«Πάντα πιωμένος κι άνεργος…»: Ποιος ήταν ο θρυλικός, Μπάμπης ο Φλου, στο τραγούδι - σταθμός του Σιδηρόπουλου
Βρείτε μας στο

Το 1978 αποδεικνύεται χρονιά-σταθμός για τα μουσικά δρώμενα της χώρας. Είναι το έτος κυκλοφορίας του δίσκου «Φλου», με τον οποίο ο ξεχωριστός Παύλος Σιδηηρόπουλος και το συγκρότημα «Σπυριδούλα» παρουσιάζουν για πρώτη φορά στο κοινό μια ροκ δουλειά με στίχο εξ ολοκλήρου γραμμένο στα ελληνικά.

Μέχρι τότε τα κομμάτια αυτού του σχετικά νέου είδους θα ήταν ή ελληνικά ή ροκ. Οι μπάντες δούλευαν κατά βάση με αγγλικό στίχο θεωρώντας ότι έτσι έμεναν πιο «πιστοί» στις ρίζες και τις καταβολές του είδους, καθώς τα ελληνικά ακούγονταν κάπως… ξένα στα αυτιά τους, ενώ κυριαρχούσε η άποψη ότι το κοινό πιθανότατα θα γύρναγε την πλάτη σε μια τέτοια προσπάθεια.

Επομένως εύκολα γίνεται αντιληπτό το ρίσκο που πήρε τότε ο Σιδηρόπουλος, το οποίο βέβαια συγκρινόμενο με άλλα σταυροδρόμια που συνάντησε στην ζωή του δεν μοιάζει και τόσο τρελό εάν το δεις εκ των υστέρων. Όπως και να ‘χει, τον Ιανουάριο του 1978 ο Σιδηρόπουλος παρουσιάζει στους Βασίλη και Νίκο Σπυρόπουλο τα κομμάτια που είχε γράψει για το επερχόμενο άλμπουμ.

«Πάντα πιωμένος κι άνεργος…»: Ποιος ήταν ο θρυλικός, Μπάμπης ο Φλου, στο τραγούδι - σταθμός του Σιδηρόπουλου

Ουσιαστικά ο «Φλου» ήταν ένα «παιδί» του μουσικού γάμου που έγινε μεταξύ τους, με… προξενητή τον Δημήτρη Πουλικάκο ο οποίος γνώριζε πως ο Σιδηρόπουλος έψαχνε… τολμηρούς μουσικούς για να συνεργαστεί μαζί τους σε ένα δίσκο με ροκ ήχο και ελληνικό στίχο. Το άλμπουμ τελικά κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1978 και οι πωλήσεις του ήταν απογοητευτικές καθώς δεν ξεπέρασε τα 5.000 αντίτυπα. Πολύ γρήγορα, όμως, μουσικά «διαμάντια» όπως «Μου πες θα φύγεις», «Στην Κ.», «Η ώρα του stuff» βγήκαν στην επιφάνεια, με το κοινό –μετά το αρχικό ξάφνιασμα- να κάνει τις επανεκδόσεις ανάρπαστες και να ξεχωρίζει ένα τραγούδι που διέφερε από τα άλλα λόγο του ξεσηκωτικού ρυθμού του και της προσωπικής ιστορίας που διηγούταν –εκείνη του Μπάμπη του Φλου!

Όπως είναι φυσικό, ακόμη και σήμερα αποτελεί μέρος της κληρονομιάς που άφησε πίσω του με τον θάνατό του ο Παύλος Σιδηρόπουλος και συνοδεύει πάντοτε τις σχετικές συζητήσεις στις παρέες μαζί με το ερώτημα σχετικά με την ταυτότητα του ήρωα. Υπήρξε άραγε στην πραγματικότητα ο Μπάμπης ο Φλου; Ήταν ωραίος κι άνετος όπως τον περιγράφει ο δημιουργός του ή ήταν απλά ένα πλάσμα της φαντασίας του;

Η επικρατέστερη από τις εκδοχές που κατά καιρούς έχουν ακουστεί θέλει τον θρυλικό Μπάμπη να είναι ο πατέρας του Νίκου Τζονιχάκη, ενός πολύ κοντινού φίλου του Παύλου Σοδηρόπουλου εκείνη την εποχή. Σύμφωνα με την δική του μαρτυρία, αυτός ήταν ο πατέρας του που έζησε για χρόνια ως… άνετος, με τάση να πίνει παραπάνω και μια πιο ελαφριά προσέγγιση στην ζωή. Όταν οι δυο τους διηγούνταν περιστατικά και καταστάσεις, συχνά ο Τζονιχάκης μετέφερε τα βιώματα που είχε από τον πατέρα του. Μάλιστα, στον δίσκο «Εν Λευκώ» υπάρχει κι ένα από τα κομμάτια που έγραψε ο Νίκος και μελοποίησε ο Παύλος με τίτλο «Τζονιχάκειον άσμα»!

Την αγαπούσε πολύ ο Χατζιδάκις: Η αιωνόβια ταβέρνα που φημίζεται σε όλη την Αθήνα για τα κεφτεδάκια και την αυλή της
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ Την αγαπούσε πολύ ο Χατζιδάκις: Η αιωνόβια ταβέρνα που φημίζεται σε όλη την Αθήνα για τα κεφτεδάκια και την αυλή της

«Πάντα πιωμένος κι άνεργος…»: Ποιος ήταν ο θρυλικός, Μπάμπης ο Φλου, στο τραγούδι - σταθμός του Σιδηρόπουλου

Το 2015 ένας μοναχός στο Άγιο Όρος, με το όνομα Προκόπιος, υποστήριξε ότι αυτός ήταν ο πραγματικός ο «Μπάμπης ο Φλου», λέγοντας μάλιστα ότι ως λαϊκός ήταν γείτονας με τον Σιδηρόπουλο. Ωστόσο οι λεπτομέρειες που δίνει δεν δείχνουν να έχουν συνέπεια. Αρχικά είναι θέμα ηλικίας, αφού δεν θα μπορούσε να είναι πρωταγωνιστής ιστοριών που γράφτηκαν δεκαετίες πριν ενώ ελέγχεται και για το σενάριο περί γειτνίασης, αφού είπε ότι ο Σιδηρόπουλος έμενε στο Χαϊδάρι, κάτι που είναι γνωστό πως δεν ισχύει.

 

Σε κάθε περίπτωση κάθε ένας που έρχεται σε επαφή με το κομμάτι αντιλαμβάνεται τον ήρωα με βάση τις δικές του παραστάσεις και τα προσωπικά βιώματά του. Σε τελική ανάλυση ο Μπάμπης ο Φλου, αν υπήρχε πραγματικά, ίσως να μην δικαίωνε τις εξιδανικευμένες προσδοκίες που έχουμε εμείς για την εικόνα του. Γι’ αυτό ίσως είναι καλύτερο να μην συνδεθεί αποκλειστικά με ένα πρόσωπο, αλλά να παραμείνει εκείνος ο χαρακτήρας που ενδόμυχα θα θέλαμε να γινόμασταν όλοι μας, έστω για λίγο.