Στη φωλιά του «Κτήνους»: Το στρατόπεδο που καμάρωνε για το ότι «δεν βγαίνει κανείς ζωντανός»

Μια ιστορία φρίκης μέσα στον όλεθρο

Λιγότερο… προβεβλημένο σε σχέση με άλλα, το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Σούμπιμπορ έπαιξε κομβικό ρόλο στην «Επιχείρηση Ράινχαρντ» που προέβλεπε την εξόντωση των Εβραίων της Πολωνίας. Οι περίπου 350.000 αθώοι που άφησαν την τελευταία πνοή τους σε αυτό το κολαστήριο, δυστυχώς «μαρτυρούν» πως οι Ναζί πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό τον στόχο τους.

Οι «άνθρωποι» που διοικούσαν το Σούμπιμπορ έδειχναν ότι συνδύαζαν την δουλειά με μια διεστραμμένη αίσθηση ευχαρίστησης την οποία αποκόμιζαν κάθε φορά που οδηγούσαν στον θάνατο τα θύματά τους, αδιαφορώντας για το εάν επρόκειτο για άντρες, γυναίκες, ηλικιωμένους ή ακόμη και παιδιά. Άλλωστε εκεί, στα ανατολικά σύνορα της Πολωνίας με την σημερινή Λευκορωσία, ο μόνος λόγος ύπαρξης του στρατοπέδου ήταν ο θάνατος. Γι’ αυτό ακριβώς και δεν γινόταν κανενός είδους διαλογή σε ικανούς για εργασία και μη. Η συντριπτική πλειοψηφία των αφιχθέντων εκτελούνταν μέσα σε ελάχιστες ώρες από την στιγμή που πάταγαν το πόδι τους εκεί.

Η διαδικασία δεν διέφερε από εκείνη που συναντούσε κανείς σε άλλες αντίστοιχες ναζιστικές δομές. Οι κρατούμενοι γίνονταν «δεκτοί» από τον αξιωματικό των SS, Χέρμαν Μίτσελ ο οποίος τους διαβεβαίωνε ότι απλά θα μεταφέρονταν σε άλλα σημεία προκειμένου να εργαστούν. Μάλιστα συνήθιζε να είναι ντυμένος στα άσπρα, ίσως για να δίνει την ψευδαίσθηση ότι ήταν γιατρός ώστε να καθησυχάζει τους «καταραμένους» που βρίσκονταν μπροστά του.

Στη συνέχεια όλοι έφταναν μέχρι τους «κομμωτές» οι οποίοι κούρευαν γουλί τους πάντες, με πολλά κορίτσια να πανικοβάλλονται όταν έχαναν την πλούσια κόμη τους και ακολούθως τους αφαιρούνταν ρούχα και προσωπικά αντικείμενα προκειμένου να «κάνουν μπάνιο»… Μια έκφραση που πλέον γνωρίζουμε πολύ καλά τι ακριβώς σήμαινε. Όσο δημιουργούνταν μικρότερες ομάδες που οδηγούνταν στους θαλάμους αερίων, κάποιοι από τους περίπου 600 κρατούμενους – αιχμαλώτους πολέμου (Σοβιετικοί με καταγωγή από την Ουκρανία κατά κύριο λόγο) ξεχώριζαν τα είδη. Προφανώς ρολόγια, κοσμήματα και τιμαλφή συγκεντρώνονταν, ενώ συχνά οι Γερμανοί στρατιώτες που επιτηρούσαν την διαδικασία κρατούσαν κάτι για τους εαυτούς τους.  Ήταν μια… προσφορά του διοικητή του στρατοπέδου, Φραντς Στανγκλ, που ερχόταν να προστεθεί στον καλό… μισθό που λάμβαναν οι στρατιώτες εκεί, οι οποίοι αργά ή γρήγορα προσαρμόζονταν στις συνθήκες, αφήνοντας οριστικά πίσω τους τύψεις και ενοχές.

Και βέβαια κανονικά θα έπρεπε να έχουν μπόλικες τέτοιες, όπως προκύπτει από την αφήγηση του επιζώντα Τόιβι Μπλατ ο οποίος εξιστορεί με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τα όσα συνέβαιναν: «Όλοι οι κρατούμενοι ήταν σίγουροι ότι στη συνέχεια θα ακολουθούσε ένα λουτρό. Πράγματι, πέντε μέτρα πιο πέρα βρίσκονταν οι θάλαμοι αερίων. Οι κρατούμενοι στοιβάζονταν μέσα στα υποτιθέμενα λουτρά, ο Έριχ Μπάουερ της SS και ο Ουκρανός φρουρός Εμίλ Κοστένκο έθεταν σε λειτουργία τον κινητήρα των αερίων του θανάτου. Στην αρχή ακούγονταν δυνατές κραυγές, καθώς οι κρατούμενοι συνειδητοποιούσαν τι συνέβαινε. Πέντε λεπτά αργότερα, οι κραυγές ακούγονταν λιγότερο δυνατές, ενώ μισή ώρα μετά τον ήχο των κραυγών είχε αντικαταστήσει η απόλυτη σιωπή… Πριν σωριάσουν τα πτώματα στο όρυγμα προκειμένου να τα αποτεφρώσουν, γινόταν η επίσκεψη του “οδοντιάτρου”, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος να αφαιρεί τα χρυσά δόντια από τα στόματα των νεκρών. Ύστερα γινόταν έρευνα σε άλλες σωματικές κοιλότητες για τυχόν άλλα πολύτιμα αντικείμενα κρυμμένα εκεί και, στο τέλος, τα πτώματα καίγονταν, τα υπάρχοντά τους αποθηκεύονταν και τα έγγραφα που τους αφορούσαν είχαν ήδη αποτεφρωθεί. Ήταν σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ»…

