Η αρχαία Βακτριανή βρίσκεται στο βόρειο Αφγανιστάν, στα σύνορα με την πρώην Σοβιετική Ένωση. Σήμερα η περιοχή συνορεύει με το Τουρκμενιστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Τατζικιστάν.
Το 330 π.Χ., όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατέλυσε την Περσική Αυτοκρατορία, έφτασε στη Βακτριανή καταδιώκοντας τον σατράπη της, Βήσσο, ο οποίος είχε σκοτώσει τον Δαρείο Γ’ και είχε αυτοανακηρυχθεί βασιλιάς. Το Κανταχάρ, που ήταν κάποτε πρωτεύουσα, χτίστηκε από τον Μακεδόνα στρατηλάτη ως η Αλεξάνδρεια η εν Αραχωσία, ενώ στη συνέχεια η χώρα πέρασε στην κυριαρχία των κληρονόμων του, Σελευκίδων. Το 250 π.Χ. ιδρύθηκε από τον Έλληνα σατράπη της Βακτριανής Διόδοτο Α’ το Σωτήρα, ο οποίος αποσχίστηκε από τους Σελευκιδείς, το ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής. Αποτέλεσε -μαζί με το μετέπειτα Ινδοελληνικό βασίλειο- το ανατολικότερο άκρο του ελληνιστικού κόσμου, καλύπτοντας μία περιοχή μεταξύ της Βακτριανής και της Σογδιανής της κεντρικής Ασίας -σύγχρονο βόρειο Αφγανιστάν- από το 250 π.Χ. έως το 125 π.Χ.
Τα κρυμμένα μυστικά
Η περιοχή εξερευνήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 από σοβιετική αποστολή αρχαιολόγων, με επικεφαλής τον γεννημένο στην Τασκένδη από Πόντιους γονείς Βίκτωρ Σαριγιαννίδη (1929-2013). Ο ελληνικής καταγωγής αρχαιολόγος είχε φτάσει εκεί σε ταραγμένες και πάλι εποχές, το 1978, λίγο πριν τη σοβιετική εισβολή στη χώρα, για να πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής του. Ανέσκαψε ένα λόγο που ονομάζεται «Τιλιά Τεπέ» (Χρυσός λόφος), μια νεκρόπολη στην ουσία, όπου, αν και δεν έχει ενδείξεις, θεωρούσε πως άνθισε ένας σπουδαίος πολιτισμός.
Με τα ευρήματα έμεινε έκπληκτος ακόμα και ο ίδιος. Ο χρυσός της Βακτριανής συγκλόνισε τον κόσμο της αρχαιολογίας. Πουθενά αλλού δεν έχουν βρεθεί τόσα διαφορετικά αντικείμενα από τόσους διαφορετικούς πολιτισμούς.
Ειδικοί της παγκόσμιας κοινότητας είχαν αποφανθεί ότι τα ευρήματα μπορούν να συγκριθούν μόνο με την ανακάλυψη του τάφου του Τουταγχαμών στην Αίγυπτο. Ο λόγος; Η περίπτωση του Τίλια Τεπέ ανήχθη σε ένα ανεπανάληπτο πολιτιστικό γεγονός, λόγω της συνύπαρξης και πρόσμιξης, στοιχείων ινδικών, σκυθικών, κινεζικών, αιγυπτιακών και φυσικά ελληνικών.
Ο Σαριγιαννίδης είχε εντοπίσει εννέα τάφους. Μέχρι τον Φεβρουάριο του ‘79, οπότε αναγκάστηκε να σταματήσει λόγω περιόδου βροχών, είχε προλάβει να ανασκάψει τους έξι. Επρόκειτο για μία ανδρική ταφή και πέντε γυναικείες. Ο αρχαιολογικός θησαυρός που ανασύρθηκε από αυτούς ήταν μια συλλογή που περιλαμβάνει 21.000 χρυσά κτερίσματα και στολίδια.
Η Αφροδίτη με τον μικρό Έρωτα. Ο Διόνυσος και η Αριάδνη καβάλα σε λιοντάρια. Τρίτωνες πάνω σε δελφίνια και μικροί Ερωτιδείς που ιππεύουν ψάρια. Η θεά Αθηνά. Η θεά Κυβέλη. Πολεμιστές με ελληνική πανοπλία… Ανθρώπινες μορφές, δράκοι, πουλιά, μυθικά ζώα σμιλεμένα σε χρυσό και σκαλισμένα σε ελεφαντόδοντο, κομψοτεχνήματα που «μιλούν» για μύθους πανάρχαιους και αναδύουν το αρχαίο παρελθόν και συνδέουν τα βάθη της Ανατολής με την Ελλάδα και τον Μέγα Αλέξανδρο.
Οι νεκροί είχαν ταφεί μεταξύ του 1ου αι. π.Χ. και του 1ου αι. μ.Χ. Ο Σαριγιαννίδης δεν πρόλαβε, εξ αιτίας του πολέμου που είχε ξεσπάσει, να ολοκληρώσει την ανασκαφή, αφήνοντας βορά στα νύχια των αρχαιοκαπήλων τρεις ακόμη τάφους που δεν ερεύνησε.
Σε έναν από τους τάφους βρέθηκαν τα λείψανα μιας γυναίκας περίπου 30 ετών, που φορούσε δαχτυλίδια με εικόνες της θεάς Αθηνάς και ένα ζευγάρι ταιριαστά κοσμήματα, με χρυσές φιγούρες δράκων σε σχήμα S, σαν να είχαν εξημερωθεί. Κάποιοι αρχαιολόγοι λένε πως ο τάφος αυτός μάλλον ανήκε σε Ελληνίδα.
