Εφοδιασμένος από τον Θεό με σπάνιο ταλέντο στην καλλιγραφία και με δεδομένη την αγάπη του για την αρχαία ελληνική και την βυζαντινή γραμματεία, ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης θα μπορούσε να είχε κερδίσει μια θέση στην ιστορία. Και όντως τα κατάφερε! Αλλά για όλους τους λάθος λόγους.
Σύμφωνα με τους σύγχρονούς του, κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα, υπήρξε ο μεγαλύτερος πλαστογράφος της εποχής του και ίσως ένας από τους σπουδαιότερους όλων των εποχών, αφού τα αντίγραφά του ήταν τόσο πιστά που κατόρθωσε να ξεγελάσει ειδικούς αλλά και μερικά από τα μεγαλύτερα ιδρύματα στον κόσμο.
Από την αρχή της ζωής του, όμως, ο Σιμωνίδης δεν τα βρήκε όλα ρόδινα. Για λόγους που δεν αποσαφηνίστηκαν ποτέ πλήρως, είχε αποπειραθεί να δηλητηριάσει τον πατέρα του όταν ήταν μόλις 16 ετών και προκειμένου να αποφύγει την φυλακή, εγκατέλειψε το 1836 την Σύμη όπου είχε γεννηθεί, και βρέθηκε στο Άγιο Όρος, παραμένοντας εκεί για περίπου 4 χρόνια.
Στο «Περιβόλι της Παναγιάς» δεν βρήκε μόνο καταφύγιο από τους διώκτες του αλλά και ένα μέρος όπου γνώρισε καλύτερα τον εαυτό του και τα ταλέντα του. Στις βιβλιοθήκες των μονών ήρθε σε επαφή με σπάνια χειρόγραφα ενώ έμαθε την τέχνη της καλλιγραφίας, εντυπωσιάζοντας τους πάντες με τις ικανότητές του.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, η αγάπη του και το ενδιαφέρον του για όλα αυτά ήταν υπαρκτή και γνήσια. Αντίθετα, καθόλου γνήσια δεν ήταν τα αντίγραφα που άρχισε να δημιουργεί! Αν και πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν έφτασε στο σημείο να ξεκινήσει τις πλαστογραφίες με βασικό σκοπό το χρήμα. Όχι πως δεν τον ενδιέφερε, αλλά το έβαζε σε δεύτερη μοίρα, πίσω από την ανάγκη του να συμμετάσχει σε αυτό το «παιχνίδι» από το οποίο αντλούσε τεράστια ικανοποίηση αλλά και την πραγματική αγάπη του για την αρχαιολογία και την ιστορία.
Έτσι το 1848 τον συναντάμε στην Αθήνα όπου βάζει μπρος την ατομική επιχείρησή του! Ξεκινά με εμπόριο σπάνιων χειρόγραφων, πολλά εκ των οποίων μάλιστα ήταν αυθεντικά. Μεταξύ αυτών όμως –και αφού είχε αποκτήσει φήμη ως γνώστης και ειδικός- κατάφερνε να πλασάρει και τις δικές του έργα, είτε επρόκειτο για πλαστογραφημένα αντίγραφα είτε για δημιουργήματα της φαντασίας του.
Πλαστογράφησε έργα τόσο του Ομήρου όσο και του Ηροδότου και δεν σταμάτησε εκεί. Συνέχισε με τον ίδιο ζήλο εμφανίζοντας αποσπάσματα –υποτίθεται χαμένα- από το κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο, πάπυρους από Αιγύπτιους συγγραφείς, μέχρι και ένα βιβλίο με εφευρέσεις (υποτίθεται) των αρχαίων Ελλήνων, το οποίο υποστήριζε ότι είχε γράψει ένας μοναχός τον 13ο αιώνα.
Τα αντίγραφά του αλλά και ο τρόπος που τα προωθούσε ήταν τόσο πειστικά και τέλεια σε λεπτομέρεια που την πάτησαν ακόμη και οι ειδικοί της Εθνικής Βιβλιοθήκης που αγόρασαν πολλά από τα έργα του Σιμωνίδη! Κάποια στιγμή όμως, όπως ήταν λογικό, η δράση του αποκαλύφθηκε και όταν τελικά έγραψαν γι’ αυτόν οι εφημερίδες, αναγκάστηκε για δεύτερη φορά στη ζωή του να εξαφανιστεί προκειμένου να μην βρεθεί στην φυλακή, ξεκινώντας ένα ταξίδι με ενδιάμεσους σταθμούς την Κωνσταντινούπολη, τα Ιεροσόλυμα και την Μόσχα, πριν τελικά καταλήξει στο Λονδίνο.
Στην Αγγλία μπόρεσε να πουλήσει… φούμαρα σε κάποιους ιδιώτες συλλέκτες, αλλά δεν είχε την ίδια επιτυχία όταν επιχείρησε να πράξει ανάλογα με… τέρατα όπως η Βιβλιοθήκη της Οξφόρδης ή το Βρετανικό Μουσείο που αντιλήφθηκαν ότι είχαν να κάνουν με απατεώνα. Τότε «μετακόμισε» στην Γερμανία, με την ελπίδα ότι θα είχε μεγαλύτερη τύχη και επιτυχία. Το 1855 «παλεύει» σε Βερολίνο και Λειψία προσπαθώντας να πείσει τον κλασικό φιλόλογο Βίλχελμ Ντίντορφ για την γνησιότητα ενός κειμένου με θέμα την ιστορία της Αιγύπτου, το οποίο απέδιδε στον Ουράνιο.
Εκεί φάνηκε η τύχη του να αλλάζει καθώς όντως ο Ντίντορφ ξεγελάστηκε από τον Σιμωνίδη, με αποτέλεσμα ο βασιλιάς της Πρωσίας να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη ώστε να το αποκτήσει. Σε αντίθεση όμως με τον Ντίντορφ, ο εστεμμένος είχε και άλλους συμβουλάτορες με πολύ μεγαλύτερες γνώσεις. Συγκεκριμένα δύο θεολόγοι, ο Έλληνας Αλέξανδρος Λυκούργος και ο Γερμανός Κονσταντίν φον Τίσερντοφ ξεσκέπασαν την απάτη και αυτή τη φορά –σε αντίθεση με τις προηγούμενες- ο πλαστογράφος κατέληξε για ένα διάστημα πίσω από τα σίδερα.
Με τα χρόνια να έχουν περάσει και τον ίδιο να μην έχει πλέον πολλά σημεία του κόσμου που να μην έχει φτάσει η φήμη του ως παραχαράκτη, οι επιλογές για τον Σιμωνίδη περιορίστηκαν σημαντικά. Ωστόσο φαίνεται ότι επέλεξε για τα… γεράματά του την Αίγυπτο όπου εκεί έκανε και το τελευταίο «κόλπο» του. Το 1867 μαθαίνουμε από επιστολή του Δημητρίου Ροδακανάκη ότι ο Σιμωνίδης πεθαίνει χτυπημένος από λέπρα. Σύμφωνα με τις διηγήσεις άλλων όμως αυτό δεν ήταν αλήθεια και αποτέλεσε ένα δικό του τρυκ για να σταματήσει να συγκεντρώνει πάνω του υποψίες. Φαίνεται πως ο κορυφαίος πλαστογράφος συνέχισε στον ίδιο δρόμο της παρανομίας, ξεγελώντας μέχρι τον θάνατό του αφελείς τουρίστες.