Συγκλόνισε το πανελλήνιο: Ποια ήταν η Σπυριδούλα που έδωσε το όνομα της στο γνωστό συγκρότημα

Μια υπόθεση που σόκαρε τους πάντες

Ακόμη και με τα σημερινά μέτρα, που ο ανθρώπινος νους τείνει να συμφιλιωθεί με τις θηριωδίες που μοιάζουν να έχουν πολλαπλασιαστεί παντού γύρω μας, η υπόθεση της Σπυριδούλας σοκάρει… Το κορίτσι από την Αιτωλοακαρνανία βασανίστηκε και άθελά του έγινε η αιτία για να πάρει το όνομά του το γνωστό ροκ συγκρότημα.

Για πολλά χρόνια αρκετοί πίστευαν πως το Σπυριδούλα είχε προκύψει ως παράφραση του επωνύμου των Νίκου και Βασίλη Σπυρόπουλου, ιδρυτικών μελών της μπάντας, στην πραγματικότητα όμως ουσιαστικά πρόκειται για μια αναφορά στην βασανισμένη ψυχή από την περιοχή Ματαράγκα η οποία έγινε έρμαιο στις ορέξεις μιας οικογένειας υπεράνω πάσης υποψίας. Ο συνεργάτης του συγκροτήματος, Γιώργος Γαϊτάνος έριξε την ιδέα, συγκλονισμένος κι εκείνος από τα φρικτά γεγονότα, και έτσι έγινε ο «νονός» του ιστορικού γκρουπ.

Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ’50, μια εποχή που ήταν αρκετά συνηθισμένο πολλά νεαρά κορίτσια από την επαρχία να εργάζονται ως «ψυχοκόρες» σε αστικές οικογένειες. Συνήθως προέρχονταν από φτωχό περιβάλλον και οι γονείς τους πίστευαν ότι έτσι θα τους εξασφάλιζαν μια καλύτερη ζωή από αυτήν που θα μπορούσαν να τους προσφέρουν οι ίδιοι.

Αυτό συνέβη και στην περίπτωση της Σπυριδούλας Ράπτη, ένα από τα συνολικά 8 παιδιά του Κώστα Ράπτη ο οποίος δέχθηκε την επίσκεψη του ζεύγους Βεϊζαδέ από τον Πειραιά. Του είπαν ότι ήθελαν την μικρή για να τους βοηθήσει με την νεογέννητη κόρη τους αλλά και με τις δουλειές του σπιτιού. Υποσχέθηκαν ότι δεν την ξεχωρίζουν από το δικό τους και ότι θα είχε μια καλύτερη τύχη, μακριά από την φτώχεια και τις κακουχίες, ενώ έδωσαν και 80 δραχμές στους γονείς της οι οποίο έκαναν αποδεκτή την πρόταση, όπως θα έκαναν και πολλοί άλλο στη θέση τους.

Ο Γιώργος και η Αντιγόνη Βεϊζαδέ ζούσαν στην Καλλίπολη του Πειραιά και ο σύζυγος ήταν συνιδιοκτήτης ενός μπαρ στην περιοχή της Τρούμπας, όπου εκείνη την εποχή ήταν ιδιαίτερα κακόφημη λόγω των «πάρε-δώσε» με τους Αμερικανούς ναύτες του στόλου. Αυτά βέβαια δεν ήταν γνωστά στην Αιτωλοακαρνανία…

Ακριβώς εξαιτίας αυτής της επαγγελματικής ιδιότητας του συζύγου, τα δολάρια δεν ήταν άγνωστα σε αυτό το σπίτι. Κι όταν ένα χαρτονόμισμα των 50 δολαρίων εξαφανίστηκε από το συρτάρι, οι υποψίες του ζευγαριού έπεσαν πάνω στην ανυπεράσπιστη 12χρονη. Η ίδια αρνήθηκε τις κατηγορίες παρά τις πιέσεις, όμως οι «ευεργέτες» της δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν –όπως αποδείχτηκε- από επαγγελματίες βασανιστές…

Μερικές ημέρες αργότερα,  στις 8 το πρωί της Πέμπτης 4 Αυγούστου 1955 η Αντιγόνη Βεϊδαζέ εμφανίστηκε στο Τζάνειο νοσοκομείο συνοδεύοντας το παιδί που ήταν τυλιγμένο σε μία κουβέρτα και βρισκόταν σε τραγική κατάσταση. Υποστήριξε ότι στο σπίτι συνέβη ένα ατύχημα καθώς η νεαρή υπηρέτρια έριξε πάνω της μια κατσαρόλα με καυτό νερό… Όταν οι γιατροί και οι νοσηλευτές αντίκρισαν το κορμάκι της αντιλήφθηκαν ότι η διήγηση της γυναίκας απείχε πολύ από την αλήθεια. Απάντησαν θετικά στην επιθυμία της Αντιγόνης να επισκέπτεται το κορίτσι και να φέρνει φαγητό, αλλά την ίδια ώρα εξέτασαν μεθοδικά τα φρικτά εγκαύματά της.

