Από τις πλέον χαρακτηριστικές φιγούρες του ελληνικού σινεμά, ο Νίκος Φέρμας ήταν ένας χασικλής, ωραίος και αυθεντικός, χωρίς να υπάρχει στον όρο που μόλις χρησιμοποιήσαμε η παραμικρή αρνητική χροιά. Άλλωστε, όλοι γνώριζαν την συνήθειά του να φουμάρει, ενώ συχνά ο ίδιος έστηνε φάρσες σε… αθώα θύματα όπως για παράδειγμα στον Σωτήρη Μουστάκα.
Υπάρχει λόγος που δεν έχουμε εικόνες του Νίκου Φέρμα από τη νεαρή ηλικία του στον κινηματογράφο. Στο μεγάλο πανί τον γνωρίσαμε όταν ήταν ήδη 43 ετών και συμμετείχε για πρώτη φορά σε ταινία, κάνοντας ντεμπούτο στο φιλμ του Αλέκου Σακελλάριου «Οι Γερμανοί ξανάρχονται». Έκτοτε θα καταγράψει άλλες 150 παρουσίες σε διάφορα έργα, σχεδόν πάντα σε δεύτερους ρόλους και για μια 20ετία θα αποτελέσει τον απόλυτο καρατερίστα, ενσαρκώνοντας συνήθως την φιγούρα του γνήσιου βιοπαλαιστή, βαρύμαγκα και μπεσαλή άντρα. Μια περιγραφή που ταίριαζε γάντι στην ίδια την ζωή του.
Γεννημένος στη Λήμνο σε μια φτωχή οικογένεια του νησιού το 1905, ο Νίκος Χατζηανδρέου, όπως ήταν το πραγματικό όνομά του, χρειάστηκε να βγει στη βιοπάλη από πολύ νεαρή ηλικία. Πατέρα δεν πρόλαβε να γνωρίσει ουσιαστικά, αφού τον έχασε όταν ήταν μόλις τριών ετών, ενώ η μητέρα του η οποία τον λάτρευε, μπόρεσε κάποια στιγμή με παρακάλια να του βρει μια δουλειά ως κλητήρα σε τράπεζα για να τον βγάλει από τον δρόμο και τις δουλειές του ποδαριού.
Εκεί, όμως, ο Φέρμας αντιλήφθηκε μια και καλή ότι εκείνη η ζωή δεν του ταίριαζε. Η δουλικότητα, η προσποιητή ευγένεια και ο καθωσπρεπισμός τον έκανε να δυσανασχετεί, όπως άλλωστε και τα κοστούμια. Ανήσυχο και ελεύθερο πνεύμα, τα πέταξε όλα αυτά κι αναζήτησε κάτι διαφορετικό μέχρι να γνωρίσει τον άνθρωπο που του έδειξε τον δρόμο. Ήταν ο ηθοποιός Δημήτρης Βερώνης ο οποίος βρέθηκε στο νησί μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και μέσα στη δυστυχία της εποχής έστησε έναν μικρό θίασο από ερασιτέχνες. Εκεί «πέθανε» ο Νίκος Χατζηανδρέου και παράλληλα «γεννήθηκε» ο Νίκος Φέρμας.
Αν και δεν τελείωσε καν το σχολείο, δεν στερείτο ουσιαστικής μόρφωσης. Η απόδειξη για την ευρύτητα του πνεύματός του ήρθε όταν μετακόμισε στην Αθήνα αποφασισμένος να ζήσει την ζωή του με τον τρόπο που ήθελε και κατάφερε να σπουδάσει στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου και να παίζει στο αισχύλειο θεατρικό «Επτά επί Θήβας» στο νεοσύστατο Θέατρο Τέχνης του Σπύρου Μελά.
Αργότερα μεταπήδησε στον κινηματογράφο όπου μεγαλούργησε με την γνωστή σε όλους μας πια περσόνα. Μερικές από τις πλέον χαρακτηριστικές παρουσίες του ήταν σε ταινίες της δεκαετίας του ’50 και του ’60, από τις οποίες ξεχωρίζουν τα «Λόλα», «Η χαρτοπαίχτρα», «Της κακομοίρας», «Ο κύριος πτέραρχος», «Ανθισμένη αμυγδαλιά», «Όσα κρύβει η νύχτα», «Ο παπατρέχας» και « Καλώς ήλθε το δολάριο».
