Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 το Βέλγιο γίνεται πρώτο θέμα στις ειδήσεις σε όλο τον κόσμο για τον χειρότερο δυνατό λόγο. Ένας πολίτης της χώρας σοκάρει τους συμπατριώτες του που δεν μπορούν να πιστέψουν ότι ένα τέτοιο «τέρας» προχώρησε σε απάνθρωπες φρικαλεότητες χωρίς να το αντιληφθεί κανείς και –κυρίως- οι κρατικές Αρχές οι οποίες υποτίθεται θα προστάτευαν το κοινωνικό σύνολο.
Όταν τελικά αποκαλύφθηκε η έκταση της δράσης του η οργή του κόσμου έγινε ανεξέλεγκτη και μετατράπηκε σε απόλυτη αμφισβήτηση κάθε θεσμού στο Βέλγιο. Ειδικά η αστυνομία και η δικαιοσύνη και –μοιραία- η πολιτική, βρέθηκαν στο στόχαστρο των πολιτών οι οποίοι ζήτησαν εξηγήσεις για το πώς ο Μαρκ Ντιτρού είχε κατορθώσει να απαγάγει και να κρατά επί μήνες φυλακισμένα νεαρά κορίτσια, παιδιά στην πραγματικότητα, τα οποία βασάνιζε και βίαζε μέχρι θανάτου στο υπόγειο του σπιτιού του, καταγράφοντας τις πράξεις του.
Η ανάγνωση και μόνο της δικογραφίας που σχηματίστηκε εναντίον του είναι αρκετή για να σε κάνει να ανατριχιάσεις. Ο τότε 40χρονος περιστασιακός ηλεκτρολόγος κατηγορήθηκε για τις απαγωγές και τον κατά συρροή βιασμό έξι κοριτσιών ηλικίας από 8 έως 19 ετών μεταξύ 1995 και 1996. Οι πρώτες δύο ήταν οι 8χρονες συμμαθήτριες Ζιλί Λεζέν και Μελίσα Ρουσό οι οποίες εξαφανίστηκαν στις 24 Ιουνίου 1995. Όσο οι κολώνες στους δρόμους γέμιζαν από φωτογραφίες τους και στηνόταν μια πρωτοφανής επιχείρηση εντοπισμού τους, ο Ντιτρού τις βίαζε σε καθημερινή βάση, μετατρέποντας τις ζωές τους σε κόλαση.
Περίπου δύο μήνες αργότερα ανάλογη «τύχη» είχαν η Αν Μαρσάλ και η Εφγέ Λαμπρέκς. Το δικό τους δράμα κράτησε μόνο ένα μήνα, αλλά είχε φρικτή κορύφωση αφού ο διεστραμμένος Ντιτρού τις έθαψε ζωντανές με την βοήθειά ενός συνεργάτη του ο οποίος λίγο αργότερα είχε το ίδιο τέλος… Τα άλλα δύο θύματά του απήχθησαν τον Μάιο και τον Αύγουστο του 1996. Η 12χρονη Σαμπίν Νταρντέν και η 14χρονη Λετισιά Ντελέζ πετάχτηκαν στο μπουντρούμι του σπιτιού του Ντιτρού και όπως και οι προηγούμενες, έζησαν την απόλυτη φρίκη στα χέρια του ανθρώπου που τις εκμεταλλεύτηκε με τρόπους που δεν χωρά ανθρώπινος νους. Ευτυχώς για εκείνες στο μεταξύ ένας μάρτυρας είχε καταγράψει τον αριθμό κυκλοφορίας του βαν του Ντιτρού την στιγμή της απαγωγής της Λετισιά, με αποτέλεσμα την σύλληψή του. Τότε, όμως, ήταν που το κοινό αντί να ανακουφιστεί, ξέσπασε εναντίον των Αρχών της χώρας οι οποίες στην ουσία επέτρεψαν στον παιδοβιαστή και δολοφόνο να δράσει, παρά όλα τα στοιχεία με βάση τα οποία θα όφειλε να βρίσκεται ήδη στην φυλακή.
