Με τις αερομαχίες πάνω από την θάλασσα του Αιγαίου να αποτελούν καθημερινή πρακτική, το περιθώριο για «λάθη» και «μοιραία ατυχήματα» γίνεται πολύ μεγαλύτερο από αυτό που θα έπρεπε να είναι.
Θα ήταν τελείως αφελές να μην αποδεχτεί κανείς ότι Ελλάδα και Τουρκία συνθέτουν ένα αδιανόητα παράδοξο ζευγάρι γειτόνων που βρίσκονται εδώ και δεκαετίες σε καθεστώς ενός ουσιαστικά «ακήρυχτου πολέμου», ο οποίος –όπως κάθε πόλεμος- έχει τα θύματά του.
Συνοριακές διαφορές και εδαφικές διεκδικήσεις μεταξύ όμορων κρατών υπάρχουν παντού στον κόσμο, αλλά ανάλογη κατάσταση όπως αυτή στη γειτονιά μας που εμπλέκονται δύο χώρες οι οποίες είναι μέλη του ίδιου συμμαχικού συνασπισμού, δύσκολα μπορεί να βρεις στην ιστορία.
Το σενάριο για ένα από τα πλέον θερμά –και λυπηρά επεισόδια- στις τεταμένες ελληνοτουρκικές σχέσεις γράφτηκε σαν σήμερα, πριν από 14 χρόνια, όταν μετά από αερομαχία ανοιχτά της Καρπάθου, ένα ελληνικό κι ένα τουρκικό μαχητικό αεροσκάφος έπεσαν στην θάλασσα του Αιγαίου, με μία διαφορά. Ο Έλληνας πιλότος, ο σμηναγός Κωνσταντίνος Ηλιάκης έπεφτε νεκρός, την ίδια ώρα που ο Τούρκος συνάδελφός του, είχε προλάβει να εγκαταλείψει το δικό του RF-4 και να περισυλλεχθεί σώος και αβλαβής.
Στα στρατιωτικά και πολιτικά επιτελεία σήμανε συναγερμός, ενώ ταυτόχρονα λάμβανε χώρα κι ένα παράλληλο θρίλερ σχετικά με την τύχη του Τούρκου πιλότου, ο οποίος έχοντας πέσει σε διεθνή χωρικά ύδατα, αρνούνταν να μιλήσει ή να συνεργαστεί με οποιοδήποτε τρόπο με τις ελληνικές αρχές, που βρέθηκαν ενώπιον μιας δύσκολης κατάστασης καθώς δεν γνώριζαν ακόμη κάτω υπό ποιες συνθήκες είχε προκληθεί το μοιραίο συμβάν που είχε κοστίσει την ζωή ενός Έλληνα στρατιωτικού.
Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, τα δύο αεροσκάφη είχαν εμπλακεί σε μια από τις «συνηθισμένες» αερομαχίες, ως μέλη ευρύτερων σχηματισμών. Σε μια από τις επικίνδυνες μανούβρες που επιχειρήθηκαν στην προσπάθεια των πιλότων να πάρουν το «πάνω χέρι», το αεροπλάνο του Χαλί Ιμπραήμ Οσκεμπίρ πλησίασε σε απόσταση αναπνοής το F-16 του Ηλιάκη, με αποτέλεσμα το δεξί φτερό του να χτυπήσει την καλύπτρα του ελληνικού αεροσκάφους, οδηγώντας σε απώλεια στήριξης και σε κάθετη, ανεξέλεγκτη πτώση. Δευτερόλεπτα αργότερα το F-16 «κομμένο» στα δύο, έπεφτε στη θάλασσα, παίρνοντας μαζί του και τον αδικοχαμένο Ηλιάκη.
Η ελληνική κοινωνία βίωνε ένα πρωτοφανές δράμα και υπό καθεστώς απόλυτης θλίψης και οργής, ζητούσε επίμονα απαντήσεις. Το πόρισμα που ήρθε αργότερα, έγινε δεκτό με δυσπιστία. «Ο σμηναγός Ηλιάκης κατευθύνθηκε προς το τουρκικό αεροσκάφος RF-4, στο πλαίσιο διατεταγμένης και σύμφωνης με το περιεχόμενο και τα δεδομένα αποστολής του προσπάθειας αναχαίτισης – αναγνώρισης σε ευθεία και οριζόντια πτήση, χωρίς να ελιχθεί καθ’ οποιονδήποτε τρόπο και χωρίς να παραβιάσει την απόσταση ασφαλείας των 1.000 ποδών που ορίζεται για την αποφυγή εναέριων συγκρούσεων μεταξύ αεροσκαφών», ανέφερε το πόρισμα, ενώ στο ίδιο κείμενο λίγο πιο κάτω, γινόταν αναφορά και στο ρόλο του Τούρκου πιλότου, στον οποίο δεν αποδόθηκε δόλος, παρά μόνο «λανθασμένος χειρισμός»…
«Ο χειριστής του leader αεροσκάφους του τουρκικού σχηματισμού προέβη στην εκτέλεση βίαιου και επικίνδυνου ελιγμού σε απόσταση μικρότερη των 100 ποδών, προς παρενόχληση – αποτροπή προσέγγισης του Ηλιάκη στο τουρκικό RF-4, αναπτύσσοντας έτσι υψηλή ταχύτητα (εμμονή να παραμείνει εσωτερικά και ψηλότερα από το ελληνικό μαχητικό, έχοντας πορεία σύγκρουσης, αντί να περάσει από κάτω). Συνέπεια όλων αυτών ήταν ο Τούρκος χειριστής να απολέσει τον έλεγχο του αεροσκάφους του, το οποίο ανεξέλεγκτο προσέκρουσε βίαια σε εκείνο του Ηλιάκη», ήταν η χαρακτηριστική διατύπωση που ουσιαστικά «αθώωνε» τον Οσκεμπίρ και κατά συνέπεια την τουρκική πλευρά.
Ο ίδιος ο Τούρκος πιλότος είχε πέσει σε διεθνή ύδατα και τελικά είχε διασωθεί από το ιαπωνικών συμφερόντων πλοίο μεταφοράς υγραερίου «GAS CENTURY» με σημαία Παναμά, ενώ άμεσα έφτασε στο σημείο ελληνικό Super Puma, αλλά και κλιμάκιο του Λιμενικού Σώματος, με τον Οσκεμπίρ πάντως να αρνείται να μιλήσει με οποιονδήποτε Έλληνα αξιωματούχο, ζητώντας να τον παραλάβουν συμπατριώτες του.
Εκείνες τις ώρες δεν υπήρχε ακόμη κανένα πόρισμα και καμία ουσιαστική γνώση για το τι είχε προηγηθεί και πώς είχε συμβεί το τραγικό γεγονός που είχε προκαλέσει τον θάνατο ενός Έλληνα στρατιωτικού. Το λογικό θα ήταν –τουλάχιστον- να κρατηθεί και να ανακριθεί ο μόνος εμπλεκόμενος που ήταν σε θέση να μιλήσει, αφού ο δεύτερος, ο Κωνσταντίνος Ηλιάκης, είχε πάρει την αλήθεια μαζί του. Τελικά, στο βωμό της ανάγκης για αποκλιμάκωση της κρίσης, η Ελλάδα πήρε τις αποφάσεις της. Ήταν (ακόμα ένα) «ατύχημα» για το οποίο κλήθηκαν όλοι να επιδείξουν «ψυχραιμία» και να ξεχάσουν παραδίδοντας στη λησμονιά και τη λήθη έναν ήρωα και τα πραγματικά αίτια του θανάτου του…