Είχαν περάσει 27 χρόνια από την πρώτη εκτέλεση και η πρόοδος που είχε σημειωθεί στο επίπεδο συλλογής στοιχείων για την οργάνωση – φάντασμα ήταν σχεδόν… απελπιστική.
Η «17 Νοέμβρη» παρέμενε στη σκιά, αν και σε 10ετη παρακμή μετά το θάνατο του Θάνου Αξαρλιάν (1992), με τη δυνατότητα να δρα σχεδόν ανενόχλητη και να αποτελεί το φόβο και τον τρόμο των Αρχών ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.
Εξ αυτού κυρίως του λόγου (και υπό την ασφυκτική πίεση των Αμερικανών) η κινητοποίηση και οι έρευνες της αστυνομίας για τον εντοπισμό των τρομοκρατών είχαν κορυφωθεί στις αρχές της δεκαετίας του 2000, πιθανόν όμως τίποτε να μην είχε έρθει στο φως, αν η «17 Νοέμβρη» δεν προδιδόταν μόνη της. Εξαιτίας μιας απροσδόκητης κατασκευαστικής κακοτεχνίας.
Η αποφράδα ημέρα για την οργάνωση ήταν η 29η Ιουνίου του 2002. Εκείνο το βράδυ δεκάδες Βρετανοί πράκτορες και αξιωµατικοί της Ελληνικής Αστυνοµίας γλεντούσαν στο Λαγονήσι για τον γάµο του επικεφαλής της Σκότλαντ Γιαρντ στη χώρα µας. Κανένας από τους παρευρισκόμενους δεν είχε ιδέα για το τι επρόκειτο να συμβεί µόλις 38 χιλιόµετρα πιο µακριά, σε ένα ηµιφωτισµένο σηµείο του λιµανιού του Πειραιά. Ή μάλλον τι προοριζόταν να συμβεί. Κάτω από άκρα μυστικότητα, ο Δημήτρης Κουφοντίνας και ο Σάββας Ξηρός ετοιμάζονταν να ανατινάξουν τα εκδοτήρια της Hellas Flying Dolphins στο λιμάνι. Οι εξελίξεις όμως θα δρομολογηθούν με καταδικαστικό για την οργάνωση τρόπο.
Στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα Πειραιά, που βρίσκεται μπροστά στο λιμάνι της πόλης, τελείται γάμος. Είναι βράδυ Σαββάτου, ώρα 22:25. Ξαφνικά ακούγεται από την πλευρά της προβλήτας μια ισχυρότατη έκρηξη. Πανικόβλητοι όλοι οι προσκεκλημένοι τρέχουν έξω να δουν τι έχει συμβεί.
Αυτό που αντικρίζουν κάνει το αίμα τους να παγώσει. Ένας άνδρας γύρω στα 40 σφαδάζει από τους πόνους, σωριασμένος δίπλα στα εκδοτήρια της ακτοπλοϊκής εταιρείας. Είναι γεμάτος αίματα, του έχουν κοπεί τρία δάχτυλα και όπως θα αποδειχτεί αργότερα, έχει χάσει μέρος της όρασής του.
Τι είχε συμβεί; Την ώρα που ο Σάββας Ξηρός ήταν έτοιµος να τοποθετήσει την ωρολογιακή βόµβα στο κιόσκι της εταιρείας, έσπασε το πλαστικό τζάµι του κινεζικού ρολογιού που είναι συνδεδεµένο µε τον εκρηκτικό µηχανισµό. Οι δείκτες γύρισαν και η βόμβα πυροδοτήθηκε στα χέρια του. Το ωστικό κύµα τον πέταξε αρκετά µέτρα µακριά, αφήνοντας τον βαριά τραυματισμένο. Ο συνεργός του, Δημήτρης Κουφοντίνας, αντιλαμβάνεται ότι αν προσπαθήσει να τον βοηθήσει θα συλληφθεί και αυτός και τα πάντα θα τελειώσουν. Εγκαταλείπει τον σύντροφό του και φεύγει άρον – άρον για τη γιάφκα ώστε να «εξαφανίσει» όσο γίνεται περισσότερα ενοχοποιητικά στοιχεία.