Βλέπετε, ο Ντιτρού δεν ήταν ένας άνθρωπος για τον οποίο η γειτονιά θα έλεγε ότι «δεν είχε δώσει δικαιώματα». Κανείς δεν έπεσε από τα σύννεφα αφού μόλις το 1986 είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση 13 ετών και 6 μηνών για την απαγωγή και τον βιασμό πέντε παιδιών. Και λες και η ποινή από μόνη της δεν ήταν «χάδι» ήρθε ένας –τότε- νέος νόμος που του επέτρεψε να εκτίσει μόνο τα τρία. Σύμφωνα με τη νέα, πιο «προοδευτική» νομοθεσία, οι βιαστές και οι παιδόφιλοι μπορούσαν να επιστρέψουν σπίτι τους και να τεθούν υπό παρακολούθηση, με την ελπίδα ότι έτσι θα μπορούσαν να ενταχθούν καλύτερα στο κοινωνικό σύνολο.
Ο Ντιτρού, λοιπόν, όχι μόνο αποφυλακίστηκε, αλλά έπεισε κιόλας τους ψυχιάτρους ότι δεν ήταν σε θέση να εργαστεί πια, εξασφαλίζοντας για τον εαυτό του μηνιαία σύνταξη και επιδόματα… Προφανώς δεν τον παρακολουθούσε κανείς όλο αυτό το διάστημα που… ξανακύλησε την παιδεραστία. Και στη λίστα των αναρίθμητων λαθών και παραλείψεων προστίθεται και το γεγονός ότι αυτό το μεσοδιάστημα ο συγκεκριμένος μόνο υπόδειγμα πολίτη δεν ήταν. Για την ακρίβεια είχε μπλεξίματα με κλοπές και επιπλέον βρέθηκε στη φυλακή για ένα διάστημα τεσσάρων μηνών το 1995. Ήταν το ίδιο διάστημα που στο κελί του σπιτιού υπέφεραν αλυσοδεμένες οι Ζιλί Λεζέν και Μελίσα Ρουσό. Ο Ντιτρού είχε δώσει εντολή στην δεύτερη σύζυγό του, Μαρτέν, να τους πετάει ένα πιάτο φαΐ την ημέρα. Εκείνη δεν το έκανε προφασιζόμενη φόβο, με αποτέλεσμα τα παιδιά να βρουν φρικαλέο θάνατο από ασιτία…
Ακόμη πιο τραγική διάσταση στην υπόθεση δίνει και το γεγονός ότι ο Βέλγος σχεδόν από τις πρώτες ημέρες θεωρήθηκε ύποπτος, ενώ η αστυνομία βρέθηκε σε ένα από τα σπίτια του μετά από νέες κατηγορίες για κλοπές αυτοκινήτων. Φανταστείτε, λοιπόν, να είστε όργανα της τάξης και να κάνετε έλεγχο στην οικία ενός σεσημασμένου κακοποιού, καταδικασμένου και για παιδεραστία και κατά την διάρκεια του ελέγχου να ακούτε παιδικές κραυγές… Μάλλον θα κάνατε φύλλο και φτερό κάθε σπιθαμή, αλλά για τους Βέλγους αστυνομικούς (που είχαν στα χέρια τους δύο επιστολές της μητέρας του Ντιτρού που αποκάλυπτε ότι ο γιος της ήταν διαταραγμένος και επικίνδυνος) η εξήγηση ότι ακούγονταν από κάπου αλλού έπιασε… Η έρευνα δεν συνεχίστηκε και σταμάτησε εκεί.
