Το Σεπτέμβρη του 1962, στη φημισμένη ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Rice του Χιούστον, ο πρόεδρος Τζον Κένεντι ανακοινώνει σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση το ιστορικό, όπως αποδείχτηκε, «επιλέγουμε να πάμε στο φεγγάρι». Επρόκειτο για την προαναγγελία του πιο κολοσσιαίου εγχειρήματος που ανέλαβε να υλοποιήσει ποτέ το ανθρώπινο είδος εν καιρώ ειρήνης. Το πιο κοστοβόρο σε χρόνο και χρήμα.
«Επιλέγουμε να πάμε στο φεγγάρι πριν τελειώσει αυτή η δεκαετία. Είναι ένας στόχος που θα μας επιτρέψει να οργανώσουμε και να μετρήσουμε τις δυνάμεις και τις δεξιότητές μας. Μια πρόκληση που είμαστε πρόθυμοι να αποδεχτούμε, απρόθυμοι να αναβάλουμε και αποφασισμένοι να κερδίσουμε», πρόσθεσε τότε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, παρουσιάζοντας το μεγαλεπήβολο σχέδιο, που στην πραγματικότητα είχε ξεκινήσει ενάμιση χρόνο πριν.
Τον Απρίλιο του 1961 οι Σοβιετικοί είχαν σκαρώσει μέγα χουνέρι στο αντίπαλο δέος, κερδίζοντας και τη δεύτερη μεγάλη μάχη της… διαστημικής κόντρας, με φόντο τον «Ψυχρό Πόλεμο» που μαινόταν σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο Γιούρι Γκαγκάριν είχε γίνει ο πρώτος άνθρωπος που ταξίδεψε στο διάστημα, ενώ το 1957 η ΕΣΣΔ είχε στείλει και τον πρώτο τεχνητό δορυφόρο σε τροχιά γύρω από τη Γη (Sputnik 1).
Σε συνδυασμό με την ταπείνωση κατά την εισβολή στο Κόλπο των Χοίρων, που συνέπεσε την ίδια εβδομάδα με την εκτόξευση του Γκαγκάριν, το αμερικανικό κύρος είχε πληγεί… σχεδόν ανεπανόρθωτα. «Σχεδόν» γιατί ο τρόπος της ρεβάνς επινοήθηκε από τις πρώτες ημέρες κιόλας που ακολούθησαν το σοβιετικό θρίαμβο.
Οι ΗΠΑ χρειάζονταν πλέον κάτι ουρανομήκες, ένα επίτευγμα τόσο μεγαλειώδες που θα αποκαθιστούσε το γόητρό τους στα μάτια της διεθνούς κοινότητας. Ο Κένεντι είχε βρει για άλλη μια φορά τον τρόπο να «αγγίξει» την ψυχή των Αμερικανών πολιτών, τονώνοντας το εθνικό φρόνημα. Την αρχική ανάταση όμως διαδέχτηκε γρήγορα η αμφιβολία για το ρεαλιστικό ή όχι του εγχειρήματος. Τεχνογνωσία για προσγείωση στο φεγγάρι δεν υπήρχε ακόμα, το κόστος φάνταζε ανυπολόγιστο και επιπλέον μια πιθανή αποτυχία θα ισοδυναμούσε με το απόλυτο φιάσκο των ΗΠΑ στη διελκυστίνδα για την κατάκτηση του διαστήματος.
Χαρακτηριστικά ο εμπειρογνώμονας Τζον Τράιμπ, που το 1960 εργαζόταν για την κατασκευή πυραύλων Atlas της Nasa, έχει αφηγηθεί ότι η εξαγγελία του Κένεντι σόκαρε αυτόν και τους συναδέλφους του: «Εκείνες οι ημέρες ειδικά ήταν πολύ δύσκολες στη δουλειά. Βλέπαμε τόσο συχνά διαστημικά σκάφη να ανατινάζονται στις δοκιμές. Περίπου ένα στα τρία σκάφη δεν τα κατάφερνε. Και τώρα έπρεπε να κατασκευάσουμε ένα νέο τεράστιο πύραυλο, που δεν ξέραμε καν πως έπρεπε να μοιάζει. Και να βάλουμε πάνω τρεις άνδρες για να τους στείλουμε στο φεγγάρι. Δεν ξέραμε καν πώς να το κάνουμε. Αν θα κάνουμε σεληνιακή ή γήινη τροχιά η πολλαπλές εκτοξεύσεις. Η προοπτική ότι έπρεπε να το κάνουμε αυτό εντός οχτώ χρόνων έμοιαζε τρομακτική…»
Ωστόσο ο κύβος για τη δρομολόγηση του προγράμματος «Apollo» είχε ριφθεί και η δολοφονία του Τζον Κένεντι 14 μήνες αργότερα, δεν ανέτρεψε τις εξελίξεις. Το 1962 το αμερικανικό Κογκρέσο ενέκρινε την κατακόρυφη αύξηση του μπάτζετ της NASA, που από τα 400 εκατ. δολάρια το 1960 έφτασε στα 5,9 δισ. εντός εξαετίας! Την ίδια χρονιά ξεκίνησε η οικοδόμηση ενός εκ των μεγαλύτερων κτιρίων στον κόσμο, αυτό του κέντρου συναρμολόγησης σκαφών της NASA.