Πράγματι, λίγα λεπτά αργότερα φτάνουν στο σημείο αστυνοµικοί και λιµενικοί, ενώ ο Ξηρός βρίσκεται καθ’ οδόν για το Τζάνειο Νοσοκομείο με ασθενοφόρο. Πάνω του βρίσκονται δύο αρµαθιές µε κλειδιά και µια τηλεκάρτα, ενώ όση ώρα υποβάλλεται σε εξετάσεις, οι Αρχές εντοπίζουν πίσω από τα εκδοτήρια του λιµανιού και δεύτερο εκρηκτικό µηχανισµό. ∆ίπλα του υπάρχει ένας σάκος µε δύο χειροβοµβίδες και ένα 38άρι περίστροφο. Η υπόθεση δείχνει πλέον πολύ πιο σοβαρή απ’ ότι φαινόταν αρχικά. Μια μη υπολογίσιμη λεπτομέρεια είναι η αρχή του τέλους για την πιο διαβόητη οργάνωση που έδρασε ποτέ στην Ελλάδα.
Ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. καλεί στο τηλέφωνο τον υπουργό Δημόσιας Τάξης Μιχάλη Χρυσοχοϊδη, που βρίσκεται στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Βέροια. «Κύριε υπουργέ, το περιστατικό στο λιµάνι είναι τελικά πολύ σοβαρό. Φαίνεται ότι έχουµε… ρολόγια», του λέει. Στη γλώσσα των αστυνοµικών η φράση «ρολόγια» παρέπεµπε στη «17 Νοέµβρη». Ο υπουργός είχε προγραμματίσει να επιστρέψει την επόμενη ημέρα στην Αθήνα, γρήγορα διαπιστώνει όμως ότι δεν τον… χωράει ο τόπος. Στις 3:00 τα ξημερώματα, κάθεται ο ίδιος στο τιμόνι του υπηρεσιακού Audi και σανιδώνει το γκάζι. Στο ύψος της Λαµίας τον σταµατάει µπλόκο της Τροχαίας, εντοπίζοντάς τον να τρέχει µε πάνω από 200 χιλιόµετρα την ώρα. Όταν βλέπουν ποιος είναι ο «παραβάτης», απλώς τον χαιρετούν υπηρεσιακά και του εύχονται «καλό δρόµο».
Μέσα στη νύχτα ο τραυµατίας Ξηρός µεταφέρεται από το Τζάνειο στον «Ευαγγελισµό» για να υποβληθεί σε (πεντάωρο) χειρουργείο. Άπαντες εύχονται να βγει από εκεί σώος ώστε να είναι σε θέση αργότερα να µιλήσει.
Όταν πια αποδεικνύεται – μέσω της επαναφοράς του σβησμένου σειριακού αριθμού που είχε πάνω του – ότι το 38αρι περίστροφο ήταν το όπλο του 23χρονου αστυφύλακα Χρήστου Μάτη, ο οποίος είχε δολοφονηθεί από την οργάνωση το μακρινό 1984, όλοι είναι πεπεισμένοι ότι έχουν στα χέρια τους ένα από τα μέλη της «17 Νοέμβρη».
Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης τηλεφωνεί στον διευθυντή της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας του «Ευαγγελισµού» και του στέλνει ένα μήνυμα σε αγωνιώδη τόνο. «Ο τραυµατίας πρέπει οπωσδήποτε να ζήσει».
Οι Αρχές δίνουν στη δημοσιότητα τη φωτογραφία του δράστη ζητώντας απ’ όποιον πολίτη γνωρίζει ο,τιδήποτε να το αναφέρει ανώνυμα στις αρχές. Μια άγνωστη τηλεφωνεί στην Αµεση ∆ράση και λέει ότι «αυτός ο κύριος ερχόταν για χρόνια σε ένα διαµέρισµα της οδού Πάτµου 34 στα Πατήσια».