Τα ευρήματα από το θησαυρό παρουσιάζουν ένα σπάνιο μείγμα αισθητικών επιρροών (από τα περσικά έως τα κλασικά ελληνικά και τα ρωμαϊκά) και ένα υψηλό επίπεδο δεξιοτεχνίας. Διαδήματα, δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, βραχιόλια και περιδέραια, δείχνουν τις υψηλές ικανότητες των τεχνιτών. Μαζί τους εντοπίσθηκαν δίσκοι, όπλα, άλλα αντικείμενα, κάποια από τα οποία πιθανώς ήταν τελετουργικά.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, σε παζάρια του Πακιστάν και σε παλαιοβιβλιοπωλεία της Ευρώπης εμφανίστηκαν διάφορα αντικείμενα από τον λόφο Τιλιά Τεπέ. Ο Βίκτωρ Σαριγιαννίδης υποστήριζε πως μάλλον προέρχονταν από τους τρεις τάφους που δεν είχε προλάβει να ανασκάψει.
Η πρώτη, κινηματογραφική, «διάσωση»
Στην πρώτη και αναμενόμενη επέλαση των Ταλιμπάν, το 1989, οι υπεύθυνοι του Αρχαιολογικού Μουσείου της Καμπούλ είχαν κρύψει τον εθνικό θησαυρό τους στο υπόγειο θησαυροφυλάκιο της Κεντρικής Τράπεζας, όπου και δεν βρέθηκε ποτέ από τους φανατικούς εισβολείς. Αυτό ωστόσο είχε γίνει μυστικά κι έτσι όταν το μουσείο λεηλατήθηκε από τους Ταλιμπάν το 2003, μία από τις επικρατούσες θεωρίες ήταν ότι ο θησαυρός είχε απολεσθεί η καταστραφεί. Για πολλά χρόνια η τύχη του θησαυρού του Τιλιά Τεπέ παρέμενε άγνωστη, αν και έχει βάση η εκδοχή ότι κάποιοι από την παγκόσμια αρχαιολογική κοινότητα ήξεραν, μεταξύ αυτών φυσικά και ο Βίκτωρας Σαριγιαννίδης.
Οι πολύτιμοι θησαυροί είχαν διασωθεί χάρη στην εχεμύθεια των συνεργατών του Εθνικού Μουσείου της Καμπούλ. Το 2003, όταν το θησαυροφυλάκιο άνοιξε, σε μια χώρα κατεστραμμένη πλέον, ο σπουδαίος Έλληνας αρχαιολόγος ήταν παρών. Από τα 7 κλειδιά που υπήρχαν, όλα απαραίτητα για το άνοιγμα, δεν βρέθηκε κανένα. Αναγκάστηκαν να το διαρρήξουν. Η ελληνική κυβέρνηση βοήθησε στην αποκατάσταση του μουσείου, με τον τότε υπουργό Πολιτισμού Ευάγγελο Βενιζέλο να φροντίζει για την αποστολή 750.000 δολαρίων μέσω της UNESCO. Ακολούθησε μία σπουδαία έκθεση που παρουσιάσθηκε στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, στην Ευρώπη και την Αμερική, διαφημίζοντας το Αφγανιστάν ως ένα από τα θαυμαστά «σταυροδρόμια του αρχαίου κόσμου» και αποφέροντας στη χώρα 4,5 εκατ. δολάρια.
Παθιασμένος με την επιστήμη του και διεθνώς αναγνωρισμένος για τον ανασκαφικό του έργο, ο Σαριγιαννίδης, γνωστός και ως ο «ποιητής της αρχαιολογίας», τιμήθηκε το 2002 με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας. Από το 1997 είχε λάβει την ελληνική υπηκοότητα. Οχτώ χρόνια μετά το θάνατό του, η τεράστια ανακάλυψη του βρίσκεται ξανά σε κίνδυνο.
Απαιτείται το… remake
Η Καμπούλ βρίσκεται ξανά στα χέρια των Ταλιμπάν. Η πείρα για τον τρόπο, που οι ακραίοι ισλαμιστές μεταχειρίζονται τεχνουργήματα που προέρχονται από αρχαίους πολιτισμούς δεν προοιωνίζεται θετικές εξελίξεις. Το 2001 οι Ταλιμπάν είχαν καταστρέψει δύο τεράστια αγάλματα του Βούδα (του 6ου αιώνα) στο Μπαμιγάν του Αφγανιστάν, ενώ κανείς βέβαια δεν έχει ξεχάσει την ανατίναξη αρχαίου ναού στην Παλμύρα με τις ελληνορωμαϊκές αρχαιότητες από τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους, το 2015. Τότε μάλιστα, είχαν αποκεφαλίσει τον 82χρονο, σεβάσμιο έφορο αρχαιοτήτων της αρχαίας πόλης.
Τους τελευταίους μήνες, και ενώ η κατάσταση στη χώρα ήταν εφιαλτική, η κυβέρνηση σκέφτηκε να στείλει τον θησαυρό σε ουδέτερη χώρα, ώστε να μην κλαπεί. Τελικά, τον Ιανουάριο αποφάσισε να τον εκθέσει στο Προεδρικό Μέγαρο, στην Καμπούλ. Έκτοτε οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. Η αλήθεια είναι ότι οι Ταλιμπάν δεν έχουν να κερδίσουν πολλά αν περιέλθει στα χέρια τους, καθώς είναι η αρχαιολογική διάσταση του που τον καθιστά αμύθητης αξίας. Αν λιώσουν το χρυσό δεν θα καρπωθούν περισσότερα από 6-7 κιλά. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν τους ενδιαφέρει στο ελάχιστο η πολιτιστική υπόσταση του. Με συνέπεια η παγκόσμια αρχαιολογική κοινότητα να… προσεύχεται για ένα remake στην επιχείρηση διάσωσής του.