«Τον ταπείνωσε»: Η απαγωγή της Ρένας Βλαχοπούλου από τον μπον βιβέρ εραστή της ενώ ήταν παντρεμένη με παίκτη της ΑΕΚ

Η «τρελοσαραντάρα» που έκανε «ντόλτσε βίτα»

Στην ώριμη περίοδο της καριέρας της που συνέπεσε με την «χρυσή εποχή» του ελληνικού κινηματογράφου την γνωρίσαμε ως «τρελοσαραντάρα». Ωστόσο η Ρένα Βλαχοπούλου ένιωθε το… αίμα της να βράζει από πολύ νεαρή ηλικία, ζώντας στο έπακρο την ζωή της σε όλες τις εκφάνσεις της, ακόμη και στο ερωτικό σκέλος.

Η γεννημένη στην Κέρκυρα ηθοποιός από πολύ μικρή έψαχνε ένα «εισιτήριο» για να αφήσει το νησί του Ιονίου, να αλλάξει την ζωή της και να γευτεί συγκινήσεις που η επαρχία –ειδικά την δεκαετία του ’30– δεν ήταν σε θέση να της προσφέρει. Σύντομα ακολούθησε την κλίση της στα καλλιτεχνικά και πριν καλά-καλά γίνει 16 χρονών εντυπωσίαζε τους συντοπίτες της σε παραστάσεις στις οποίες λάμβανε μέρος.

Σε μία τέτοια ήταν που μαγνήτισε το βλέμμα και αιχμαλώτισε την σκέψη του Κύπριου ποδοσφαιριστή της ΑΕΚ, Κώστα Βασιλείου, ο οποίος την ζήτησε από τους γονείς της, σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής, έλαβε την ευλογία και την συγκατάθεσή τους και μετά από σχέση ενός έτους το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1938 κι ένα χρόνο αργότερα μετακόμισε στην Αθήνα.

Εκεί η Ρένα Βλαχοπούλου ξεκίνησε την ουσιαστική πορεία της στο θέατρο αλλά και στην… ντόλτσε βίτα. Άλλωστε και η ίδια είχε παραδεχτεί πως ο γάμος της δεν ήταν τίποτα παραπάνω από το «διαβατήριο», την ευκαιρία που έψαχνε για να βρεθεί στην πρωτεύουσα και να κυνηγήσει τα όνειρά της. Οπότε έχοντας αυτό κατά νου, μπορούμε να αντιληφθούμε τους λόγους για τους οποίους μόλις 4 χρόνια αργότερα ήρθαν όχι απλά σύννεφα, αλλά μια πραγματική καταιγίδα στις προσωπικές σχέσεις της.

 

Ίσως ακόμη μεγαλύτερη ώθηση για την δίψα της για ζωή να έδωσαν και οι τραγικές στιγμές κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ειδικά ο θάνατος των γονιών της από βομβαρδισμούς στην Κέρκυρα. Εκείνο το βράδυ του 1940 η Βλαχοπούλου πληροφορήθηκε τα άσχημα μαντάτα λίγο πριν βγει στην σκηνή όπου πρόλαβε να ερμηνεύσει ένα τραγούδι πριν τελικά καταρρεύσει.

Όπως και να έχει το 1943 θα απασχολήσει τις σκανδαλοθηρικές σελίδες των κατοχικών εφημερίδων αφού –όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά- «απήχθη εκουσίως» από «υιό αποθανόντος τραπεζίτου», εγκαταλείποντας την συζυγική σχέση. Μάλιστα, ο σύζυγός της εμφανιζόταν έτοιμος να προχωρήσει σε μηνύσεις για μοιχεία (που τότε ήταν ποινικό αδίκημα), με τον Τύπο να γράφει: «Πράγματι, κατά τις βεβαιώσεις και τας ανακρίσεις του απαρηγόρητου, όπως εμφανίζεται τώρα συζύγου, όστις απειλεί να υποβάλει μήνυσιν επί μοιχείαν, η άφαντος υπήκουσεν εις νέας υποδείξεις της καρδιάς της, ακολουθήσασα έναν νεαρόν υιόν αποθανόντος τραπεζίτου, όστιτς από καιρού εφέρετο ως ο φανατικότερος θαυμαστής της».

Ο Βασιλείου ένιωσε ταπεινωμένος από την στάση της (ειδικά αν αναλογιστούμε τα ήθη της εποχής) αλλά η Βλαχοπούλου κατάφερε τελικά να πάρει διαζύγιο και να παντρευτεί τον νεαρό ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον γενικό αρχηγό –τότε- του Παναθηναϊκού, Γιάννη Κωστόπουλο! Πάντως ούτε αυτός ο γάμος, παρά τα πολλά οφέλη που είχε για την ίδια, στάθηκε ικανός να την… ηρεμήσει, καθώς μόλις τρία χρόνια μετά η Ελληνίδα ηθοποιός διεμήνυσε στον δεύτερο σύζυγό της ότι είχε φτάσει η ώρα να πέσουν οι τίτλοι τέλους.

Ήταν η περίοδος που με τον θίασό της πραγματοποιούσε περιοδεία σε χώρες της Μέσης Ανατολής όπου –ανάμεσα σε άλλους- κατάφερε να σαγηνεύσει ακόμη και τον Σάχη της Περσίας, Ρεζά Παχλαβί, ο οποίος μάλιστα τις απέστειλε πρόσκληση για να τραγουδήσει στα ανάκτορα, χαρίζοντάς της κι ένα πανάκριβο μενταγιόν!

Για τις επόμενες δύο δεκαετίες πάντως, έχοντας μάθει από το παρελθόν, η Βλαχοπούλου θα προτιμήσει την εργένικη ζωή προκειμένου να μην νιώθει ότι έχει το παραμικρό εμπόδιο στα προσωπικά της, μέχρι την ώρα που γνώρισε τον Γιώργο Λαφαζάνη. Στο πρόσωπό του έζησε ίσως τον πιο ουσιαστικό έρωτα της ζωής της, αφήνοντας οριστικά πίσω της την ατίθαση νιότη της. Οι δύο τους έμειναν ζευγάρι μέχρι την ώρα που τους χώρισε ο θάνατος…