Κλιµάκιο της Αντιτροµοκρατικής αποκλείει άμεσα την περιοχή και δοκιµάζει να ανοίξει το ύποπτο διαµέρισµα µε τα κλειδιά που βρέθηκαν στην τσέπη του Σάββα Ξηρού. Πράγματι, ένα από αυτά ξεκλειδώνει την πόρτα. Ο Κουφοντίνας είχε μπει στο μεταξύ στο διαμέρισμα, αλλά πρόλαβε να πάρει μόνο αυτά που εκείνος θεωρούσε απολύτως απαραίτητα. Οι άνδρες της αντιτρομοκρατικής έχουν εντοπίσει την πρώτη γιάφκα. Αντικρίζουν την κόκκινη σηµαία της οργάνωσης µε το κίτρινο αστέρι στη µέση, προκηρύξεις, όπλα, εκρηκτικά και αντιαρµατικές ρουκέτες που είχαν κλαπεί το 1989 από το στρατόπεδο Συκουρίου της Λάρισας.
Έκτοτε το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται με μεγάλη ταχύτητα. Τα στοιχεία θα πολλαπλασιαστούν όταν ο τραυματίας αρχίζει να ανακτά τις αισθήσεις του και ξεκινάει να μιλάει. Το βράδυ της 8ης Ιουλίου 2002, επί έξι ολόκληρες ώρες, αποκάλυπτε από το κρεβάτι του «Ευαγγελισµού» στον εισαγγελέα Ιωάννη ∆ιώτη και τον προϊστάµενο της Αντιτροµοκρατικής Υπηρεσίας Στέλιο Σύρο τα πάντα για τη δοµή, τον τρόπο δράσης, τα συνθηµατικά, τους κώδικες και τα ονόµατα των µελών της «17 Νοέµβρη».
Ο ίδιος υποστήριξε αργότερα ότι η μαρτυρία του ήταν αποτέλεσμα της χρήσης φαρμάκων, αυτό όμως προφανώς δεν απενοχοποιεί κανέναν από τους καταγγελόμενους. Μία εβδοµάδα αργότερα ξεκινούν οι συλλήψεις, µε ταυτόχρονες επιχειρήσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Οι δύο από τους τρεις πρώτους συλληφθέντες είναι τα δύο αδέλφια του Σάββα Ξηρού, ο Χριστόδουλος και ο Βασίλης. Μια μέρα αργότερα, στις 17 Ιουλίου, συλλαμβάνεται στους Λειψούς ο φερόμενος ως αρχηγός της οργάνωσης, Αλέξανδρος Γιωτόπουλος. Μέσα σε δύο εβδομάδες συλλαμβάνονται συνολικά 13 μέλη και παραδίδεται ο Κωνσταντίνος Τέλιος. Η αυλαία θα πέσει με την παράδοση του Δημήτρη Κουφοντίνα στις 5 Σεπτεμβρίου.
Μέσα σε δύο μήνες η οργάνωση, που για 27 χρόνια ήταν ανέγγιχτη, είχε καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος. Η ιστορία είχε γραφτεί από το πλαστικό περίβλημα ενός φτηνού, κινέζικου ρολογιού, που κατά τη μεταφορά του συμπιέσθηκε από την εκρηκτική ύλη. Οι τύποι των μεταλλικών κουρδιστών επιτραπέζιων ρολογιών, με το σκληρό γυάλινο περίβλημα, που χρησιμοποιούσε έως τότε η οργάνωση στους ωρολογιακούς μηχανισμούς, είχαν αποσυρθεί από την αγορά. Τα ρολόγια αυτά ήταν πια δυσεύρετα, ελάχιστα μαγαζιά τα είχαν στο στοκ τους και τα μέλη της οργάνωσης δεν ήθελαν να «καρφωθούν», αγοράζοντας τα από αυτά τα μαγαζιά.