«Ας πεθάνει, έκανα το κέφι μου»: «Η τίγρης του Κορωπίου» που δεν μετάνιωσε ποτέ για τη δολοφονία του συζύγου της
Βρείτε μας στο

Λίγα λεπτά πριν το ρολόι δείξει μεσάνυχτα την 23η Οκτωβρίου 1963 μια γυναίκα εμφανίζεται στο τμήμα χωροφυλακής στο Κορωπί. Με ήρεμη φωνή που δεν ταιριάζει με το έγκλημα που ομολογεί, λέει στους έκπληκτους παραβρισκόμενους:  «Έβαλα φωτιά και έκαψα τον άντρα μου. Ήρθα να παραδοθώ. Δεν μετανιώνω για τίποτα»…

Από την επόμενη μέρα, κιόλας, και μέχρι η υπόθεση να οδηγηθεί τελικά στο ακροατήριο, οι εφημερίδες την αποκαλούσαν «Η τίγρης του Κορωπίου», ενώ τα «Νέα» κυκλοφορούν με ρεπορτάζ που φέρει τον τίτλο «Ας πεθάνει, έκανα το κέφι μου». Οι χαρακτηρισμοί «αμετανόητη συζυγοκτόνος» και «σύγχρονη Κλυταιμνήστρα» είναι μόνο μερικοί από αυτούς που συνοδεύουν κάθε σχετικό άρθρο, την ίδια ώρα που στην επιφάνεια βγαίνουν δύο διαφορετικές εκδοχές για τα γεγονότα που όπλισαν το χέρι της και οδήγησαν στο πρωτοφανές φονικό.

Η γυναίκα λεγόταν Ελένη Παπαϊωάννου και εκείνη την ημέρα αποφάσισε να κάνει πράξη μια σκέψη που είχε στο κεφάλι της από πολύ καιρό. Να σκοτώσει τον άντρα της. Αγόρασε τρία μπιτόνια βενζίνη η ίδια και άλλα δύο η κόρη της, το μεγαλύτερο από τα δύο παιδιά που είχε κάνει η 27χρονη γυναίκα με τον σύζυγό της. Όταν έπεσε το σκοτάδι, έστειλε τα ανήλικα στο σπίτι της πεθεράς της και επέστρεψε στο σπίτι όπου κοιμόταν ο Παναγιώτης. Περιέλουσε το κρεβάτι με βενζίνη και έβαλε φωτιά. Ο θάνατος ήταν φρικτός, με το θύμα να τρέχει πανικόβλητοςκαι να σπάει ένα παράθυρο μέχρι να βγει έξω. «Με ξύπνησαν άναρθρες κραυγές που άκουσα μέσα στη νύχτα. Έτρεξα στο παράθυρο και τότε είδα έναν άνθρωπο να στριφογυρίζει σαν να χόρευε και να καίγεται σαν την λαμπάδα. Σταμάτησε η αναπνοή μου», κατέθεσε αργότερα ένας από τους γείτονες.

Με αυτό τον τρόπο μπήκε τέλος στην μεταξύ τους σχέση που είχε ξεκινήσει πριν από μια ντουζίνα χρόνια, όταν εκείνη ήταν μόλις 15 ετών. Σύμφωνα με όσα υποστήριξε στο δικαστήριο εκείνη αλλά και οι μάρτυρες υπεράσπισης το θύμα την είχε βιάσει και όπως συνέβαινε συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις την δεκαετία του ’60, «αναγκάστηκε» να την παντρευτεί μετά από παρέμβαση των αδελφών της. Και όπως εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς, η ζωή τους μόνο ρόδινη δεν υπήρξε.

Η δράστις του φονικού περιέγραφε έναν άκρως κακοποιητικό γάμο και μια κόλαση εξαιτίας του χαρακτήρα του συζύγου της. Τον χαρακτήρισε μέθυσο, γυναικά, βίαιο που δεν έδινε την παραμικρή σημασία ή ενδιαφέρον για εκείνη ή τα παιδιά τους και συχνά όταν ζητούσε χρήματα για να καλύψει βασικές ανάγκες τους, την προέτρεπε να βγει στην πορνεία… Την εξιστόρησή της υποστήριξαν μάρτυρες υπεράσπισης αλλά και χωροφύλακες που κατέθεσαν ότι αρκετές φορές είχε βρεθεί στο τμήμα καταγγέλλοντας τον σύζυγό της ότι την χτυπούσε, κυρίως εξαιτίας της παθολογικής ζήλειας του και της υποψίας που είχε ότι τον απατούσε.

