Τα «δάκρυα» των Καρυάτιδων: Το δεύτερο έγκλημα κατά του Παρθενώνα που αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή

Λίγο έλειψε για να χαθούν όλα

Εν αγνοία του ο ναύαρχος Κιθ προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στην Ελλάδα όταν απαντούσε αρνητικά στο αίτημα να παραχωρηθεί στον λόρδο Έλγιν ένα πλοίο, με το οποίο ο «βιαστής» του Παρθενώνα ήθελε να μεταφέρει στην Αγγλία ολόκληρο το περιστύλιο με τις 6 καρυάτιδες του Ερεχθείου…

Φυσικά η άρνηση του επικεφαλής του αγγλικού στόλου στην ανατολική Μεσόγειο δεν είχε την παραμικρή σχέση με ενδεχόμενα φιλελληνικά κίνητρα. Εκείνη την περίοδο τα στρατεύματα του Ναπολέοντα είχαν εκστρατεύσει στην Αίγυπτο και οι μάχες για τον έλεγχο των θαλασσών και των λιμανιών με τους Γάλλους δεν επέτρεπαν να ικανοποιηθεί το αίτημα του πρέσβη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη.

Από την πλευρά του, ο Έλγιν πολύ γρήγορα, όπως πικρά γνωρίζουμε όλοι πια, αντιλήφθηκε την τεράστια ευκαιρία που είχε στα χέρια του για να αφαιρέσει στην κυριολεξία κομμάτια της ελληνικής ιστορίας και να τα μεταφέρει στο Λονδίνο. Αυτή άλλωστε ήταν τόσο η τακτική των απεσταλμένων του στέμματος σε όλο τον κόσμο, όσο και των Γάλλων. Μια επίσκεψη στο Βρετανικό μουσείο από την μία ή το Λούβρο από την άλλη, μπορεί να σας πείσει.

Κι ενώ ο Έλγιν αποκαλούσε «κλέφτες» τους Γάλλους για την υφαρπαγή ρωμαϊκών και αναγεννησιακών έργων τέχνης από την γειτονική Ιταλία, δεν θεωρούσε τον εαυτό του ένοχο για την αντίστοιχη στάση του με τα αριστουργήματα της αρχαιοελληνικού κόσμου. Ήδη από το 1801 είχε βάλει στο μάτι τα γλυπτά του Παρθενώνα, αναθέτοντας την «εργολαβία» στον συμπατριώτη του ιερέα Φίλιπ Χαντ και τον Ιταλό ζωγράφο Λουιζιέρι. Μάλιστα οι ιστορικές πηγές θεωρούν ότι ιδέα του πρώτου ήταν να αφαιρεθούν όλες οι Καρυάτιδες μαζί με το περιστύλιο.

Το μόνο πρόβλημα για τον Τόμας Μπρους, όπως ήταν το όνομα του λόρδου Έλγιν, ήταν το μέγεθος και το βάρος του οικοδομήματος. Θα ήταν αδύνατο αυτά τα μάρμαρα να μεταφερθούν με διαφορετικό τρόπο εκτός του πλοίου, ενώ θα χρειαζόταν ακόμη ένα τεράστιο έγκλημα για να επιτευχθεί ο σκοπός του. Θα έπρεπε δηλαδή, τα γλυπτά να κοπούν και να τεμαχιστούν σε κομμάτια και στη συνέχεια θα συναρμολογούνταν ξανά επί βρετανικού εδάφους. Κάτι ανάλογο άλλωστε επιχειρήθηκε με τις εκπληκτικές παρατάσεις της ζωοφόρου…

Σε αντίθεση με αυτές, το περιστύλιο και οι έξι Καρυάτιδες ήταν κατά πολύ ογκωδέστερες και πολύ μεγαλύτερου βάρους. Η μοναδική λύση ήταν η συνδρομή του στόλου που βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή λόγω της ένοπλης σύγκρουσης με τους Γάλλους. Έτσι προέκυψε η επιστολή με αποδέκτη τον ναύαρχο Κιθ, τον διοικητή των βρετανικών θαλάσσιων δυνάμεων στην ανατολική Μεσόγειο.

Στην επιστολή του αναφέρει χαρακτηριστικά: «Έχω υποστεί τεράστια έξοδα στην Αθήνα όπου αυτή τη στιγμή διαθέτω απίστευτα πλεονεκτήματα. Τώρα, αν θα μπορούσατε να επιτρέψετε σε ένα πολεμικό πλοίο μεγάλου μεγέθους να συνοδεύσει το πλοίο της τροφοδοσίας και να σταματήσει για μία ή δύο ημέρες στην Αθήνα για να παραλάβει ένα εξαιρετικά πολύτιμο κομμάτι αρχιτεκτονικής που βρίσκεται στη διάθεσή μου, θα μου κάνατε την μεγαλύτερη χάρη που θα μπορούσα ποτέ να δεχθώ και θα προσφέρατε μια βασική υπηρεσία στις τέχνες στην Αγγλία. Ο Ναπολέων Βοναπάρτης δεν κατάφερε να αποκτήσει κάτι τέτοιο από όλες τις κλεψιές του στην Ιταλία. Παρακαλώ θερμά λόρδε μου να επιληφθείτε του θέματος».

Ευτυχώς ο Κιθ διατήρησε τον στρατιωτικό τρόπο σκέψης του. Θεώρησε ότι το φορτωμένο με τόσο βάρος πολεμικό πλοίο θα δυσκολευόταν πολύ στους ελιγμούς του ενώ θα ήταν παράλληλα αδύνατο να αναπτύξει υψηλές ταχύτητες, γεγονός που θα το καθιστούσε ιδιαίτερα ευάλωτο σε ενδεχόμενη εχθρική επίθεση. Έτσι, απάντησε αρνητικά και με αυτόν τον τρόπο σώθηκαν τα κλασικά γλυπτά.

Ο Έλγιν υπό αυτές τις εξελίξεις δεν κατάφερε να υλοποιήσει το πλήρες σχέδιό του και αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στις συνθήκες. Τελικά επέλεξε την πιο καλά διατηρημένη Καρυάτιδα η οποία σήμερα παραμένει «φυλακισμένη» στο Βρετανικό μουσείο, μακριά από τις υπόλοιπες αδελφές της που πλέον έχουν βρει καταφύγιο στο μουσείο της Ακρόπολης. Αυτά που βλέπουμε πια στο περιστύλιο είναι τα πιστά αντίγραφα που τοποθετήθηκαν μεταγενέστερα εκεί, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι και ο Άγγλος λόρδος είχε στείλει μια ρεπλίκα για να τοποθετηθεί στη θέση του αγάλματος που έκλεψε. Όμως όταν το αντίκρισαν οι Έλληνες, το κομμάτιασαν με οργή και προτίμησαν να βάλουν αντ’ αυτής έναν πεσσό, δηλαδή μια κολώνα φτιαγμένη από τούβλα…

Σήμερα το αίτημα επιστροφής των γλυπτών εκεί που ανήκουν παραμένει ζωντανό και οικουμενικό και κερδίζει διαρκώς περισσότερους υποστηρικτές που βλέπουν την αλήθεια όπως πραγματικά είναι. Ότι αυτό που συνέβη όχι μόνο στον Παρθενώνα και όχι μόνο στην Ελλάδα με την υφαρπαγή έργων ανεκτίμητης αξίας αποτελεί προσβολή για την ανθρωπότητα.