«Η αποτυχία δεν ήταν επιλογή σε αυτό το στόχο», είχε πει ο Τσάρλι Μαρς, μηχανικός ισχύος και διαδοχικών συστημάτων της NASA εκείνη την περίοδο.
Όσοι εντάχθηκαν στο πρόγραμμα έπρεπε να εργάζονται απαρέγκλιτα τουλάχιστον 56 ώρες την εβδομάδα. Για να δουλέψει κάποιος λιγότερο έπρεπε να προσκομίσει ιατρικό δικαιολογητικό. Και αυτοί που συμμετείχαν συνολικά στο πρόγραμμα «Apollo» ήταν… αρκετοί. Η NASA υπολογίζει ότι στο απόγειο της ο αριθμός αυτός έφτανε, σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ, τις 400.000! Επρόκειτο για όλη την πυραμίδα από την βάση έως την κορυφή: αστροναύτες, ελεγκτές αποστολών, μηχανικούς, επιστήμονες, νοσηλευτές, γιατρούς, μαθηματικούς, προγραμματιστές, υπεύθυνους τροφοδοσίας.
Ο λόγος που η NASA εξασφάλισε τους πόρους για να φτάσει στο φεγγάρι και που για σχεδόν μισό αιώνα δεν το επιχείρησε ποτέ ξανά είναι ο ίδιος: Ο Ψυχρός Πόλεμος. Τότε υπήρχε «ανάγκη» να απαντήσει στα τεχνολογικά επιτεύγματα της ΕΣΣΔ, έκτοτε δεν παρέστη ξανά τέτοια.
Το κόστος όλων των αποστολών Apollo είναι αστρονομικό. Από το 1960 έως το 1973 δαπανήθηκαν 25,8 δισ. συνολικά για την επιχείρηση, ή σχεδόν 265 δισ. δολάρια σε σημερινά χρήματα! Στα μέσα της δεκαετίας του ‘60, η NASA έπαιρνε το 4,5% των δαπανών του αμερικανικού προϋπολογισμού, ποσοστό δεκαπλάσιο σε σχέση με σήμερα.
Την αμερικανική διοίκηση δεν πτόησε ούτε η τραγωδία τον Ιανουάριο του ’67, με το φριχτό θάνατο τριών αστροναυτών που θα αποτελούσαν το πρώτο πλήρωμα του «Apollo 1» και αποτεφρώθηκαν σε μια δοκιμή ρουτίνας, ένα μήνα πριν από την προγραμματισμένη πτήση.
Στις 20 Ιουλίου του 1969, ο Νιλ Άρμστρονγκ επικεφαλής της τριμελούς αποστολής του «Apollo 11», προσγειώθηκε στο φεγγάρι. Η επιχείρηση διήρκεσε 8 ημέρες, 3 ώρες και 19 λεπτά, αλλά χρειάστηκε να αφιερώσουν τις ζωές τους σε αυτήν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι. Ακολούθησαν άλλες πέντε επανδρωμένες αποστολές, με την τελευταία από αυτές (Apollo 17), να φτάνει στη σελήνη το Δεκέμβριο του 1972.
Οι επόμενες τρεις αποστολές ματαιώθηκαν λόγω κόστους. Είναι ο λόγος που ο άνθρωπος δεν έχει επιστρέψει στη σελήνη εδώ και μισό αιώνα.
Το Σεπτέμβρη του 2005 η NASA παρουσίασε ένα σχέδιο ύψους 104 δισ. δολαρίων για την επάνοδο των Αμερικανών στο φεγγάρι έως το 2018. Το πλάνο ακυρώθηκε από την κυβέρνηση Ομπάμα το 2010, όταν εκτιμήθηκε ότι η επιστροφή στη σελήνη ήταν πιο ακριβή και πιο επικίνδυνη από ό,τι είχε υπολογιστεί. Το επίτευγμα εν έτει 1969 ήταν τελικά πολύ σπουδαιότερο απ΄ότι έμοιαζε τότε.
Ο νυν σχεδιασμός προβλέπει ότι η NASA θα έχει επιστρέψει στη σελήνη έως το 2024, στο πλαίσιο του προγράμματος Artemis, που διαδέχεται το Apollo (στην ελληνική μυθολογία η Άρτεμη ήταν αδελφή του Απόλλωνα). Αυτή τη φορά όμως το ταξίδι θα γίνει με άλλους όρους, η στόχευση είναι η δημιουργία μίας μακροπρόθεσμης, βιώσιμης ανθρώπινης παρουσίας στο φεγγάρι, σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα. Προορίζεται να είναι το πρώτο βήμα προς τον επόμενο μεγάλο στόχο της ανθρωπότητας: την αποστολή στον Άρη εντός της δεκαετίας του 2030.
Αν οι ΗΠΑ ένιωθαν τον παραμικρό ανταγωνισμό από κάποια άλλη χώρα, είναι βέβαιο ότι η NASA θα εξορμούσε για τον Άρη αρκετά νωρίτερα…