 

Η πλέον τρομακτική φιγούρα εκεί μέσα πάντως ήταν ο Γκούσταφ Βάγκνερ. Ένας αξιωματικός από την Αυστρία τον οποίο περιέγραφαν ως αντιπροσωπευτικό δείγμα της «Άριας» φυλής. Ψηλός, ξανθός, ευπαρουσίαστος και με αθεράπευτο μίσος για τους Εβραίους, είχε το προσωνύμια «Κτήνος» και «Λύκος» και φρόντιζε να τα επιβεβαιώνει σε κάθε ευκαιρία. Είχε κερδίσει τα αιματοβαμμένα «γαλόνια» του λαμβάνοντας μέρος στο πρόγραμμα ευθανασίας «Action T4» στο Χάρτχαϊμ και τον Μάιο του 1942 του ζητήθηκε να χρησιμοποιήσει την εμπειρία του στο Σούμπιμπορ. Ουσιαστικά τοποθετήθηκε ως υποδιοικητής, αλλά σύντομα οι αδίστακτες πράξεις του και οι αδίστακτες εν ψυχρώ δολοφονίες για ασήμαντες αφορμές, έκαναν το δικό του όνομα συνώνυμο του τρόπου, επισκιάζοντας ακόμη και τον ανώτερό του.

Η μοίρα το διάλεξε ώστε αυτός ο ψυχρός και άκαρδος σαδιστής να λείπει την ημέρα που σημειώθηκε εξέγερση στο στρατόπεδο. Είχε λάβει άδεια και δεν είχε την τύχη άλλων αξιωματικών που σφάχτηκαν από τα χέρια μερικών εκατοντάδων κρατουμένων οι οποίοι κατάφεραν μεν να περάσουν τις πύλες τους, αλλά ελάχιστοι τελικά δεν συνελήφθησαν εκ νέου. Ωστόσο αυτή η εξέλιξη χάλασε το… τέλειο ρεκόρ που έκανε τους Ναζί να περηφανεύονται ότι κανείς δεν έφευγε ζωντανός από το Σούμπιμπορ.

Μετά από αυτό το περιστατικό διατάχθηκε να επιστρέψει προκειμένου να επιβλέψει την καταστροφή κάθε στοιχείου που μαρτυρούσε τι συνέβαινε πίσω από τα τείχη αυτής της κόλασης επί της Γης. Ήταν τόσο αποφασισμένος να μην αφήσει τίποτα πίσω του ώστε σκότωσε όλους τους κρατούμενους που είχαν μεταφερθεί από την Τρεμπλίνκα γι’ αυτόν τον σκοπό…

Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον βρήκε μαζί με τον κάποτε διοικητή του, Φραντς Στανγκλ να το σκάνε στην Βραζιλία, χώρα στην οποία κατέφυγαν πολλοί εγκληματίες Ναζί. Εκεί άλλαξε όνομα και ταυτότητα και φρόντισε να μείνει μακριά από παράξενα βλέμματα ώστε να μην κινήσει υποψίες. Εργάστηκε σε διάφορες δουλειές πολύ χαμηλού προφίλ, παντρεύτηκε μια Βραζιλιάνα και συνέχισε να ζει ανέμελα μέχρι την εποχή που συνελήφθη το… συνεταιράκι του, Φραντς και τον κατέδωσε. Ωστόσο παρά τα αιτήματα από Ισραήλ, Αυστρία, Πολωνία, Δυτική Γερμανία και Γιουγκοσλαβία για έκδοσή του και το γεγονός ότι είχε ήδη καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο, οι αρχές της χώρας αρνήθηκαν την έκδοσή του.

 

Το 1978, όταν πλέον ήταν 67 ετών, παραχώρησε συνέντευξη στο BBC όπου παρέμεινε αμετανόητος και κυνικός. «Δεν είχα συναισθήματα. Για μένα ήταν απλά άλλη μια δουλειά. Τα βράδια μαζευόμασταν με τους υπόλοιπους αξιωματικούς και δεν συζητούσαμε για το τι είχε συμβεί. Απλά παίζαμε χαρτιά και πίναμε»… τόλμησε να πει.

Δύο χρόνια αργότερα, στις 3 Οκτωβρίου 1980, το «Κτήνος» θα βρεθεί νεκρό στην περιοχή Ατιμπάια κοντά στο Σάο Πάολο, με ένα μαχαίρι καρφωμένο στο στήθος. Ο θάνατός του καταχωρήθηκε ως αυτοκτονία, θέση την οποία έκανε δεκτή και ο δικηγόρος του. Ωστόσο ο Στάνισλαβ Σμάτσνερ, Πολωνοεβραίος που τον είχε αναγνωρίσει (όπως και τον Στανγκλ) και επισκεπτόταν πολύ συχνά την Βραζιλία, επέμεινε μέχρι τον θάνατό του ότι εκείνο που αφαίρεσε την ζωή του Βάγκνερ δεν ήταν ούτε το δικό του χέρι ούτε αυτό της Θείας Δίκης…