Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας είχε επιστρέψει στην Ελλάδα μόλις δύο χρόνια, μετά την παραμονή του στην Γαλλία όπου «κόλλησε» το μικρόβιο του ηθοποιού, όταν ο β’ παγκόσμιος πόλεμος απείλησε να τελειώσει την καριέρα του πριν καν αρχίσει. Βρέθηκε και αυτός στο μέτωπο, όπως άλλωστε συνέβη με πολλούς συναδέλφους του, με αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό του στο κεφάλι…
Τότε ήταν μόλις 27 ετών και είχε κάνει τα πρώτα του βήματα στο θεατρικό σανίδι με την συμμετοχή του στα «Παράσημα της γριούλας» το καλοκαίρι του 1938 να είναι η παρθενική του. Στις 26 Οκτωβρίου 1940 γίνεται η πρεμιέρα του έργου «Ο πρωτευουσιάνος» του Γεώργιου Ρούσσου, ενώ την επόμενη ημέρα (Κυριακή) δίνονται δύο παραστάσεις. Γεμάτος αγωνία για την υποδοχή των κριτικών, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας θέλει την Δευτέρα να διαβάσει τι γράφεται στις εφημερίδες, αλλά σύντομα αντιλαμβάνεται ότι όλα αυτά περνούν σε δεύτερη μοίρα.
Το θέμα που κυριαρχεί είναι η είσοδος της Ελλάδας στον β’ παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Το ημερολόγιο γράφει 28 Οκτωβρίου 1940 και είχε προηγηθεί η μεταμεσονύχτια επίσκεψη του Ιταλού πρέσβη, Γκράτσι στην έπαυλη του Ιωάννη Μεταξά στην Κηφισιά, για να εισπράξει ένα μεγαλοπρεπέστατο «Όχι» δια στόματος του δικτάτορα ο οποίος φυσικά εξέφρασε τα θέλω του ελληνικού λαού.
Έτσι ο Λάμπρος Κωνσταντάρας θα καταταγεί στον ελληνικό στρατό για να υπαρασπιστεί και αυτός την πατρίδα. Ωστόσο δεν φεύγει κατευθείαν για την πρώτη γραμμή, αλλά εντάσσεται στο «Τάγμα των αγυμνάστων», όπως λεγόταν, το οποίο στην ουσία περιελάμβανε εκείνους τους Έλληνες που προέρχονταν από το εξωτερικό. Εκείνος, έχοντας ζήσει από το 1934 έως το 1938 στην Γαλλία όπου είχε μεταβεί με την «υποχρέωση» να σπουδάσει χρυσοχόος, δεν έχει άλλη επιλογή.
Για περίπου 1,5 μήνα ο ίδιος και τα υπόλοιπα μέλη του τάγματος εκπαιδεύονται εντατικά και τον Δεκέμβριο του 1940 καλούνται να υλοποιήσουν την παρθενική αποστολή τους στην περιοχή της Κρυσταλλοπηγής. Εκεί, στα σύνορα, παίρνουν το «βάπτισμα του πυρός» και επιστρέφουν στην βάση τους μαζί με αιχμαλώτους. Σχεδόν 40 ημέρες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1941 ο Λάμπρος Κωνσταντάρας και πολλοί ακόμη διατάσσονται να ενσωματωθούν στο 43ο Σύνταγμα Κρητών το οποίο στο μεταξύ είχε αποδεκατιστεί. Μεταβαίνουν στο Μεσολόγγι, αλλά εκεί το στρατόπεδο γίνεται στόχος ανηλεούς βομβαρδισμού από τους Ιταλούς.
Ο αριθμός των νεκρών είναι υψηλός, αλλά ο Κωνσταντάρας είναι μάλλον από τους τυχερούς εκείνης της αποφράδας ημέρας. Τουλάχιστον είναι ακόμη ζωντανός, αν και έχει τραυματιστεί τόσο σοβαρά στο κεφάλι ώστε χρειάστηκε να νοσηλευτεί για διάστημα περίπου 2 μηνών.
Αμέσως μόλις αποθεραπεύτηκε, επέστρεψε ξανά στο καθήκον φορώντας και πάλι την στολή του. Πλέον ο κίνδυνος για την Ελλάδα είναι ακόμη μεγαλύτερος αφού ο Χίτλερ έχει στείλει τις τεθωρακισμένες μεραρχίες του για να σώσει τον Μουσολίνι καθώς ο ιταλικός στρατός όχι μόνο δεν κατάφερε να πλήξει τους Έλληνες, αλλά αναγκάστηκε σε άτακτη υποχώρηση, με συνέπεια την κατάρρευσή του στην Αλβανία.
Όμως οι ελληνικές ενισχύσεις που βρίσκονταν σε εφεδρεία, ανάμεσά τους και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, δεν προλαβαίνουν αυτή τη φορά να φτάσουν μέχρι την πρώτη γραμμή. Στην Λαμία τα τρένα σταματούν καθώς τα νέα που έρχονται από το μέτωπο δεν είναι καλά. Έχει επέλθει πλέον η κατάρρευση και οι στρατιώτες επιστρέφουν με όποιον τρόπο μπορούν στα σπίτια τους.
Η διήγηση του ίδιου του αγαπημένου ηθοποιού είναι συγκλονιστική. Φτάνει περπατώντας με τα πόδια μέχρι την Αττική και συγκεκριμένα στο Μενίδι. Είναι Μεγάλη Παρασκευή και σε μια εκκλησία γεμάτη από Σέρβους που επίσης είχαν καταφθάσει εκεί, συναντά τον Επιτάφιο, με το κλίμα λόγω των εξελίξεων, να είναι ακόμη πιο βαρύ από ό,τι συνήθως αυτήν την ιδιαίτερη ημέρα για την ορθοδοξία και τον ελληνισμό.
Ωστόσο σεμνά και ταπεινά όταν ρωτήθηκε σχετικά με την συμμετοχή του στον πόλεμο, δίνει μια απάντηση η οποία αποτελεί οδηγό και για τις επόμενες γενιές. «Έκανα κι εγώ το καθήκον μου ως ο τελευταίος των Ελλήνων και ελπίζω ότι και οι καινούριες γενιές θα κάνουν το ίδιο» αρκέστηκε να πει. Άλλωστε οι πραγματικοί ήρωες δεν κομπάζουν ποτέ για τα κατορθώματά τους…