Η μέρα που ο Θεός του μπάσκετ κατηγορήθηκε ότι «σκότωσε» τον πατέρα του

Αντιμέτωπος με όλη την καχυποψία του κόσμου…

Στις 3 Αυγούστου 1993 οι αρχές της Βόρειας Καρολίνας ανακαλύπτουν μέσα σε βάλτο το πτώμα ενός άνδρα που τρεις ημέρες αργότερα αποτεφρώνεται. Μία εβδομάδα μετά η εξέταση της οδοντοστοιχίας του μαρτυρά την ταυτότητά του και ξαφνικά ο κορυφαίος μπασκετμπολίστας της ιστορίας, Μάικλ Τζόρνταν, βρίσκεται αντιμέτωπος με τον πιο δύσκολο αντίπαλο που είχε ποτέ. Τις υποψίες ότι εμπλέκεται με κάποιο τρόπο στη δολοφονία του πατέρα του.

Όπως και να είχε ζήσει την ζωή του ο Τζέιμς Ρ. Τζόρνταν δύσκολα θα μπορούσε να επιδείξει κάτι σπουδαιότερο από τον δευτερότοκο γιο του, τον οποίο ουσιαστικά έσπρωξε προς το μπάσκετ, κάνοντας ένα μοναδικό δώρο στην ανθρωπότητα. Αλλά η αλήθεια είναι πως η γενικότερη συνεισφορά του, όχι μόνο δεν ήταν σπουδαία, αλλά αντίθετα η ύπαρξή του μπορεί να θεωρηθεί ακόμη και τοξική.

Άλλωστε η ίδια η κόρη του ήταν εκείνη που (μετά το θάνατό του) αποκάλυψε την σεξουαλική κακοποίηση που βίωσε στα χέρια του για χρόνια (κάτι που ο MJ έμαθε πολύ αργότερα σύμφωνα με την μαρτυρία της), ενώ ήταν γνωστή και η ιδιαίτερη και πολύ αμφιλεγόμενη σχέση του άσου των Μπουλς με τον πατέρα του.

 

 

Τουλάχιστον για εκείνους που γνώριζαν πρόσωπα και καταστάσεις και μπορούσαν να επιβεβαιώσουν ότι ο συγχωρεμένος ήταν ένας πολύ σκληρός άνθρωπος, ο οποίος πίεζε πολύ τον γιο του, συχνά προχωρούσε σε μειωτικούς χαρακτηρισμούς και αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης ήταν να δημιουργεί ένας παθολογικό δέσιμο μεταξύ των δύο, όπου η αγάπη και το μίσος ανταγωνίζονταν για το ποιο από τα δυο συναισθήματα θα έβγαινε στην επιφάνεια.

Ωστόσο το να υπαινιχθεί κάποιος ότι ο Τζόρνταν αποφάσισε την εποχή που μεσουρανούσε να εκδικηθεί ετεροχρονισμένα τον πατέρα του για ό,τι τράβηξε μέχρι να γίνει αυτός που έγινε ή για λογαριασμό της αδελφής του, φαντάζει εξωπραγματικό σενάριο. Αντίθετα, το να συνδέσει κάποιος την δολοφονία του με το πρόβλημα τζόγου που αντιμετώπιζε ο κορυφαίος των κορυφαίων και την πιθανότητα εμπλοκής του οργανωμένου εγκλήματος που θέλησε έτσι να στείλει μήνυμα στον άνθρωπο που άλλαξε το ΝΒΑ, έμοιαζε αρκετά λογικό ή έστω λογικοφανές.

Εκείνη την εποχή ακόμη και ο Τύπος χωρίστηκε ουσιαστικά στα δύο. Η μία πλευρά αρκέστηκε στην απλή καταγραφή των γεγονότων και των ειδήσεων, ενώ μια άλλη –πιο… ψαγμένη- επιχείρησε να βγάλει «λαβράκι», συνδέοντας τον εθισμό του υιού Τζόρνταν με τον τζόγο και την δολοφονία του πατρός Τζόρνταν με μια σφαίρα στο κάθισμα του αυτοκινήτου του.