Το βλοσυρό παρουσιαστικό του, ο μάγκικος τρόπος ομιλίας του και η βαθιά ματιά του έκαναν τους πάντες γύρω του να τον… τρέμουν. Στην πραγματικότητα, όμως, εκείνος ήταν ένα… πανηγύρι. Μπεσαλής, μάγκας, αλλά και γνήσιος και πραγματικά λαϊκός, ο Νίκος Φέρμας ήταν ένας άνθρωπος με καθαρό κούτελο και απόλυτη ειλικρίνεια, αλλά και ένα πηγαίο χιούμορ που συχνά καμουφλάριζε πίσω από την περσόνα του για να κάνει πλάκες στα καμαρίνια και στα στούντιο λόγω της αγαπημένης του συνήθειας να καπνίζει χασίς. Δεν το έκρυψε ποτέ, άλλωστε δεν ένιωθε ότι έκανε κάτι κακό, και όλοι γνώριζαν το χούι του, δίχως να ενοχλούνται.
Από τα αμέτρητα σπαρταριστά περιστατικά σίγουρα ξεχωρίζει εκείνο με τον Σωτήρη Μουστάκα, όταν ο αγαπημένος κωμικός ήταν ακόμη πολύ νέος και… άσχετος από ινδική κάνναβη και τσιγαριλίκια. Μοιράζονταν το ίδιο καμαρίνι και βλέποντάς τον να στρίβει, τον ρώτησε τι βάζει μέσα για να λάβει την απάντηση του Φέρμα «φαρμακάκι για το… στομάχι»! Έκπληκτος, μια από τις επόμενες ημέρες είδε τον Μουστάκα να του ζητάει μια-δυο τζούρες αφού ένιωθε κάποιες στομαχικές διαταραχές και μόνο τότε αντιλήφθηκε (εκ του αποτελέσματος) πόση άγνοια είχε ο… πιτσιρικάς που έγινε… κουδούνι στον ιδιότυπο τεκέ! «Μα καλά, ρε Κύπριε, δεν κατάλαβες τι είναι; Χασίσι είναι. Ναι, για… Χασίσι», του απάντησε γελώντας φαρδιά-πλατιά!
Για αυτόν με τα καλύτερα λόγια μίλαγε πάντα ο Κώστας Χατζηχρήστος, με τον οποίο συνδέθηκαν με αδελφική φιλία, ενώ ο Νίκος Ρίζος σε συνέντευξη του του απέδωσε τα εύσημα για το γεγονός ότι ουσιαστικά τον έμαθε πώς να παίζει τον γνήσιο μάγκα σε ρόλους που αργότερα έπαιξε με τρομερή επιτυχία.
https://www.youtube.com/watch?v=F8P43HD6Zfs
Ακόμα μία χαρακτηριστική ιστορία μεταφέρει και ο Ντίνος Δημόπουλος που στο βιβλίο του «Ένας σκηνοθέτης θυμάται», λέει για την γνωριμία του με τον Φέρμα: «Με πλησιάζει ένας μάγκας βαρύς με το αργό λικνιστικό του περπάτημα εκείνο το πρωινό στο γύρισμα. Είναι ο Νίκος Φέρμας. Συρτή φωνή, νωθρή κίνηση, ματιά θαμπή. -Είσαι για μια τζούρα αφεντικό; -Τι τζούρα, ρωτάω παραξενεμένος. -Μια ρουφηξιά για. -Δεν καπνίζω. -Δεν είναι καπνός. Χόρτο είναι. -Τα χόρτα με πειράζουν στο στομάχι. -Τα λάχανα σε πειράζουν. Κι ετούτο δεν είναι λάχανο. Είναι ανθός. Τράβα μία και θα αρχίσεις να πετάς. Και τα πλάνα θα σου ’ρχονται το ένα μετά το άλλο σαν σύννεφα που τα κυνηγάει ο νοτιάς», ανέφερε!
Ωστόσο υπήρξε και μια φορά που την… πάτησε και ο ίδιος ο Φέρμας και μάλιστα στον γάμο του με την επίσης ηθοποιό, Άννα Παντζίκα. Ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν και ο Αλέκος Σακελλάριος ο οποίος –άγνωστο πώς- κατάφερε να πετάξει μέσα στο θυμιατό κι έναν… παπά. Όχι ιερέα βέβαια, αλλά ένα κομμάτι χασίς, με αποτέλεσμα να την… ακούσουν όλοι συμπεριλαμβανομένου και του ρασοφόρου ο οποίος διαμαρτυρήθηκε με πολύ έντονο τρόπο για την… μαστούρα στο μυστήριο!
Με την Άννα Παντζίκα ο Νίκος Φέρμας (που είχε πάντως την φήμη του αθεράπευτου γυναικά) έμειναν μαζί μέχρι τον θάνατό του στις 14 Αυγούστου 1972, όταν και ο αυθεντικός μάγκας του ελληνικού σινεμά άφησε αυτόν τον κόσμο και διαπίστωσε αν όντως, όπως λέει και το τραγούδι, «στου παράδεισου την πόρτα κάποιος φύτεψε δυο χόρτα»…