Αν και έχουν περάσει χρόνια από τον θάνατό του και δεκαετίες από τότε που μεσουρανούσε στο σινεμά, το σλόγκαν «κορίτσια ο Μπάρκουλης» ζει και… βασιλεύει. Και ακούγεται ακόμη και από στόματα ανθρώπων που ούτε πρόλαβαν ούτε ίσως καν γνωρίζουν ποιος ήταν ο Ανδρέας Μπάρκουλης. Ο απόλυτος ζεν πρεμιέ του ελληνικού σινεμά, με τις πολυάριθμες ταινίες, τις αμέτρητες κατακτήσεις και την περιπετειώδη ζωή.
Δύο ήταν τα μεγάλα πάθη του Ανδρέα Μπάρκουλη. Η υποκριτική και οι γυναίκες. Και στην δική του περίπτωση οι αριθμοί μάλλον λένε την αλήθεια. Με περισσότερες από 100 συμμετοχές (οι πιο πολλές ως πρωταγωνιστής ή συμπρωταγωνιστής) σε ταινίες υπήρξε ένας από τους πιο «παιγμένους» Έλληνες ηθοποιούς, ενώ ο αντίστοιχος αριθμός ερωτικών συντρόφων είναι άγνωστος μεν, αλλά δεδομένα πολλαπλάσιος.
Άλλωστε στην περιοχή του Πειραιά ήταν γνωστός γυναικοκατακτητής πριν καν ασχοληθεί με το σινεμά. Νέος ακόμα, συνήθιζε να οργώνει τους δρόμους στις γειτονιές με το σπορ αμάξι του στο οποίο είχε προχωρήσει σε μετατροπές στην εξάτμιση ώστε να κάνει πολύ θόρυβο! Ο Μπάρκουλης ήταν από τους ανθρώπους που «πέθαιναν» για να βρίσκονται στο επίκεντρο και με το ενδιαφέρον των άλλων «τάιζε» το δικό του «εγώ».
Εκεί ήταν που γεννήθηκε και η ατάκα που τον ακολούθησε σε όλη του την μετέπειτα καριέρα και μέσα από αυτήν ο μύθος του παραμένει ζωντανός κι ένας θεός ξέρει πότε αυτό θα αλλάξει. Το σίγουρο είναι ότι το περίφημο «κορίτσια ο Μπαρκουλης» ακούγεται και γράφεται μέχρι τώρα, ακόμη κι από παιδιά που δεν έχουν ιδέα ποιος ήταν.
Πίσω στην δεκαετία του ’50 στην οδό Τζαβέλα στον Πειραιά στεγαζόταν ένα Γυμνάσιο (τα παλιά τα εξατάξια, πριν διαχωριστούν με τα Λύκεια) θηλέων διαφορετικό από τα άλλα. Θύμιζε πιο πολύ αυτό που στο στρατό λέγαμε «τάγμα ανεπιθυμήτων» υπό την έννοια ότι εκεί έστελναν νεαρά κορίτσια που λόγω κακής διαγωγής είχαν αποβληθεί από άλλα σχολεία. Ειδικά εκεί, λοιπόν, στα διαλείμματα μαζεύονταν λογής-λογής «κονιόρδοι» που το… έπαιζαν «γαμπροί», φλερτάροντας τις μαθήτριες. Βέβαια κάθε φορά που περνούσε ο Μπάρκουλης με την θορυβώδη αμαξάρα του και την… φήμη του, όλοι οι άλλοι έκαναν στην άκρη αφού οι κοπέλες τρελαίνονταν για εκείνον, παρά το γεγονός ότι αυτός απλά περνούσε για… μόστρα και ποτέ δεν καταδεχόταν να κατέβει και να τους δώσει σημασία.
«Εκλεκτικό αντιμάρκετινγκ» θα μπορούσε να λέγεται αυτό που έκανε, φροντίζοντας με αυτόν τον τρόπο να γίνεται ακόμη πιο ποθητός από τις γυναίκες που ξεροστάλιαζαν στα κάγκελα περιμένοντας να τον δουν. Μία από αυτές τις φορές ήταν που ένας από τους υπόλοιπους «γαμπρούς» αντιλήφθηκε από μακριά ότι πλησίαζε με το αυτοκίνητό του ο μετέπειτα ηθοποιός κι έριξε το… σύρμα. «Κορίτσια ο Μπάρκουλης» προειδοποίησε και χωρίς να το γνωρίζει αυτός ο… μαγκάκος ήταν ο «νονός» της θρυλικής ατάκας!
Αργότερα το σλόγκαν έγινε γνωστό στο πανελλήνιο ακολουθώντας τον μύθο του Μπάρκουλη. Του ανθρώπου που αναγκάστηκε να έρθει σε σύγκρουση με τους γονείς του, ειδικά τον συντηρητικό δάσκαλο πατέρα του, όταν εκμυστηρεύθηκε το όνειρό του να γίνει ηθοποιός. «Ο γιος μου να γίνει π…..ς»… του απάντησε, προεξοφλώντας ότι για να ασχοληθεί κάποιος με το θέατρο και το σινεμά θα έπρεπε να έχει συγκεκριμένες προτιμήσεις.
Ο Μπάρκουλης όχι μόνο δεν τον άκουσε, αλλά έκανε αργότερα την καριέρα που όλοι γνωρίζουμε. Ξεκίνησε παίζοντας στην «Μαρία Πενταγιώτισσα», υπήρξε μαθητής του Κωστή Μιχαηλίδη, κατουρήθηκε (όπως αποκάλυψε ο ίδιος) όταν γνώρισε τον Μάνο Κατράκη και ειδικά την δεκαετία του ’60 είδε την καριέρα του να απογειώνεται μέσα από ρόλους σε δεκάδες ταινίες της Φίνος Φιλμ. Ενδεικτικά αναφέρουμε το «Κοινωνία ώρα Μηδέν» (1966), «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967), «Όλγα Αγάπη μου» (1968), αλλά και σε κωμωδίες, όπως στο «Μια Ιταλίδα στην Ελλάδα» (1958), «Διακοπές στην Αίγινα» (1958), «Η Μουσίτσα»(1959), «Μην είδατε τον Παναή» (1962), «Το Δόλωμα» (1964), «Τζένη Τζένη» (1965), «Ησαΐα μη Χορεύεις» (1969), «Μια τρελή τρελή σαραντάρα» (1970) και στο «Η θεία μου η χίπισσα» (1970).
Καθώς βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του το όνομά του μπλέχτηκε σε μια ιστορία με ινδική κάνναβη, αναγκάστηκε να φύγει στην Αμερική και να επιστρέψει αργότερα στιγματισμένος. Ωστόσο βρήκε ξανά τα πατήματά του και συνέχισε την πορεία του, ενώ -όπως πάντα- δυσκολευόταν να διατηρήσει μια μόνιμη σχέση. Ήταν τόσο μεγάλη η έλξη που ένιωθαν οι γυναίκες για αυτόν που κάθε κατάκτησή του γνώριζε ότι θα είχε και μια ημερομηνία λήξης. Έκανε 4 γάμους από τους οποίους απέκτησε 3 παιδιά, τη Βίκυ, τον Ανδρέα και τον Νικόλαο-Γεώργιο και έφυγε από αυτόν τον κόσμο στις 23 Αυγούστου 2016, στα 80 χρόνια του, έχοντας ζήσει τόσα πολλά που άλλοι θα χρειάζονταν αιώνες για να ζήσουν.