Το πραγματικό «Casa de papel»: Η μυθική συμμορία που ξάφρισε 31.000.000€ με το πιο περιβόητο κόλπο στην ιστορία των ληστειών

«Χωρίς όπλα, χωρίς βία και χωρίς μίσος»

Λένε ότι η Τέχνη αντιγράφει την ζωή και δύσκολα βρίσκει κανείς καλύτερο παράδειγμα από αυτό της «Συμμορίας των Υπονόμων», με την ληστεία σε γαλλική τράπεζα η οποία ενέπνευσε όχι μόνο το γνωστό σε όλους «Casa de Papel» αλλά σχεδόν κάθε σειρά ή ταινία με ανάλογο περιεχόμενο.

Το περιστατικό συνέβη το μεσημέρι του Σαββάτου 17 Ιουλίου 1976 και η αξία της λείας που… σηκώθηκε από τις θυρίδες ενός εκ των κεντρικών καταστημάτων της Societe Generale έφτανε τα 31.000.000 ευρώ σε σημερινά χρήματα!

Ο εγκέφαλος που συνέλαβε την ιδέα για το πρωτοφανές ριφιφί λεγόταν Άλμπερτ Σπαγγιάρι και ακόμη και σήμερα μνημονεύεται με θαυμασμό όχι μόνο από «συναδέλφους» του ή επίδοξους τέτοιους, αλλά και από εκπροσώπους διωκτικών αρχών ανά τον κόσμο που παραδέχονται ότι ο άνθρωπος κατάφερε να στήσει το τέλειο κόλπο αλλά και να ξεφύγει από τις δαγκάνες του νόμου.

Δεν είχε συμβεί το ίδιο με τον Σπαγγιάρι πάντως στην αρχή της παράνομης… καριέρας του, αφού ξεκίνησε τις κλοπές και τις ληστείες όταν ήταν ακόμη υπηρετούσε την θητεία του στον γαλλικό στρατό κατά την διάρκεια του πολέμου της Ινδοκίνας. Η δράση του έγινε αντιληπτή κι έφερε ως αποτέλεσμα την καταδίκη του και –μοιραία- την επιστροφή του στην πατρίδα για να εκτίσει την ποινή του.

Θα έλεγε κανείς ότι ένας καταδικασθείς δεν θα ήταν καλή ιδέα να προσληφθεί από εταιρεία που ασχολείται με χρηματοκιβώτια, αλλά από την άλλη βέβαια, δεν αποκλείεται τέτοιου είδους προϋπηρεσία να θεωρήθηκε και έξτρα προσόν. Άλλωστε η δική του δουλειά ήταν να βρίσκει τα κενά στην ασφάλειά τους ώστε να μην είναι δυνατή η διάρρηξή τους στο μέλλον. Όπως και να ‘χει, εκεί ο Σπαγγιάρι έμαθε ακόμη περισσότερα χρήσιμα πράγματα τα οποία πολύ σύντομα δοκίμασε να τα εφαρμόσει στην πράξη, με αποτέλεσμα να καταλήξει για δεύτερη φορά στην φυλακή. Ίσως τότε, μετά την αποφυλάκισή του, να αποφάσισε ότι το επόμενο κόλπο του θα έπρεπε να είναι τόσο τέλεια σχεδιασμένο ώστε να μην υπάρξει και τρίτη.

Για ένα διάστημα προσπάθησε να ζήσει μια φυσιολογική ζωή, αλλά η ανάγνωση μιας νουβέλας με τον πολύ ιντριγκαδόρικο τίτλο «Πώς να ληστέψετε μια τράπεζα» τον έβαλε σε… ιδέες που έγιναν εμμονές όταν ένα «πουλάκι» του μαρτύρησε ότι συγκεκριμένο κεντρικό κατάστημα στη Νίκαια δεν διέθετε συναγερμό αφού γίνονταν κάποιες εργασίες στα υπόγεια και οι τραπεζίτες θεωρούσαν ότι θα ορθώνονταν επαρκείς οι τοίχοι που τους υπολόγιζαν για απροσπέλαστους. Για να το διαπιστώσει ο ίδιος, μίσθωσε μια θυρίδα και σε αυτήν τοποθέτησε ένα ρολόι με ξυπνητήρι το οποίο προγραμμάτισε να χτυπήσει μια συγκεκριμένη ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Όταν διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε η παραμικρή κινητοποίηση της αστυνομίας, επιβεβαίωσε την ορθότητα των πληροφοριών του κι έβαλε σε εφαρμογή το δεύτερο κομμάτι του πλάνου του.

Συγκέντρωσε μια ομάδα 15 ατόμων με σκοπό να σκάψουν μια σήραγγα η οποία θα χρησιμοποιούσε και το δίκτυο υπονόμων της πόλης, με σκοπό να φτάσουν μέχρι τα υπόγεια της «Societe Generale» όπου υπήρχαν οι θυρίδες και φυσικά το κεντρικό χρηματοκιβώτιο. Οι συνεργοί του ήταν εκείνοι που έκαναν την χειρωνακτική εργασία του σκαψίματος και όταν θα έφταναν μπροστά στα αντικείμενα του πόθου τους θα αναλάμβαναν δράση τα «μαγικά» δικά του χέρια, όπως κι έγινε.

