδρος ο φιλοαμερικανός, αντικομμουνιστής πολιτικός Ρι Σουνγκ-μαν, ιδρύοντας τη Νότια Κορέα με πρωτεύουσα τη Σεούλ.
Ο κόσμος έχει χωριστεί στα δύο. Παρότι στην Κίνα και στην Ελλάδα έχουν ξεσπάσει ήδη εμφύλιοι πόλεμοι, το πρώτο «θερμό» μέτωπο του Ψυχρού Πολέμου είναι το κορεατικό, καθώς στα προηγούμενα δύο δεν εμπλέκονται (παρά μόνο νοερά) δυνάμεις και των δύο στρατοπέδων.
Στις 25 Ιουνίου του 1950 ο στρατός της Βορείου Κορέας ξεκινάει μαζική επίθεση, καταλαμβάνοντας εδάφη του νότου. Η κυβέρνηση της Πιονγιάνγκ ανακοινώσει ότι στοχεύει στη συνένωση των δύο τμημάτων της Κορέας και την εκτέλεση του Ρι Σουνγκ-μαν.
Πέντε μόλις χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η ανθρωπότητα βρίσκεται προ των πυλών του Γ’. Προ αυτού του κινδύνου, ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν δεν ενδίδει στις πιέσεις των «γερακιών» της στρατιωτικής διοίκησης και των μεγάλων βιομηχανιών παραγωγής οπλισμού. Επιλέγει τον διπλωματικό ελιγμό. Εκμεταλλευόμενος την απουσία της ΕΣΣΔ και της Κίνας από τον ΟΗΕ πετυχαίνει την ομόφωνη καταδίκη της Βορείου Κορέας στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και την αποστολή στρατευμάτων στο νησί υπό την «ταμπέλα» αυτού.
Η συντριπτική πλειονότητα των ανδρών που εκστρατεύουν στην Άπω Ανατολή προς υπεράσπιση της Νοτίου Κορέας είναι Αμερικανοί, αλλά ένα «λιθαράκι» καλούνται να βάλουν και οι άλλες χώρες – μέλη του ΟΗΕ. Ανάμεσα τους και η Ελλάδα, η οποία στέλνει ένα τάγμα πεζικού και ένα σμήνος αεροπορίας. Η δύναμη φτάνει τους 2.000 άνδρες, αρκετοί εξ’ αυτών όμως είναι εθελοντές.
Αφού εκπαιδεύτηκαν σε στρατιωτικό κέντρο της Λαμίας, οι Έλληνες στρατιώτες επιβιβάστηκαν στο αμερικανικό οπλιταγωγό «Τζένεραλ Χαν» και ύστερα από 24 ημέρες έφτασαν στο λιμάνι της Πουσάν. Στα τρία χρόνια που διήρκεσε ο πόλεμος, ο ελληνικός στρατός μέτρησε συνολικά 187 νεκρούς και 614 τραυματίες, βάσει των επίσημων στοιχείων. Οι νεκροί κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων ενταφιάστηκαν προσωρινά στο νεκροταφείο της Πουσάν.
Ο πόλεμος της Κορέας έληξε με συνθηκολόγηση τον Ιούλιο του 1953, με τεράστιες εκατέρωθεν απώλειες. Τα περισσότερα στρατεύματα τα έστειλε η κομμουνιστική Κίνα του Μάο Τσετούνγκ (η οποία είχε και τους περισσότερους νεκρούς) και αφότου πέτυχαν να καταλάβουν τη Σεούλ, προέκυψε ξανά η απειλή του Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου, με τον Αμερικανό Στρατηγό Ντάγκλας Μακ Άρθουρ να τίθεται υπέρ της χρήσης πυρηνικών όπλων. Πρυτάνευσε όμως ξανά η… λογική και ψυχραιμότερες φωνές στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Οι νοτιοκορεατικές – αμερικανικές δυνάμεις πέτυχαν τελικά να ανακαταλάβουν τη Σεούλ και να απωθήσουν, πίσω, στις αρχικές θέσεις τους τις εχθρικές δυνάμεις. Η χώρα διχοτομήθηκε επίσημα κοντά στον 38ο παράλληλο, σαν να μην είχε γίνει ποτέ ο πόλεμος…
Οι Έλληνες στρατιώτες επέστρεψαν στην πατρίδα περίπου δύο χρόνια μετά τη λήξη των εχθροπραξιών, στις 4 Μαρτίου του 1955. Παρουσία του βασιλιά Παύλου και του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Παναγιώτη Κανελλόπουλου, πραγματοποιήθηκε στην πλατεία Κοραή επίσημη τελετή υποδοχής από τον ελληνικό λαό. Μαζί με τους επιζήσαντες επέστρεψαν και τα οστά των συντρόφων τους, που έχασαν τη ζωή τους στον πόλεμο. Μετά από την επιμνημόσυνη δέηση τα φέρετρα των οπλιτών μεταφέρθηκαν στα νεκροταφεία Κοκκινιάς και Αθηνών.
Κοντά στη Σεούλ έχει στηθεί μνημείο για τους πεσόντες Έλληνες, ενώ μισό αιώνα μετά ο τότε πρόεδρος της Νοτίου Κορέας εξήρε τη γενναιότητα των Ελλήνων μαχητών, αναδεικνύοντας τη συμμετοχή τους στη νικηφόρα «στρατηγικά σημαντική μάχη του Λόφου 381». Τονίζοντας ότι «η Κορέα δεν θα ξεχάσει ποτέ τους γενναίους Έλληνες πολεμιστές που αγωνίσθηκαν για την υπεράσπιση της ελευθερίας τους».
Οι αντιδράσεις στην ελληνική κοινωνία για εμπλοκή σε έναν πόλεμο τόσο μακρινό και εντελώς άσχετο με τα συμφέροντα της χώρας ήταν μεγάλες. Η Ελλάδα όμως αποφάσισε ότι όφειλε να ανταποδώσει στις ΗΠΑ (και γενικότερα στη Δύση) για τη βοήθεια της στην εξάλειψη του… κομμουνιστικού κινδύνου.
Ανάγκη που φυσικά δεν κατόρθωσαν ποτέ να αφουγκραστούν οι μαυροντυμένες μητέρες, που ως τραγικές φιγούρες «έντυσαν» με το μοιρολόι τους την τελετή υποδοχής της ελληνικής αποστολής σε μια γωνιά του κόσμου που οι μεγάλοι του πλανήτη έσυραν στο θάνατο πάνω από 1 εκατομμύριο ανθρώπους, απλά για το… τίποτα.