Στο άκουσμα και μόνο της λέξης «Λαδάδικα» το μυαλό κάνει συνειρμικά ταξίδια για την ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά αυτής της περιοχής της Θεσσαλονίκης. Κι ακόμη κι αν στο πέρασμα του χρόνου αυτά τα πράγματα αλλάζουν και οι γειτονιές αλλάζουν κι αυτές πρόσωπο, στη συνείδηση του κόσμου θα είναι διαχρονικά ένα μέρος συνυφασμένο με την ενέργεια του ομώνυμου τραγουδιού του Δημήτρη Μητροπάνου.
Το κομμάτι κυκλοφόρησε το 1996 και ήταν η δεύτερη σερί συνεργασία του κορυφαίου Έλληνα ερμηνευτή με τον Μάριο Τόκα. Η προηγούμενη με τίτλο «Η Εθνική μας μοναξιά» κατάφερε να γίνει μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της δεκαετίας, αναβαθμίζοντας ουσιαστικά και τους δύο, παρά το γεγονός ότι ήταν ήδη σπουδαία ονόματα με τρομερά βιογραφικά στο χώρο της μουσικής, ο καθένας από το δικό του μετερίζι.
Κάποιοι προεξόφλησαν ότι μετά το αδιανόητο γκελ που είχε κάνει ο συγκεκριμένος δίσκος, πολύ δύσκολα θα επαναλαμβανόταν κάτι ανάλογο και στο άλμπουμ «Παρέα με έναν ήλιο». Σε αυτό ο Μάριος Τόκας υπογράφει ξανά την μουσική, ενώ οι στίχοι είναι του Φίλιππου Γράψα. Φυσικά, η επιτυχία ήρθε κυρίως χάρη στη δική τους συνεισφορά σε συνδυασμό με την μοναδική εκφραστικότητα της φωνής του Μητροπάνου, αλλά και το υπόλοιπο καστ ήταν υψηλού επιπέδου και βοήθησε από την δική του πλευρά.
Κάτι που φαίνεται και από την «ομολογία» του ίδιου του συνθέτη, ο οποίος στο ένθετο το οποίο συνόδευε τον δίσκο, γράφει χαρακτηριστικά:
«Η δουλειά αυτή μοιάζει σαν κόντρα στο στίχο του ποιητή Φίλιππου Γράψα που λέει: ‘’Τα φώτα γύρω από τις μνήμες χαμηλώσανε’’. Είναι – ή θέλει να είναι – δουλειά ερωτικής, κοινωνικής και μουσικής μνήμης. Μητροπάνε, μια ζωή αγωνίζομαι να τα βγάλω πέρα με την πρωτόγονη αλήθεια της φωνής σου. Σ’ ευχαριστώ… Φίλιππε Γράψα, κάθε φορά που μελοποιώ στίχους σου, νιώθω να ’μαι ο μοιραίος τερματοφύλακας τη στιγμή του πέναλτυ. Σ’ ευχαριστώ… Ηλία Μπενέτο, εσύ γκρινιάζεις ακόμα. Άσε ρε γάβρε και κάτι να μην το ψάξεις. Στο βάθος όμως όλοι έτσι θέλουμε τον παραγωγό. Δημιουργό τον θέλουμε. Σ’ ευχαριστώ… Νίκο Κούρο, εισπράττω συνέχεια τις ευαισθησίες σου. Σ’ ευχαριστώ… Γιάννη Σμυρναίε, μαζί κάναμε όλες σχεδόν τις επιτυχίες μου. Με ήχο πλήρη – ”ήχο παχύ” – όπως λέω εγώ. Σ’ ευχαριστώ… Χρήστο Νικολόπουλε, νιώθω ξεχωριστή τιμή που κάποια απ ’τα τραγούδια έχουν κάτι απ’ τη δύναμή σου… Φίλοι μουσικοί, συνδημιουργοί σ’ αυτή την προσπάθεια. Σας ευχαριστώ… Βάσο Βενιζέλο, Κώστα Χατζηχριστοδούλου σας ευχαριστώ… Όσο για μένα μετά απ’ όλα αυτά νιώθω να βρίσκομαι στο μάτι του κυκλώνα. Δεν πειράζει. Αίμα, ψυχή… Κι όποιον πάρει το Άγιο Ακροατήριο».
Οι πωλήσεις ξεπέρασαν τις 100.000 αντίτυπα, αποδεικνύοντας για ακόμη μία φορά πως μια άκρως ποιοτική δουλειά μπορεί να γίνει και εμπορική επιτυχία, ενώ το κομμάτι που ξεχώρισε ανάμεσα στα άλλα ήταν τα «Λαδάδικα».
Σε συνέντευξή του στην εκπομπή «Εγώ δεν έχω βγάλει το ωδείο» του Θανάση Γιώγλου, ο Φίλιππος Γράψας αποκαλύπτει ότι περίμεναν πως μεγαλύτερο γκελ θα έκανε ο «Άσωτος», ωστόσο ο κόσμος με το δικό του κριτήριο ανέδειξε τον ύμνο για εκείνη την γειτονιά της Θεσσαλονίκης που παλαιότερα ήταν ταυτόσημη με αυτά που περιγράφουν οι στίχοι.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μία άλλη αποκάλυψη του στιχουργού που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή στο κοινό και σχετίζεται με την ύπαρξη ενός στίχου που τελικά κόπηκε στην εκτέλεση που βγήκε τελικά στον αέρα. Για την ακρίβεια, ο Γράψας είχε οραματιστεί έναν διάλογο μεταξύ του «πελάτη» και της «εργαζόμενης», με τον πρώτο να λέει «Τόσα δίνω, πόσα θες;» και την κοπέλα να απαντά: «Τόσα παίρνω κι ό,τι θες, στην τιμή περιλαμβάνεται ο καφές».
Αυτός ο διάλογος θεωρήθηκε κάπως τολμηρός για την εποχή, ενώ παράλληλα αν τελικά ακουγόταν έτσι, αυτό θα σήμαινε ότι θα έπρεπε απαραίτητα στα live και στις συναυλίες να υπάρχει και μια τραγουδίστρια στο πλευρό του Μητροπάνου κι έτσι αποφασίστηκε να κοπεί.
Ωστόσο, ο υπέροχος Δημήτρης του ελληνικού τραγουδιού σχεδόν πάντα φρόντιζε να στις ζωντανές εμφανίσεις του να την περιλαμβάνει και να κλείνει το κομμάτι με τον κομμένο στίχο.