Το… πρότζεκτ κράτησε δύο ολόκληρους μήνες και ως καταληκτική ημερομηνία επιλέχθηκε η 16η Ιουλίου, διόλου τυχαία, αφού η υπόλοιπη χώρα θα γιόρταζε την «Ημέρα της Βαστίλης». Η «Συμμορία των υπονόμων», όπως βαφτίστηκε από τον Τύπο της εποχής εκ των υστέρων, πήρε μαζί της καλαθάκια με φαγητά και κρασί, όπως έκαναν και πολλοί άλλοι Γάλλοι που συνδύαζαν την ηλιόλουστη γιορτινή ημέρα με πικ-νικ, με την διαφορά ότι αντί για κάποιο πάρκο ή πλατεία, αυτοί τράβηξαν για το σκοτάδι της σήραγγάς τους.

Ουσιαστικά ξημερώματα είχαν καταφέρει να φτάσουν στον προορισμό τους και οι μηχανισμοί ασφαλείας σε θυρίδες και χρηματοκιβώτιο αποδείχθηκαν παιχνιδάκι για τον Σπαγγιάρι. Εκμεταλλευόμενοι την τριήμερη αργία λόγω εθνικής εορτής και σαββατοκύριακου επί τρεις ημέρες άδειαζαν το πολύτιμο περιεχόμενο και δεν θα άφηναν τίποτε μέσα αν την Κυριακή δεν χαλούσε ο καιρός. Ο φόβος ότι η βροχή μπορεί να κατέκλυζε το τούνελ τους έκανε να μην παραβιάσουν περίπου 400 θυρίδες από τις συνολικά 4.000 και να φύγουν, αφήνοντας πίσω τους άδεια μπουκάλια κρασιού, συσκευασίες τροφίμων, υπολείμματα από διάφορα φαγητά (ακόμη και φουά γκρα!) αλλά και ένα σημείωμα που έγραφε: «Χωρίς όπλα, χωρίς βία και χωρίς μίσος»!

Η δράση τους έγινε αντιληπτή μόνο την επόμενη ημέρα, ο Τύπος έπαθε φρενίτιδα με το ανεπανάληπτο ριφιφί, ενώ η κοινή γνώμη είδε σχεδόν με συμπάθεια την ληστεία εξαιτίας της αναίμακτης φύσης της αλλά και του σημειώματος. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε τις διωκτικές αρχές να επιδοθούν σε ανθρωποκυνηγητό για την σύλληψη των δραστών που τελικά έφερε αποτέλεσμα καθώς δύο εξ αυτών πιάστηκαν και δεν άργησαν να… κελαηδούν, υποδεικνύοντας ως ιθύνοντα νου τον Άλμπερτ Σπαγγιάρι ο οποίος μετατράπηκε στον νούμερο 1 καταζητούμενο στην Γαλλία.

Έξι μήνες αργότερα τα ίχνη του βρέθηκαν και οδηγήθηκε ξανά ενώπιον της δικαιοσύνης. Όπως, όμως συμβαίνει και στις ταινίες, άγνωστο πώς, όταν οδηγήθηκε στον εισαγγελέα για ανάκριση ξέφυγε από την προσοχή των αστυνομικών, πήδηξε στο κενό από ένα παράθυρο και προσγειώθηκε στην σέλα μιας μοτοσυκλέτας που τον περίμενε από κάτω και εξαφανίστηκε προς άγνωστη κατεύθυνση.

Έχοντας μάθει από τα λάθη του παρελθόντος κι διαθέτοντας ένα τεράστιο ποσό (άγνωστο πόσο ακριβώς) ο Σπαγγιάρι είχε πάρει τα μέτρα του. Ταξίδεψε στην Αργεντινή, γνωρίζοντας ότι οι χώρες της Νοτίου Αμερικής (ειδικά τότε) δύσκολα αποδέχονταν αιτήματα για έκδοση ατόμων που κατηγορούνται και για να είναι ακόμη πιο σίγουρος, άλλαξε ταυτότητα αλλά και πρόσωπο μετά από πλαστική εγχείρηση. Ως κερασάκι στην τούρτα, είχε την τόλμη (ή το θράσος, αν προτιμάτε) να εκδώσει και βιβλίο με τίτλο «Η μεγάλη ληστεία στην Ριβιέρα» όπου ειρωνεύεται τους ανθρώπους της «Societe Generale» γράφοντας ατάκες του τύπου: «Τράπεζα χωρίς συναγερμό και κάμερες ασφαλείας! Πού ακούστηκε; Θα έκαναν την ζωή μου πιο εύκολη μόνο αν άφηναν και το κλειδί κάτω απ΄το χαλάκι»!

Στις 8 Ιουνίου 1989, μόλις 13 χρόνια μετά το ιστορικό «κόλπο γκρόσο» του που τον έβαλε στο πάνθεο της παρανομίας, ένα τηλεφώνημα ενημέρωσε την γαλλική αστυνομία ότι η σωρός του βρισκόταν στο πατρικό του. Προφανώς είχε μεταφερθεί εκεί από αγνώστους, μετά τον θάνατό του ο οποίος επήλθε από καρκίνο κατά την διάρκεια της παραμονής του στην γειτονική Ιταλία όπου θεωρείται ότι πέρασε τις «χρυσές» μέρες του ο διαβόητος κακοποιός!