Ως σωματοφύλακας του Ντόντι Αλ Φαγέντ και της συντρόφου του, Λαίδης Νταϊάνα, ο Τρέβορ Ρις Τζόουνς βρέθηκε σε πολύ δύσκολη όταν άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι των αποκαλύψεων για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη η τραγωδία. Βλέπετε, είχε την ευλογία και παράλληλα την κατάρα να είναι ο μοναδικός άνθρωπος που βγήκε ζωντανός από τα συντρίμμια της μοιραίας μαύρης Mercedes, αφού ακόμη και ο οδηγός είχε χάσει την ζωή του.
Το γεγονός ήταν τόσο σημαντικό για την κοινή γνώμη εξαιτίας της ταυτότητας των θυμάτων (ο ένας γόνος πάμπλουτης οικογένειας και η άλλη η κάποτε μελλοντική βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας) που η πίεση για απαντήσεις έγινε αμέσως αφόρητη για τον Τζόουνς, ο οποίος ήταν ο μόνος ο οποίος θα μπορούσε θεωρητικά να δώσει κάποιες απαντήσεις στα αμείλικτα ερωτήματα που προέκυψαν.
Παρά το ότι και ο ίδιος έφερε πολλαπλά και πολύ σοβαρά τραύματα, τέθηκε πολύ γρήγορα κάτω από το μικροσκόπιο των Αρχών, ενώ βολές εναντίον εξαπέλυσε και η οικογένεια Αλ Φαγέντ, θεωρώντας τον λόγω της θέσης και της επαγγελματικής ιδιότητάς του, μέχρι ενός σημείου, υπεύθυνο για όσα είχαν συμβεί.
Μάλιστα, πολλοί ήταν εκείνοι (συμπεριλαμβανομένης και σημαντικής μερίδας του Τύπου) που υποστήριξαν ότι η απώλεια μνήμης την οποία επικαλέστηκε όταν έδινε καταθέσεις ήταν απλά ένας εύκολος τρόπος για να αποφύγει τις συνέπειες για τον δικό του ρόλο ή για να αποκρύψει στοιχεία που πιθανά θα ενοχοποιούσαν κάποιους, την ίδια ώρα που οι θεωρίες συνωμοσίας σχετικά με το τι πραγματικά συνέβη μέχρι να προσκρούσει το αυτοκίνητο στον 13ο πυλώνα της σήραγγας Ντελ Αλμά στο Παρίσι, έδιναν και έπαιρναν.
Όλο αυτό το διάστημα ο Τρέβορ Ρις Τζόουνς έδινε την δική του μάχη, αλλά κανείς δεν νοιαζόταν ιδιαίτερα για εκείνον. Όπως και οι υπόλοιποι επιβαίνοντες, δεν φορούσε ζώνη, αλλά τουλάχιστον –σε αντίθεση με τον σοφέρ Ενρί Πολ- δεν είχε καταναλώσει αλκοόλ. Σώθηκε χάρη στους αερόσακους του αυτοκινήτου, όμως τα κατάγματα σε οστά του κρανίου του και του υπόλοιπου σώματός του ήταν τέτοια που χρειάστηκαν 150 ξεχωριστά κομμάτια τιτανίου προκειμένου να ανασκευαστεί στην ουσία το πρόσωπό του και να αντικατασταθούν ορισμένα κόκκαλα τα οποία είχαν γίνει σκόνη από την σφοδρή σύγκρουση.
Και για να συμβεί αυτό χρειάστηκε να μείνει σε τεχνητό κώμα για δέκα ολόκληρες ημέρες ώστε να καταστεί δυνατό στους χειρουργούς να πραγματοποιήσουν μια σειρά από επώδυνες έως και οδυνηρές, λεπτές επεμβάσεις.
Όταν άρχισε να συνέρχεται και να επανακτά την επαφή του με το περιβάλλον έφτασε η ώρα για απαντήσεις, τις οποίες όμως όπως υποστήριξε δεν ήταν σε θέση να δώσει εξαιτίας της αμνησίας, δικαιολογία που όπως είπαμε δεν δέχτηκε η πλευρά της οικογένειας Αλ Φαγέντ, η οποία σαν να μην ήταν αρκετά τα όσα είχε περάσει, κινήθηκε δικαστικά εναντίον του.
Ο Τρέβορ Ρις Τζόουνς επαναλάμβανε πως το μόνο πράγμα που μπορούσε να ανακαλέσει στην μνήμη του ήταν μια γυναικεία φωνή που ψιθύριζε «Ντόντι» μέσα από τα συντρίμμια, χωρίς πάντως να είναι βέβαιος αν αυτό ήταν ένα σενάριο που δημιούργησε η φαντασία του ή όντως η πριγκίπισσα που ζητούσε τον αγαπημένο της λίγο πριν ξεψυχήσει.
Με τους επικριτές του να υποστηρίζουν ότι ως σωματοφύλακας όφειλε να επιβάλλει την χρήση ζώνης (λες και μπορούσε να διατάξει έναν ζάμπλουτο επιχειρηματία και μια πρώην πριγκίπισσα) αλλά και ότι θα έπρεπε να μην επιτρέψει στον σοφέρ να οδηγήσει υπό την επήρεια οινοπνεύματος, ο Τρέβορ βρέθηκε σε δεινή θέση, έχοντας παράλληλα να αντιμετωπίσει και την οικογένεια του ενός νεκρού.
Αποφάσισε να απομακρυνθεί από το επίκεντρο των συζητήσεων και να αποτραβηχτεί στην επαρχία της Αγγλίας, όπου θα συνέχιζε την μακρά πορεία αποθεραπείας του ενώ παράλληλα θα μπορούσε να οργανώσει καλύτερα την υπεράσπισή του, ενώ παράλληλα έγραψε κι ένα βιβλίο το 2000 σχετικά με το μοιραίο βράδυ και το τραγικό δυστύχημα. Σε εκείνους που τον κατηγόρησαν ότι επιχείρησε με αυτόν τον τρόπο να εκμεταλλευτεί για ίδιο όφελος μια τόσο άσχημη κατάσταση, απάντησε ότι το περίπου 1.000.000 λίρες που κέρδισε από τις πωλήσεις πήγε στα δικαστικά έξοδα που είχε λόγω της διαμάχης με τους Αλ Φαγέντ.
Ο κάποτε σωματοφύλακας δύο από τους πιο διάσημους και πλούσιους ανθρώπους του κόσμου, εργάστηκε για ένα διάστημα ως πωλητής σε κατάστημα αθλητικών ειδών ενώ αργότερα βρέθηκε για ένα διάστημα στο Ιράκ, μέχρι τελικά να επιστρέψει στην πατρίδα του το Σροπσάιρ, όπου συνεχίζει πλέον ως σύμβουλος ασφαλείας και part time παίκτης στην τοπική ομάδα ράγκμπι. Δίνει σπάνια πια συνεντεύξεις, αφού νωρίτερα αθωώθηκε από κάθε δικαστήριο που πραγματοποιήθηκε, και θυμάται το τραγικό συμβάν κάθε φορά που κοιτάζει το πρόσωπό του στον καθρέφτη και βλέπει τα σημάδια που του άφησε εκείνη η βραδιά που περιβάλλεται ακόμη από ένα πέπλο μυστηρίου.