«Η Ελλάς αμνηστεύει τους σφαγείς της»: Το «ντιλ» που απελευθέρωσε τον «Χασάπη της Θεσσαλονίκης»

Η ταπείνωση μετά την συμφωνία με τους Γερμανούς

Η λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σήμανε την έναρξη μιας τιτάνιας προσπάθειας προκειμένου να συλληφθούν και να λογοδοτήσουν ενώπιον της δικαιοσύνης οι υπεύθυνοι για τα απάνθρωπα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από τους Ναζί. Δίχως αμφιβολία, κυρίαρχη θέση έχει η περίφημη Δίκη της Νυρεμβέργης όπου κάθισαν στο εδώλιο τα ηγετικά στελέχη και οι άμεσοι συνεργάτες του Χίτλερ, την ίδια ώρα που στον υπόλοιπο κόσμο συνεχιζόταν το ανθρωποκυνηγητό για άλλους που είχαν κατορθώσει να ξεφύγουν.

Πέρα από τους… προβεβλημένους Εθνικοσοσιαλιστές για τους οποίους συστάθηκε ειδικό δικαστήριο, η κάθε χώρα κίνησε ξεχωριστές διαδικασίες ώστε να συλλάβει ανθρώπους που έδρασαν στα εδάφη της, με το νεοσύστατο (τότε) κράτος του Ισραήλ να πρωτοστατεί, όπως είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς.

Στην περίπτωση της Ελλάδας οι θηριωδίες των Ναζί ήταν τέτοιες ώστε να είναι αρκετοί οι εγκληματίες πολέμου που καταζητούνταν, με εκείνους που έφεραν την βασική ευθύνη για την εξολόθρευση της πολυπληθούς εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης να κατέχουν περίοπτη θέση στην σχετική λίστα. Επρόκειτο για τους Ντίτμαν Βισλιτσένι, Αλόις Μπρούμαν και τον «λογιστή», όπως τον αποκαλούσαν, της «Τελικής Λύσης», Μαξ Μέρτεν. Καθένας από αυτούς είχε και διαφορετική τύχη, αλλά μόνο ο πρώτος πλήρωσε τελικά για τον ρόλο του στο Ολοκάυτωμα καθώς συνελήφθη και εκτελέστηκε στην Μπρατισλάβα το 1948.

Ο Μπρούνερ αρχικά οικειοποιήθηκε την ταυτότητα ενός απλού στρατιώτη, κατάφερε χάρη σε αυτήν να κοροϊδέψει το σύστημα πιάνοντας δουλειά σε αμερικανική στρατιωτική βάση (!) και όταν η απάτη αποκαλύφθηκε, μπόρεσε να διαφύγει στην Μέση Ανατολή. Τα ιστορικά στοιχεία υποδεικνύουν τον ρόλο των νεοσύστατων μυστικών υπηρεσιών της Δυτικής Γερμανίας σε αυτήν την εξέλιξη. Όχι μόνο δεν πλήρωσε, αλλά αντίθετα εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Δαμασκό στη Συρία όπου ξεπλήρωσε το χρέος του ως πληροφοριοδότης. Παράλληλα εργάστηκε για λογαριασμό εταιρείας όπλων, συνεργάστηκε με τις τοπικές Αρχές και παρά τα διεθνή εντάλματα σε βάρος του αλλά και τις απόπειρες δολοφονίας, έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα και έφυγε πλήρης ημερών το 2010.

Ο τρίτος της «παρέας», Μαξ Μέρτεν, έπεσε στα χέρια των συμμαχικών δυνάμεων αμέσως μετά την συνθηκολόγηση των Γερμανών και από εκείνη την στιγμή άρχισε να ξετυλίγεται ένα θρίλερ με υπόγειες διαδρομές και σκιές, χάρη στις οποίες δεν έλαβε ποτέ την τιμωρία που θα έπρεπε. Από το 1946 ήδη οι Αμερικανοί πρότειναν να παραδοθεί στην Ελλάδα για να περάσει από δίκη, όμως η ελληνική πλευρά μέσω του στρατιωτικού ακολούθου στο Βερολίνο, στρατηγού Ανδρέα Υψηλάντη, αρνήθηκε κάνοντας λόγο για «άμεμπτη συμπεριφορά και ανεκτίμητων υπηρεσιών προς την Ελλάδα»… Μια απάντηση τουλάχιστον εξωφρενική, εάν αναλογιστούμε ότι μιλάμε για τον άνθρωπο που χαρακτηρίστηκε «Δήμιος» και «Χασάπης» της Θεσσαλονίκης. Ένα προσωνύμιο που το κέρδισε… επάξια από το αίμα των 45.000 Εβραίων που έστειλε στο Άουσβιτς, την ώρα που λεηλάτησε τις περιουσίες τους μέχρι του σημείου τυμβωρυχίας την οποία οργάνωσε στο εβραϊκό νεκροταφείο της πόλης…