Η αναφορά του FBI τονίζει ότι η κόκκινη Lexus SC400 που οδηγούσε ο Τζέιμς Τζόρνταν «έμοιαζε σαν μια φωτεινή πινακίδα νέον που έγραφε κλέψτε με», πράγμα που σήμανε ότι οι έρευνες θα κατευθύνονταν σε τυπική ποινική υπόθεση ληστείας που πήγε πολύ στραβά και όχι σε μαφιόζικο χτύπημα από μέλη του οργανωμένου εγκλήματος.

Όταν τελικά συνελήφθησαν οι Ντάνιελ Άντρε Γκριν και ο Λάρι Μάρτιν Ντέμερι αποδείχθηκε ότι οι εκτιμήσεις των ομοσπονδιακών ήταν σωστές. Αν, μάλιστα, γνώριζαν την ταυτότητα του θύματος ή την καταλάβαιναν ακόμη και από την πινακίδα UNC0023 (που παραπέμπει στα χρόνια του MJ στο πανεπιστήμιο του Νορθ Καρολάινα), πιθανότατα θα υπήρχε απαγωγή με σκοπό τα λύτρα και όχι δολοφονία.

Όμως μέχρι όλα αυτά να γίνουν γνωστά η πίεση στους ώμους του Τζόρνταν ήταν ήδη αφόρητη, κάτι που ο ίδιος ο παίκτης των Μπουλς έκανε ξεκάθαρο με μια σύντομη, αλλά απολύτως ενδεικτική της ψυχολογικής κατάστασής του, δήλωση.

«Έριξαν αλάτι στην ανοιχτή πληγή μου. Οι δημοσιογράφοι που ασχολήθηκαν με αβάσιμες εικασίες και κιτρινισμό θα πρέπει να μας κάνουν όλους να σταματήσουμε και να εξετάσουμε τη συνείδησή μας και τις βασικές ανθρώπινες αξίες μας»… Αλλά αυτή η δήλωση δεν ήταν ούτε η τελευταία ούτε η χειρότερη (τουλάχιστον για τους μπασκετόφιλους) είδηση που θα μπορούσε να βγει από τα χείλη του.

Στις αρχές Οκτωβρίου του ίδιου έτους έρχεται το απίστευτο μαντάτο. Ο Μάικλ Τζόρνταν, ο κορυφαίος των κορυφαίων, ο άνθρωπος που πάνω του στηρίχτηκε ο σημερινός μύθος του ΝΒΑ, ο υπεράνθρωπος, ο παίκτης που έχει χαρίσει μερικές από τις πιο εντυπωσιακές φάσεις στην ιστορία, ο αψεγάδιαστος, αποφάσιζε να εγκαταλείψει το μπάσκετ…

Τότε ήταν μόλις 30 ετών και έτοιμος να περάσει στην πιο ώριμη και ενδεχομένως παραγωγική φάση της καριέρας του, διευρύνοντας την δυναστεία του Σικάγο αλλά και την προσωπική κυριαρχία του στο άθλημα. Είχε ξεμείνει, όμως, από κίνητρο, όπως αποκάλυψε ο ίδιος, ενώ ένιωθε πως πλέον δεν είχε κάτι άλλο να δώσει.

Καθόλου περίεργο, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι στα βίντεο βάσει των οποίων καταδικάστηκαν οι δολοφόνοι του πατέρα του είχε δει τους θύτες να χορεύουν φορώντας το ρολόι του αλλά και τα δαχτυλίδια των τίτλων του ΝΒΑ που του είχε χαρίσει. Εικόνες που δύσκολα μπορεί να ξεπεράσει κανείς, ακόμη κι αν λέγεται Μάικλ Τζόρνταν.

Ακόμη και σήμερα, ωστόσο, πολλού διατηρούν αμφιβολίες για την πορεία των γεγονότων. Κι ενώ φαίνεται πως δεν υπάρχουν αντιδράσεις σχετικά με το κίνητρο των δολοφόνων, αρκετοί είναι εκείνοι που συνδέουν την απόφαση για αποχώρηση με τις υποθέσεις τζόγου, κάνοντας λόγο για πιέσεις του οργανισμού, ακόμη και του πρώην παντοδύναμου κομισάριου Ντέιβντ Στερν, στον Τζόρνταν να σταματήσει. Λες και θα ήθελε οποιοσδήποτε να σκοτώσει την «χήνα με τα χρυσά αυγά», όπως αποδείχτηκε πως ήταν και παραμένει ο Τζόρνταν όχι μόνο για το μπάσκετ αλλά για την αμερικάνικη κουλτούρα γενικότερα.