Σε αυτήν την υποτιθέμενη εξωσυζυγική σχέση «πάτησε» και η πλευρά του θύματος που υποστήριξε ότι η θύτης ήταν αμφιβόλου ηθικής από την αρχή του γάμου και ότι δεν άλλαξε συμπεριφορά ούτε μετά τον ερχομό στον κόσμο των δύο παιδιών τους. Μάλιστα κατονόμασαν και ένα άτομο ως εν ενεργεία εραστή της την εποχή που συνέβησαν τα τραγικά γεγονότα. Ο φερόμενος ως εραστής κλήθηκε να καταθέσει και αρνήθηκε τα πάντα. Παραδέχθηκε ότι γνώριζε την Ελένη έχοντας εργαστεί μαζί σε χωράφια, όχι όμως ότι αναπτύχθηκε ποτέ κάτι μεταξύ τους. Παράλληλα υποστήριξε ότι είχε δεχθεί επίθεση από τον Παναγιώτη «στα καλά καθούμενα», όπως είπε, χωρίς να έχει δώσει οποιοδήποτε δικαίωμα. Οι συγγενείς του θύματος από την πλευρά τους πάντως είπαν τα αντίθετα. Έκαναν λόγο για έναν πράο και ήρεμο άνθρωπο που όχι μόνο φρόντιζε την οικογένειά του αλλά συγχωρούσε την Ελένη για τις συνεχείς απιστίες της.

Ειδικά στις αρχές της δεκαετίες του ’60 τα πράγματα δεν έδειχναν πολύ καλά για μια γυναίκα… Το βούλευμα με το οποίο οδηγήθηκε στο κακουργιοδικείο ανέφερε χαρακτηριστικά: «Το θηριώδες και απάνθρωπον της ενέργειας της κατηγορουμένης, συντρίβον και αυτήν έτι την φαντασίαν, κατατάσσει αυτήν εις τα μυθολογικά τάγματα των δαιμόνων της κολάσεως». Αντίστοιχη ήταν και η θέση του εισαγγελέα ο οποίος ζήτησε την ενοχή της μη αναγνωρίζοντας οποιοδήποτε ελαφρυντικό και μη αποδεχόμενος όσα εκείνη υποστήριζε για την ενδοοικογενειακή βία.

Την αγαπούσε πολύ ο Χατζιδάκις: Η αιωνόβια ταβέρνα που φημίζεται σε όλη την Αθήνα για τα κεφτεδάκια και την αυλή της
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ Την αγαπούσε πολύ ο Χατζιδάκις: Η αιωνόβια ταβέρνα που φημίζεται σε όλη την Αθήνα για τα κεφτεδάκια και την αυλή της

Νωρίτερα, κατά την διάρκεια της απολογίας της, η Ελένη παραδέχτηκε την ενοχή της και για πρώτη φορά έδειξε σημάδια μεταμέλειας. «Ήμουν μια ζωντανή-νεκρή και μακάρι να με σκότωνε εκείνος να είχα ησυχάσει. Μετανιώνω για αυτό που έκανα επειδή δεν έπρεπε να αφαιρέσω τη ζωή ενός ανθρώπου, αλλά η δική μου ζωή είχε γίνει ένα μαρτύριο. Τώρα χρωστάω μια ζωή. Πάρτε την. Μόνο γλιτώστε τα παιδιά μου από τα χέρια του κουνιάδου» είπε με δάκρυα στα μάτια η κατηγορούμενη και περίμενε πλέον την ετυμηγορία, με την επίγνωση ότι ήταν πιθανό να εκτελεστεί αφού τότε ήταν ακόμη σε ισχύ η θανατική ποινή.

Οι ένορκοι, όμως, της αναγνώρισαν το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου αλλά και αυτό της καλής διαγωγής, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε κάθειρξη 18 ετών. Μια απόφαση που έβαλε τέλος στην ιστορία, η οποία μεταφέρθηκε για δεκαετίες από στόμα σε στόμα στην τοπική κοινωνία. Μέχρι τον Αύγουστο του 2016 όταν η περιοχή συγκλονίστηκε από ένα άλλο έγκλημα με χαρακτηριστικά ερωτικού τριγώνου. Θύτης μια γυναίκα που σκότωσε με μπαλτά την εν διαστάσει σύζυγο του συντρόφου της, μπροστά στα μάτια των δύο παιδιών τους. Ήταν και εκείνη 27 ετών αλλά το πραγματικά απίστευτο δεν προέρχεται από αυτές τις μάλλον συμπτωματικές ομοιότητες αλλά το γεγονός ότι δράστις ήταν η εγγονή της «Τίγρεως του Κορωπίου»