Παραμένει άγνωστο τι αντάλλαγμα έλαβαν οι πρώτες μεταπολεμικές κυβερνήσεις για αυτή την αλλαγή στάσης, αλλά γνωρίζουμε περισσότερα για την επόμενη φορά που το όνομα του Μέρτεν απασχόλησε τους Έλληνες. Εκείνος, πλέον, ήταν πολιτικός, ίδρυσε δικό του κόμμα, συνεργάστηκε με άλλα και διετέλεσε αξιωματούχος του υπουργείου Δικαιοσύνης χωρίς κανείς να ενοχλείται από το παρελθόν του. Όμως το 1957 όταν βρέθηκε στην Ελλάδα για να καταθέσει ως μάρτυρας στη δίκη του διερμηνέα του την περίοδο της Κατοχής οι Αρχές της χώρας αποφάσισαν να ενεργοποιήσουν το από το 1947 εκκρεμές ένταλμα σύλληψής του. Και τότε άρχισε ο δεύτερος γύρος της διαπλοκής και του διπλωματικού πυρετού για την τύχη του.

Η χρονική συγκυρία δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερη για την Ελλάδα η οποία τότε βρισκόταν σε επαφές με την Δυτική Γερμανία για την σύναψη (ακόμη ενός) δανείου ύψους 200 εκατομμυρίων μάρκων, με τις ευλογίες των Αμερικανών. Μερικούς μήνες αργότερα ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ ταξίδεψαν στην Βόννη. Στόχος των δύο πολιτικών δεν ήταν μόνο οι ευνοϊκότεροι δυνατοί όροι αλλά κυρίως η προσέλκυση επενδύσεων κραταιών γερμανικών επιχειρήσεων στη χώρα. Όπως, όμως, είναι γνωστό, οι ίδιες εταιρείες είχαν αμαρτωλό παρελθόν αφού είχαν σταθεί αρωγοί των Ναζί την περίοδο του πολέμου. Επομένως, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μπήκε και το να σταματήσει η δίωξη αυτών των ανθρώπων. Ένας ωμός εκβιασμός την ώρα που η Ελλάδα αναζητούσε εναγωνίως χρήματα για επενδύσεις. Και κάπως έτσι ο ηττημένος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που είχε ορθοποδήσει χάρη στην εύνοια των ΗΠΑ, όχι μόνο δεν κατέβαλε αποζημιώσεις σε ένα κράτος που υπέφερε από τις θηριωδίες των Ναζί, αλλά επέβαλε στον νικητή και αυτούς τους επαχθέστατους όρους.

Έτσι, στα τέλη Ιανουαρίου του 1959 η κυβέρνηση Καραμανλή περνά νομοσχέδιο «Περί τροποποιήσεως της νομοθεσίας για τα εγκλήματα Πολέμου», σύμφωνα με το οποίο οριζόταν ότι «αναστέλλεται αυτοδικαίως και χωρίς να απαιτείται απόφασις τις δικαστηρίου, πάσα δίωξις Γερμανών υπηκόων φερομένων ως εγκληματιών πολέμου, καθώς και η εκτέλεσις πάσης ποινής ή το υπόλοιπον ταύτης» κι ενώ τον Μάρτιου του ίδιου έτους ο Μέρτεν καταδικάζεται από ελληνικό δικαστήριο σε 25ετή κάθειρξη. Τότε, λοιπόν, με νέο νόμο ψηφίζεται η αποφυλάκιση των εγκληματιών πολέμου που είχαν ήδη καταδικαστεί και κρατούντο σε ελληνικές φυλακές. Ο Μέρτενς αποφυλακίζεται και μεταβαίνει στην πατρίδα, την ίδια ώρα που εντός και εκτός της πατρίδας μας επικρατεί ξεσηκωμός, με τους «Times» του Λονδίνου να κυκλοφορούν με τον άκρως εξευτελιστικό τίτλο: «Η Ελλάς αμνηστεύει τους σφαγείς της»….

Σαν να μην έφτανε αυτό, λίγους μήνες αργότερα ο Μέρτεν εξαπολύει ακόμη ένα χτύπημα. Αν και ευνοημένος της υπόθεσης «αποκαλύπτει» ότι την περίοδο της Κατοχής ανάμεσα στους συνεργάτες των Γερμανών ήταν ο μετέπειτα υπουργός Εσωτερικών Δημήτρης Μακρής, την σύζυγό του, Δοξούλα, ο υφυπουργός Εθνικής Άμυνας, Γεώργιος Θεμέλης και δεν σταματά εκεί. Εμπλέκει και τον ίδιο τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, υποστηρίζοντας ότι και εκείνος ήταν έμμισθος πληροφοριοδότης και μάλιστα ότι πληρώθηκε από τις κατασχεθείσες περιουσίες των συμπατριωτών του. Οι τρεις πρώτοι προχώρησαν σε μηνύσεις για συκοφαντική δυσφήμιση σε βάρος του Μέρτεν ο οποίος καταδικάστηκε ερήμην και συνέχισε να ζει ανενόχλητος, ενώ ο τότε πρωθυπουργός και μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας κουβάλησε έκτοτε στις πλάτες του τις λάσπες που εξαπέλυσε ο «Δήμιος της Θεσσαλονίκης».