Η έκθεση την οποία συνέταξε μερικές ημέρες αργότερα ο ιατροδικαστής Συλλάνταβος, διέψευσε τους ισχυρισμούς του ζεύγους. Σε αυτήν τονίζει ότι η Σπυριδούλα έφερε εγκαύματα 1ου, 2ου και 3ου βαθμού στο πρόσωπο, τον τράχηλο, το θώρακα, την κοιλιά και τα άνω και κάτω άκρα, καθώς και εκχυμώσεις σε μέτωπο, βλέφαρα, μηρούς και τις κνήμες, ενώ ανέφερε χαρακτηριστικά στην εισαγγελία Πειραιά: «Τα εγκαύματα έχουν επάλληλον διάταξιν  κλιμακοειδούς τύπου και καλύπτουν το 60-65% της επιφανείας του σώματός της. Ίνα προξενηθούν τα εγκαύματα τούτα, το θύμα καθηλώθη υπό δύο αλληλοβοηθουμένων προσώπων»…

Αυτά τα δύο πρόσωπα ήταν ο Γιώργος και Αντιγόνη Βεϊζαδέ. Σύμφωνα με την κατάθεση του 12χρονου παιδιού επί 36 ολόκληρες ώρες την βασάνιζαν δίχως να δείξουν το παραμικρό έλεος χρησιμοποιώντας ένα ηλεκτρικό σίδερο. Ξεκίνησαν από τα πόδια κι όταν η μικρή συνέχιζε να αρνείται ότι είχε κλέψει τα 50 δολάρια, συνέχισαν το απάνθρωπο έργο τους. Σταματούσαν μόνο όταν η Σπυριδούλα έχανε τις αισθήσεις της και τότε την πετούσαν στο δωμάτιό της, συχνά φιμωμένη για να μην ακούγεται το γοερό κλάμα της και οι φωνές της. Μετά έπιαναν και πάλι το σίδερο στα χέρια τους και την έκαναν να υποφέρει μετατρέποντας την ζωή της σε κόλαση.

Η ίδια η Σπυριδούλα αποκάλυψε τα πάντα όταν έμεινε μόνη στο δωμάτιο και η αστυνομία προχώρησε στη σύλληψη του ζευγαριού. Εκείνοι στην αρχή αρνήθηκαν τα πάντα και επέμειναν στην εκδοχή του βραστού νερού. Αργότερα, όμως, η Αντιγόνη άλλαξε στάση και υποστήριξε ότι το κακό είχε γίνει αφού προηγήθηκε πάλη μεταξύ εκείνης και της 12χρονης, με αφορμή τα 50 δολάρια. «Μόλις την είδα εκνευρίστηκα γιατί επί μέρες με παίδευε για να μου υποδείξει το σημείο που είχε κρύψει το χαρτονόμισμα. Μέσα στον εκνευρισμό μου την έπιασα από το χέρι, την τράβηξα κοντά μου, σήκωσα το ηλεκτρικό σίδερο πάνω της και τη φοβέρισα. Της είπα να μου πει που είχε το χαρτονόμισμα γιατί θα την έκαιγα. Αυτή έβαλε τα κλάματα και τις φωνές και χύθηκε πάνω μου για να μου πάρει το σίδερο. Ακολούθησε πάλη και σε μια στιγμή, η μικρή έπεσε κάτω και πάνω της το σίδερο. Έτσι έγιναν τα εγκαύματα που έχει στο κορμί της. Εγώ δεν της ακούμπησα το σίδερο. Και εγώ και ο άνδρας μου πάντοτε την κοιτάζαμε. Δεν της έλειπε τίποτα και φροντίζαμε να μην την κουράζουμε με πολλές δουλειές. Η Σπυριδούλα είναι ένα πονηρό και ευφάνταστο κορίτσι. Όλα αυτά που λέει είναι ψέματα, φανταστικά» ανέφερε στην απολογία της.

Δεν έπεισε κανέναν…

Οι εφημερίδες κάλυψαν την υπόθεση και μέσα από τις σελίδες τους η Σπυριδούλα αναδείχθηκε σε λαϊκή ηρωίδα. Την ίδια ώρα ο κόσμος ζητούσε την παραδειγματική τιμωρία των τεράτων που την βασάνισαν. Στις 30 και 31 Ιανουαρίου 1956, πραγματοποιήθηκε η δίκη στο Κακουργιοδικείο Λαμίας. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη από το συγκεντρωμένο πλήθος που απείλησε να τους λιντσάρει, ενώ σίγουρα δεν έμεινε ικανοποιημένο από τις ποινές που επιβλήθηκαν. Η κάθειρξη 5 ετών για την Αντιγόνη Βεϊζαδέ και 4,5 για τον άντρα της για «πρόκληση βαρειών σωματικών βλαβών σε βαθμό κακουργήματος», καθώς και 20.000 δραχμές για την ψυχική οδύνη του παιδιού, θεωρήθηκε «χάδι» και προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις. Ωστόσο κανένας από τους δύο δεν έμελε να ζήσει πολύ ακόμη αφού αμφότεροι έφυγαν νέοι από την ζωή από άλλα αίτια, ενώ η Σπυριδούλα μετά από πολλές εγχειρήσεις, παντρεύτηκε και έκανε δύο παιδιά, περνώντας την υπόλοιπη ζωή της με την ανάμνηση και τα σημάδια του βασανισμού στο κορμί και την ψυχή της.