Μετά από όλα αυτά ο σοκαρισμένος από την κτηνωδία του θύτη και από την ανικανότητα των θεσμών βελγικός λαός βγαίνει στους δρόμους. Περισσότεροι από 300.000 άνθρωποι διαδηλώνουν ζητώντας αλλαγές σε κυβέρνηση, δικαιοσύνη και αστυνομία, απαιτώντας καρατομήσεις και πιο βαριές ποινές σε τέτοιους εγκληματίες. Ο θυμός θεριεύει και περίπου 18 μήνες αργότερα όταν γίνεται γνωστό ότι ο προφυλακισμένος Ντιτρού δραπετεύει κατά την μεταφορά του σε άλλο σωφρονιστικό κατάστημα. Οι υπουργοί Δικαιοσύνης και Εσωτερικών παραιτούνται, αλλά ευτυχώς για όλους, συλλαμβάνεται μόλις τέσσερις αργότερα και τελικά οδηγείται ενώπιον του δικαστηρίου.
Ενώπιον του ακροατηρίου θα δοθεί και μια άλλη διάσταση στην υπόθεση. Ένα από τα σενάρια που κυκλοφορούσαν έντονα ήθελε τον Ντιτρού να μην είναι ένας παιδόφιλος που με την βοήθεια και την κάλυψη της συζύγου του και 1-2 συνεργών ικανοποιούσε μόνο τα δικά του βίτσια. Κάποιοι υποστήριξαν ότι επρόκειτο για τον κρίκο μιας αλυσίδας trafficking που «εφοδίαζε» διεστραμμένους παιδεραστές στην Κεντρική Ευρώπη με αθώες ψυχές. Μάλιστα υπήρξαν κατηγορίες που τον συνέδεαν με τον επιχειρηματία Μισέλ Νιουλ, το επονομαζόμενο «τέρας», ο οποίος τελικά καταδικάστηκε. Όμως ο Ντιτρού δεν αντιμετωπίστηκε ως μέλος του κυκλώματος, με πολλούς τότε να επιμένουν ότι το σκάνδαλο άγγιζε προσωπικότητες της βελγικής ελίτ και να κάνουν λόγο για συγκάλυψη. Μια αίσθηση που ενισχύθηκε από τους θανάτους 20 μαρτύρων κατηγορίας κάτω από ύποπτες συνθήκες…
Ωστόσο, ακόμη κι έτσι, περίπου 700 μάρτυρες έσπευσαν να καταθέσουν το 2004, όταν τελικά διεξήχθη η δίκη, 7,5 χρόνια μετά την διάπραξη των εγκλημάτων. Στις 22 Ιουνίου 2004 το δικαστήριο ανακοίνωσε την ετυμηγορία του, καταδικάζοντας τον Ντιτρού σε ισόβια δεσμά. Την ανώτατη δυνατή, καθώς η θανατική ποινή είχε καταργηθεί το 1996. Την επόμενη κιόλας ημέρα κατέθεσε έφεση κατά της απόφασης χωρίς να αλλάξει κάτι.
Η σύζυγός του καταδικάστηκε σε φυλάκιση 30 ετών. Ωστόσο το 2013 αποφυλακίστηκε με αναστολή έχοντας εκτίσει τα 16 χρόνια και έκτοτε ζει σε μοναστήρι ενώ ένα ανάλογο αίτημα του Ντιτρού που ζήτησε να τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό φορώντας «δαχτυλίδι» εντοπισμού, έπεσε στο κενό τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους. Σήμερα είναι 66 ετών, επιμένει ότι δεν διέπραξε εκείνος όλα τα εγκλήματα και ότι έδρασε για λογαριασμό ενός κυκλώματος παιδεραστίας και πορνείας με πλοκάμια σε όλη την Ευρώπη. Πολλοί είναι εκείνοι που τον πιστεύουν, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στο δεύτερο σκέλος και θεωρούν ότι οι πραγματικοί εγκέφαλοι δεν τιμωρήθηκαν ποτέ.
Εκείνοι, πάντως, που το έπαθαν (έστω και εκούσια) ήταν οι άσχετοι με αυτόν άτυχοι που απλά είχαν το ίδιο επώνυμο, αν και δεν σχετίζονταν με οικογενειακούς δεσμούς με τον παιδοβιαστή. Τα στοιχεία λένε ότι περίπου το 1/3 εξ αυτών άλλαξαν το όνομά τους…